Πώς αξιολογείται η κοινή γνώμη σε μια χώρα δίχως κοινή γνώμη; Στο ερώτημα επεδίωξε να απαντήσει σε πρόσφατο άρθρο του στη La Repubblica o Ετσιο Μάουρο, γράφοντας, φυσικά, για τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν. Σε αντίθεση με τη σοβιετική εποχή κατά την οποία οι αποκαλούμενοι σοβιετολόγοι προσπαθούσαν να μαντέψουν τι αέρας έπνεε στη Μόσχα, εστιάζοντας την προσοχή τους σχεδόν αποκλειστικά στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας, σήμερα οι μελετητές της σύγχρονης Ρωσίας ενδιαφέρονται περισσότερο για την κοινωνία των πολιτών, για θαρραλέες ατομικές ενέργειες, για εμβρυακές μορφές δημόσιας διαμαρτυρίας, επιδιώκοντας να διαπιστώσουν εάν δημιουργούνται μικρές ρωγμές κάτω από τη συμπαγή επιφάνεια του πουτινικού καθεστώτος κατά τη διάρκεια του 23ου έτους του ρώσου προέδρου στην εξουσία.
«Πράγματι δεν ωριμάζει στην κορυφή η αντιπολίτευση. Ισχύει και στον 20ό αιώνα η παλιά ρήση σύμφωνα με την οποία ο τσάρος μπορεί να είναι μόνον αιμοβόρος ή αιματοκυλισμένος και αυτήν τη στιγμή ο τσάρος ποντάρει τα πάντα στον πόλεμο, χύνοντας το αίμα άλλων», γράφει ο Μάουρο. Προς το παρόν, η σύγχρονη νομενκλατούρα υποχρεούται, για λόγους αυτοπροστασίας, να παραμείνει πιστή έως το τέλος στον Πούτιν. Ωστόσο αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι η μοναδική δύναμη που την καίρια στιγμή –εάν καταστεί αναγκαίο και παρουσιαστεί η ευκαιρία– θα μπορούσε να τερματίσει μία εποχή, προβαίνοντας στις απαραίτητες ενέργειες για την αντικατάσταση του Πούτιν.
Πάντως, μέχρι σήμερα μόνο μερικές τακτικές επανατοποθετήσεις έχουν καταγραφεί, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούν την απόλυτη κυριαρχία του ρώσου προέδρου. Τη διάθεσή του ο Πούτιν την αποκάλυψε πριν καν διατάξει τα στρατεύματά του να εισέλθουν στην Ουκρανία, κατά τον «διάλογο» που είχε με τους κορυφαίους συνεργάτες του, ανακοινώνοντάς τους την επικείμενη έναρξη της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία. Στη συνέχεια στράφηκε κατά στρατηγών και πληροφοριοδοτών που θεώρησαν, λανθασμένα όπως αποδείχθηκε πολύ γρήγορα, ότι οι Ουκρανοί δεν θα αντιστέκονταν, ενώ λίγο μετά έβαλε κατά «των αποβρασμάτων και των προδοτών που ο ρωσικός λαός φτύνει σαν σκνίπες που πετούν κατά λάθος στο στόμα του», σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Πούτιν.
Ομως την ώρα που οι επιτελείς των υπηρεσιών ασφαλείας τάσσονται υπέρ της κλιμάκωσης των επιθέσεων, οι αξιωματικοί των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων εμφανίζονται πιο προσεκτικοί, γνωρίζοντας την κατάσταση που επικρατεί στα πεδία των μαχών. Οι ολιγάρχες εμφανίζονται διχασμένοι, με κάποιους να υπολογίζουν τις ζημιές από τις δυτικές κυρώσεις και άλλους να αποδεικνύουν την αφοσίωσή τους στον Βλαντίμιρ Πούτιν. Οσον αφορά τον βραδυκίνητο κρατικό μηχανισμό, συνδέεται λειτουργικά με όποιον κυβερνά, οπότε η στάση του είναι κατά βάση παθητική, ωστόσο θα επιδίωκε σίγουρα να ωφεληθεί από την όποια ανανέωση της εξουσίας.
Φυσικά υπάρχουν και οι πολίτες αλλά παραμένει δύσκολο το να ερμηνευθούν οι απόψεις τους. «Οι διανοούμενοι σιωπούν, οι ακαδημαϊκοί αντιδρούν: 9.000 επιστήμονες υπογράφουν ανοιχτή επιστολή κατά του πολέμου, ενώ εμφανίζονται μανιφέστα που καταδικάζουν την εισβολή, γραμμένα από επιστήμονες πληροφορικής, οικονομολόγους, φοιτητές, καθηγητές. Οι διαδηλώσεις έχουν ήδη οδηγήσει σε περισσότερες από 15.000 συλλήψεις, τα σπίτια των αντιφρονούντων μαρκάρονται με ένα γιγάντιο «Ζ», η λογοκρισία λειτουργεί εντατικά και οι εφημερίδες αναγκάζονται να κυκλοφορούν με λευκές σελίδες, να κλείνουν, να εξορίζονται στη Λετονία, υπό το βάρος της σουρεαλιστικής υποχρέωσης να περιγράφουν τα πράγματα με τις λέξεις που επιλέγει η εξουσία: η οποία, μην μπορώντας να εμποδίσει τους δημοσιογράφους να βλέπουν, απαγορεύει στους αναγνώστες να κατανοούν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ετσιο Μάουρο.
Αναπόφευκτα η ρωσική κοινωνία εξακολουθεί να είναι μια κοινωνία «ακρωτηριασμένη» τόσο ενημερωτικά όσο και συνειδησιακά, με τους πολίτες να καλούνται, όπως στη σοβιετική εποχή, να αναζητούν ενημέρωση σε υπόγειους διαύλους, σε ένα μυστικό δίκτυο όπου είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το αληθές από το ψευδές, τις φήμες και τις διαδόσεις από τις πληροφορίες και τις ειδήσεις, τις υποψίες από τα κουτσομπολιά.
Κάνοντας λόγο για «deformacija» (παραμόρφωση), ο ιταλός δημοσιογράφος που κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του υπήρξε και ανταποκριτής στη Μόσχα (την τριετία πριν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ) γράφει πως, ενώπιον αυτού του κενού πληροφόρησης και ενημέρωσης, οι υπηρεσίες ασφαλείας της σύγχρονης Ρωσίας αποκαλύπτουν πως έχουν μεγάλο ταλέντο, όχι τόσο στην κατασκοπεία της πραγματικότητας, αλλά στην ανακατασκευή της, στη επανεφεύρεσή της σύμφωνα, πάντα, με τα όποια σχέδια του καθεστώτος Πούτιν.
Μέσω αυτής της παραμόρφωσης της πραγματικότητας, το καθεστώς του Πούτιν δεν επιδιώκει να αναισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, αλλά να την κινητοποιήσει, ούτως ώστε από αυτό το δικό του όραμα να προκύψει μια ηθική και πολιτική κρίση, όσον αφορά το πεπρωμένο της Ρωσίας και του λαού της.
Τα γεγονότα επανερμηνεύονται σύμφωνα με τη βούληση του Κρεμλίνου και στο όνομα ενός κράτους, τα θεμέλια του οποίου είναι βαθιά ριζωμένα στην παράδοση, οπότε είναι ένα κράτος «προπολιτικό, νοσταλγικό, λαϊκό. Μάλιστα την τελευταία δεκαετία ο Πούτιν κατάφερε να καθιερώσει στη χώρα μια νέα ρωσική καθεστωτική σκέψη με φιλοσοφικές βάσεις, πάνω στην οποία αναπτύχθηκε μια ηγεμονική πολιτισμική διάσταση η οποία αντικατέστησε την παλιά ιδεολογία. Κάτι έπρεπε να κρατήσει ενωμένη την παλιά και τη νέα Ρωσία, σε μια αιώνια “iskrà”, σε μια ιερή σπίθα που αναδύεται στο αρχαίο κράτος των Ρως του Κιέβου και φτάνει μέχρι σήμερα, τροφοδοτούμενη από την αυταρχική ηγεμονία των τσάρων, από τον σοβιετικό ιμπεριαλισμό των Γενικών Γραμματέων, από την αστυνομική και την οικονομική τεχνοκρατία που βρίσκεται σήμερα στην εξουσία»», εξηγεί ο Μάουρο.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Πούτιν κατάφερε να επαναφέρει στο προσκήνιο, με αυξημένες αρμοδιότητες μάλιστα, και την Ορθοδοξία, η οποία πήρε τη θέση του σοβιετικού αθεϊσμού, ως προστάτιδα των πιο συντηρητικών παραδοσιακών αξιών. Σημείο αναφοράς αυτής της νέας πουτινικής πραγματικότητας αποτελεί η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, «η πιο μεγάλη γεωπολιτική τραγωδία» του περασμένου αιώνα σύμφωνα με τον ρώσο πρόεδρο.
Ο Πούτιν απορρίπτει τον κομμουνισμό «που οδηγεί σε οικονομική στασιμότητα» αλλά αποδέχεται τον σοβιετισμό «ως αυτοκρατορικό σύστημα διαχείρισης». Η ανάκτηση αυτής της αυτοκρατορικής ψυχής της Ρωσίας και η επιστροφή της χώρας στο κλαμπ των υπερδυνάμεων καθησυχάζει και αποζημιώνει τρόπον τινά τον ρωσικό λαό μετά τον υποβιβασμό της πατρίδας του από τη Δύση «σε κρατική οντότητα δεύτερης κατηγορίας».
Αντιθέτως, καθήκον της Ρωσίας είναι να λυτρώσει τον κόσμο, όπως υποστήριζε ο Ιβάν Αλεξάντροβιτς Ιλίν, ο αγαπημένος φιλόσοφος του Πούτιν. Ομως για να μπορέσει να το επιτελέσει, πρέπει πρώτα να ακολουθήσει το πεπρωμένο της, σύμφωνα με όλα όσα επισήμανε στον ρώσο πρόεδρο ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, κυρίως όσον αφορά την ανάγκη διατήρησης της ρωσικής ιδιαιτερότητας σε σχέση με τη Δύση και αντίστασης στη δυτική τυποποίηση των ιδεών.
Επί τουλάχιστον μία δεκαετία, το Κρεμλίνο επιδιώκει να μετατρέψει αυτήν την αντίληψη σε ευρέως διαδεδομένη σκέψη, να τη μετουσιώσει σε συναίσθημα και σε ισχύ. Οσον αφορά την αντίδραση της Δύσης, «πρέπει να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι η πραγματικότητα είναι τελικά πιο δυνατή από την προπαγάνδα», γράφει ο Μάουρο.
Επισημαίνει, ωστόσο, ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ αυτό που έχει δηλώσει ο ρώσος δημοσιογράφος Ντμίτρι Μουράτοφ. «Η προπαγάνδα είναι σαν την πυρηνική ακτινοβολία. Δεν είναι δυνατόν να βρίσκεσαι κοντά στο μπλοκ νούμερο 4 του πυρηνικού σταθμού του Τσερνόμπιλ και να μην προσβληθείς. Ετσι, δεν μπορείς να ζεις στη Ρωσία και να γλιτώσεις από τις συνέπειες της προπαγάνδας», έχει πει ο βραβευμένος με Νομπέλ Ειρήνης διευθυντής της ανεξάρτητης εφημερίδας «Novaya Gazeta», η οποία στα τέλη του προηγούμενου μήνα ανακοίνωσε ότι αναστέλλει την έκδοσή της έως το τέλος της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στη Ρωσία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News