«Ακούγοντας τους 10.000 δίσκους του νεκρού πατέρα μου»
«Ακούγοντας τους 10.000 δίσκους του νεκρού πατέρα μου»
Στο πρόσφατο ταξίδι μου στη Ρόδο βρέθηκα σε ένα σπίτι, του αδελφού μου, γεμάτο κούτες με βινύλια. Πρόκειται για τη συλλογή με εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες LP φίλου Ιταλού που έφυγε από τη ζωή, και ο αδελφός μου ανέλαβε να τους φιλοξενήσει μέχρι να πάνε στον επόμενο ιδιοκτήτη τους. Και επειδή είναι μεγάλος λάτρης και γνώστης της μουσικής, ήθελε να προλάβει να ακούσει όλα τα άλμπουμ. Οπότε από το πρωί ως το βράδυ τούς ακούγαμε στη σειρά, ανά κιβώτιο, και εκείνος μου εξηγούσε τι ακούγαμε, την ιστορία του συγκροτήματος και του μουσικού είδους.
Ηταν, επίσης, ένα είδος μνημόσυνου για τον άνθρωπο που με τόση αγάπη και γνώση τούς είχε συλλέξει στη διάρκεια της ζωής του, αλλά (ειδικά για μένα) και ένα είδος γνωριμίας μαζί του, έστω μεταθανάτιας. Κάθε φορά που ανοίγαμε ένα κιβώτιο και ανάλογα με τον βαθμό φθοράς του εξωφύλλου ή τα σκρατς του δίσκου, αναρωτιόμουν αν ήταν ένα αγαπημένο του άλμπουμ που το άκουγε συνέχεια ή κάποιος σπάνιος δίσκος που τον είχε αγοράσει μεταχειρισμένο.
Λίγο πριν φύγω, παραμονές των γιορτών, είχαμε φτάσει στην αμερικάνικη κάντρι, που δεν μου πολυαρέσει, ομολογώ, αν εξαιρέσουμε τον πολύ αγαπημένο μου, θρυλικό Κρις Κριστόφερσον, ο οποίος είχε μόλις πεθάνει, οπότε το μνημόσυνο ήταν διπλό.
Και ξαφνικά, τώρα, πέφτω έκπληκτη στη συνέντευξη της Τζανέι Κίνγκσμπερι στην εφημερίδα The Washington Post με τη Γιούλα, η σελίδα της οποίας εμφανίστηκε στη ροή των social media της αμερικανίδας δημοσιογράφου καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, με έναν απλό χαιρετισμό: «Καλώς ήρθατε σε άλλη μια μέρα ακρόασης της συλλογής δίσκων του αείμνηστου πατέρα μου».

Εναν χρόνο πριν η Τζανέι είχε χάσει τον άνδρα της, Μάικλ, και λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του έδωσε τα παπούτσια του. Αλλά το έξυπνο ρολόι του εξακολουθεί να βρίσκεται στο συρτάρι τους, προκαλώντας της πόνο όταν σκέφτεται τα δεδομένα που μπορεί να περιέχει: τα βήματα και τους χτύπους της καρδιάς ενός νεαρού άνδρα που δεν είχε ακόμη υποκύψει στον καρκίνο, γράφει η Κίνγκσμπερι στην Washington Post.
Στην ομαδική συμβουλευτική ονομάζουμε αυτά τα αντικείμενα «υλικό της θλίψης», απομεινάρια που χτυπούν στον πυρήνα του πόνου ή που ελπίζουμε να κρατήσουν ζωντανές τις αναμνήσεις μας.
Επιδιώκοντας, λοιπόν, μια σύνδεση με τον αείμνηστο σύζυγό της, η Τζανέι Κίνγκσμπερι αποκαλύπτει ότι κολλάει απεγνωσμένα σε αυτά τα ενθύμια και αναζητά ευρέως τη γλώσσα, την επιστήμη και τις κοινότητες που θα μπορούσαν να της προσφέρουν μια λύση. Συχνά, δε, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίρνουν τη μορφή ποιημάτων και προσωπικής οπτικής, έργων τέχνης και επιβεβαιώσεων.
Σε ένα από τα βίντεο που έχει αναρτήσει στη σελίδα της, η Γιούλα χαϊδεύει τα βινύλια που είναι τοποθετημένα σε ξύλινα ράφια στην κρεβατοκάμαρά της προτού, πιάσει τυχαία το «Parallel Lines», το άλμπουμ των Blondie του 1978. Ο δίσκος γυρίζει στο πικάπ καθώς η Γιούλα τον ακούει ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, μετά σηκώνεται και χορεύει για λίγο, πριν πει τη σύντομη αλλά ενδιαφέρουσα άποψή της. «Η Ντέμπι Χάρι είναι σοβαρά πολύ cool, τα φωνητικά της είναι σμουτς» λέει η Γιούλα κάνοντας με τα δάχτυλα και τα χείλη της τον ήχο του φιλιού. «Είναι χαλαρή αλλά έχει πάρα πολύ συναίσθημα στη φωνή της».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, η 24χρονη πολωνικής καταγωγής Καναδή διοργανώνει καθημερινά «πάρτι ακρόασης» στις σελίδες της @soundwavesoffwax, στο Instagram και στο TikTok, εξερευνώντας δεκαετίες και είδη μουσικής που αγαπούσε ο πατέρας της, Ρίτσαρντ: πανκ, ντίσκο, ποπ, τζαζ, τέκνο, new wave και psych rock της δεκαετίας του 1960. Το project έχει απογειωθεί στο διαδίκτυο, έχοντας απήχηση σε περισσότερους από 460.000 ακολούθους μέχρι στιγμής, ενώ έχει ακόμα σχεδόν 10.000 δίσκους να παίξει.
«Ελπίζω να τους ακούσω όλους» είπε η Γιούλα στην Washington Post, μιλώντας στην Τζανέι Κίνγκσμπερι από το σπίτι της στην Αλμπέρτα, με την προϋπόθεση ότι θα δημοσιοποιηθεί μόνο το μικρό της όνομα, λόγω ανησυχίας για την ασφάλειά της. «Είναι μια πολύ όμορφη εμπειρία για μένα, ηχητικά και συναισθηματικά» τόνισε, η νεαρή κοπέλα.
Συναισθηματική θεραπεία μέσω της μουσικής
Σειρές κριτικής όπως αυτές της Γιούλα δεν είναι καθόλου μονολιθικές το 2025. Ούτε οι δίσκοι βινυλίου, που πλέον ξεπερνούν τις πωλήσεις των CD. Αλλά η Γιούλα θεωρεί ότι η σελίδα της είναι πάνω απ’ όλα ένα project πένθους, μια ευπρόσδεκτη παράκαμψη μέσα στο doomscrolling (η τάση να διαβάζει κανείς αδιάκοπα δυσάρεστες ειδήσεις), όπου οι λάτρεις της μουσικής, οι περιστασιακοί ακροατές και οι πενθούντες συνδέονται και επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω της απώλειας, της μνήμης και του ρόλου της μουσικής στη συναισθηματική θεραπεία.
«Η κοινότητα ήταν όλα όσα ήθελα από αυτό το project» είπε η Γιούλα. Και πράγματι, κάνοντας scrolling στην ενότητα των σχολίων της θα βρείτε ακόλουθους που μοιράζονται ιστορίες της μουσικής και αντικείμενα που τους συνδέουν με αγαπημένα τους πρόσωπα. Ακόμη, μουσικοί ή επιζώντα μέλη των οικογενειών τους ευχαριστούν τη Γιούλα που «σκαλίζει» το έργο τους. Και οι audiophiles προσφέρουν τις δικές τους αναλύσεις και ιδέες για σπάνια κομμάτια που έχει στην κατοχή της.
Οι ακόλουθοί της αγαπούν τη Γιούλα, επισημαίνει η Τζανέι Κίνγκσμπερι στην Washington Post. Η καθημερινή, cool γοητεία της παραπέμπει στη γλυκιά Μάρθα Κουίν, vj του MTV τη δεκαετία του 1980, ενώ οι ιδιορρυθμίες και οι ευαισθησίες της γενιάς Z αφοπλίζουν ακόμη και τους πιο απαιτητικούς πιουρίστες της μουσικής.
Οι θαυμαστές της, εξάλλου, συγχωρούν γρήγορα τις γκάφες της (όπως τη φορά που πρόφερε λάθος το επίθετο του Ντέιβιντ Μπερν αποκαλώντας τον «Μπάι-ραν»), χαχανίζουν με τις χαριτωμένες παραδοχές της (άκουσε για πρώτη φορά το «Funkytown» βλέποντας το «Σρεκ 2») και κυρίως δεν χάνουν την υπομονή τους, καθώς η νεαρή μαθαίνει πώς να φροντίζει τα βινύλιά της.
Λίγες μόλις μέρες μετά την έναρξη του project, θυμάται η Γιούλα, άφησε στην άκρη το πικάπ της, Urban Outfitters, που την ικανοποιούσε μεν αισθητικά αλλά όχι ηχητικά, για ένα επαγγελματικό πικάπ Technics, όταν οι ακόλουθοί της διαμαρτυρήθηκαν ότι «κατέστρεφε» τους δίσκους της.
Μουσικός (όπως και ο πατέρας της), η Γιούλα αποπνέει μια φυσική άνεση στις κριτικές της, ισορροπώντας μεταξύ στοχαστικής ενδοσκόπησης και νεανικού ενθουσιασμού. «Μια low-fi (χαμηλής ποιότητας ηχογράφηση) αισθητική, με πολύ ωραίες ηχητικές υφές και συγχρονισμένους ρυθμούς» είπε για έναν δίσκο τέκνο από τη δική της συλλογή, την οποία παίζει κατά καιρούς παράλληλα με τους δίσκους του πατέρα της. «Βρίσκω ότι η διάθεση αυτού του άλμπουμ ταιριάζει απόλυτα με το ηλιοστάσιο. Είναι κάπως πιο σκοτεινό και υπάρχει κάποια πραγματικά ενδιαφέρουσα δημιουργικότητα, που συμβαίνει σε έναν τόσο συνοπτικό ηχητικό κόσμο» σχολίασε.
Αλλες κριτικές, πάλι, μοιάζουν με παράθυρο στο ταξίδι του πένθους και της ανακάλυψης. «Ενας εγκάρδιος αποχαιρετισμός με πολλή ευγνωμοσύνη. Η φωνή του ακούγεται ιδιαίτερα ευάλωτη σε αυτό» λέει η Γιούλα στο βίντεό της για το «Pacific Ocean Blue» του Ντένις Γουίλσον.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Ρίτσαρντ, ο πατέρας της, καθηγητής λογοτεχνίας και μουσικός επίσης, άκουγε πάντα την ποίηση στη μουσική, είπε η Γιούλα. Του άρεσε να ανακαλύπτει τους αγαπημένους καλλιτέχνες των αγαπημένων του καλλιτεχνών, τον έλκυαν ιδιαίτερα οι τραγουδοποιοί και έγραφε ο ίδιος δική του μουσική. Ηθελε να γίνει DJ και έφτιαχνε CD mixtapes για τους φίλους του, ενώ συχνά έπαιζε ακορντεόν σε γάμους και στην τοπική αίθουσα των Πολωνών. Και όταν οι γονείς της Γιούλα είχαν καλεσμένους για δείπνο, η βραδιά είχε πάντα το ίδιο φινάλε: Κάποιος κατεύθυνε τη συζήτηση στη μουσική και ο Ρίτσαρντ έσπευδε να πάρει δυο-τρεις δίσκους από τη συλλογή του για να τους παίξει. Μετά μιλούσε για τα τραγούδια, ανιχνεύοντας την επιρροή και την ιστορία του ήχου τους.
«Πάντα μιλούσε για μουσική. Σε όλη μου τη ζωή ήταν πάντα το νούμερο ένα, αυτό που μας συνέδεε και για το οποίο συζητούσαμε» είπε η Γιούλα στην Washington Post. «Θα ήμουν οκτώ ετών όταν μου διάβαζε στίχους και μου εξηγούσε ένα διφορούμενο νόημα… Οταν μεγάλωσα, άρχισα να του δείχνω τη μουσική που μου άρεσε και απλώς συνεχίσαμε αυτό για την υπόλοιπη ζωή του».
Οταν ο Ρίτσαρντ πέθανε, πριν από μερικά χρόνια, στα 50 του, η Γιούλα ήξερε ότι ήθελε να έχει τους δίσκους του, μια συλλογή που είχε ξεκινήσει να δημιουργεί από μικρός, με χρήματα που κέρδιζε κάνοντας μικροδουλειές για γείτονες. Τα περισσότερα βινύλια ήταν συσκευασμένα σε κουτιά ή τα είχαν συγγενείς και φίλοι πριν τα φέρει η Γιούλα σιγά-σιγά όλα στο σπίτι. Πέρασε δύο εβδομάδες τακτοποιώντας τη συλλογή σε αλφαβητική σειρά, αλλά θα χρειαζόταν χρόνια για να επεξεργαστεί τη σημασία τους στη ζωή της τώρα πια.
«Αφού πέθανε, δεν έκανα τίποτα με τους δίσκους. Για παράδειγμα, δεν έμπαινα καν σε εκείνο το δωμάτιο [της μουσικής] για λίγο καιρό» αποκάλυψε στην Washington Post. «Ημουν πραγματικά τυχερή που τους είχα στο σπίτι της μαμάς μου, όπου μπορούσαν απλώς να κάθονται εκεί, ώστε να μη χρειάζεται να τους σκεφτώ αμέσως».
Αλλά όταν η Γιούλα επέστρεψε στο πατρικό της σπίτι, τον Απρίλιο, επέλεξε να μείνει στο δωμάτιο μουσικής του Ρίτσαρντ, όπου τα ράφια με τους δίσκους δεσπόζουν πάνω από το κρεβάτι της και το δέντρο της γάτας της – η οποία κάνει κάθε τόσο σύντομες εμφανίσεις στα βίντεο της Γιούλα («Ευτυχώς δεν έχω αλλεργία στη σκόνη»).
Τελικά η νεαρή άρχισε να ακούει ξανά τους δίσκους του πατέρα της, επιλέγοντας να παίζει κάθε πρωί ένα διαφορετικό άλμπουμ και συνειδητοποιώντας πόσο της έλειπε να έχει κάποιον για να του μιλήσει γι’ αυτό. Τότε ένας φίλος τής πρότεινε να φτιάξει μια σελίδα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σίγουρος ότι θα συνδεόταν με «μερικούς ανθρώπους» που ενδιαφέρονται για τα σχόλιά της. Και το έκανε. Πόσοι λέτε ότι ήταν οι «μερικοί»;
14 εκατ. άνθρωποι θα παρακολουθούσαν την πρώτη της ανάρτηση! «Τι απίστευτο δώρο είναι αυτό που σου άφησε!» έγραψε ένας σχολιαστής. «Ακολουθώντας τα ηχητικά χνάρια του θα μπορέσεις να έχεις την ίδια ενστικτώδη εμπειρία που μπορεί να είχε εκείνος όταν η βελόνα χτυπούσε το αυλάκι σε κάθε έναν από αυτούς τους δίσκους».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Μερικές φορές η μουσική προκαλεί στη Γιούλα μια δίνη συναισθημάτων, δακρύων ή τρυφερών στιγμών, όπως όταν ακούει ένα τραγούδι αφιερωμένο στους μπαμπάδες ή ένα άλμπουμ με πολλές γρατσουνιές, γράφει η Τζανέι Κίνγκσμπερι στην Washington Post. Τις περισσότερες φορές, είπε, είναι δίσκοι που συνδέονται με τις πιο έντονες αναμνήσεις της. Και η φωνή της έσπασε όταν μίλησε για την αγάπη του πατέρα της για τον Πολ Σάιμον ή σώπασε αποτίνοντας φόρο τιμής στον αείμνηστο Κρις Κριστόφερσον τον Σεπτέμβριο.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Αυτό το βίντεο ήταν ίσως το πιο δύσκολο για μένα. Γι’ αυτό δεν μίλησα πολύ» είπε η Γιούλα. «Μεγάλωσα ακούγοντας τη μουσική του και ήταν πολύ συγκινητικό».
Το project @soundwavesoffwax, λοιπόν, είναι κάτι σαν πράξη διατήρησης, είπε η Γιούλα, τόσο της μνήμης του πατέρα της όσο και του να μοιράζεται τη μουσική όπως ήθελε πάντα να κάνει, για να την ακούσουν χιλιάδες.
«Κατά κάποιο τρόπο, το κάνω αυτό για εκείνον και μαζί του, και είναι ο πιο όμορφος τρόπος για να το επεξεργαστώ» είπε. «Το πνεύμα του με κρατάει εκείνες τις στιγμές και με ενθαρρύνει και χορεύει με αυτό που κάνω, με ό,τι έχει απομείνει από εκείνον».
Το πνεύμα του Ρίτσαρντ, λοιπόν, μέσα από το project @soundwavesoffwax της Γιούλα, θα κάνει παρέα και σε μας από εδώ και πέρα, αντί για οποιοδήποτε ανόητο scrolling στα social media.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: «Ακούγοντας τους 10.000 δίσκους του νεκρού πατέρα μου»
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.