Είναι ο designer που έδωσε στον κόσμο το «greige», που σχεδιάζει εσωτερικούς χώρους τόσο μινιμαλιστικούς, ώστε θυμίζουν ιαπωνικό τεϊοποτείο, και το όνομα του οποίου είναι ουσιαστικά συνώνυμο με την ιταλική ανωτερότητα. Ο Τζόρτζιο Αρμάνι, ωστόσο, είναι επίσης ένας από τους τελευταίους θεματοφύλακες της υψηλής παρισινής μόδας και του γεμάτου φρου φρου βασιλείου της, τα οποία μέχρι πρότινος απέφευγε συστηματικά… Τι άλλαξε και πώς τα κατάφερε;
Η απόφασή του να δημιουργήσει το Privé (μετάφραση: ιδιωτικό) –ένα όνομα που επιλέχθηκε «με την έννοια του σπάνιου, του ιδιαίτερου και μιας στιγμής προσωπικού προνομίου», όπως εξηγεί ο ίδιος– εξέπληξε τους πάντες το 2005. Ο άνθρωπος που είχε φτιάξει μια αυτοκρατορία δισεκατομμυρίων δολαρίων ντύνοντας τις γυναίκες με άνετα κοστούμια και φαρδιά παντελόνια, κάνει πλέον επιδείξεις μόδας, που το τέλος τους θυμίζει προτάσεις γάμου σε μυθιστορήματα της Τζέιν Όστιν, με τουαλέτες και πέπλα από τούλι μακριά όσο ο Σηκουάνας, γράφει στην Telegraph ο Οσμάν Αχμέντ.
«Πρέπει να ομολογήσω ότι στην αρχή ήμουν λίγο νευρικός», παραδέχεται ο κ. Αρμάνι που γιορτάζει τα 15 χρόνια από την ίδρυση του οίκου Armani Privé, η οποία σηματοδότησε επίσης την πρώτη του επίδειξη στο Παρίσι. «Νομίζω ότι μου συνέβη επειδή ήταν μια νέα επιχείρηση. Οι άνθρωποι συχνά κάνουν το λάθος να με θεωρούν κάποιον που είναι αντίθετος με τον τύπο του κόσμου τον οποίο αντιπροσωπεύει η υψηλή ραπτική – έναν κόσμο λάμψης και επίδειξης. Λοιπόν, είναι αλήθεια ότι δεν μου αρέσει η υπερβολή και αποφεύγω την περιττή διακόσμηση υπέρ μιας πιο ουσιαστικής προσέγγισης. Αλλά το glamour… καταλαβαίνω ότι οι γυναίκες θέλουν να φαίνονται όμορφες και να νιώθουν ξεχωριστές», αποκαλύπτει.
Τίποτα δεν είναι πιο ξεχωριστό από τα «Ηλύσια Πεδία» της υψηλής ραπτικής, όπου κάθε ένδυμα είναι απόλυτα χειροποίητο, κατασκευάζεται από τα καλύτερα υφάσματα και προσαρμόζεται στο σώμα της κάθε γυναίκας, ώστε να είναι τέλειο πάνω της: μιλάμε, δηλαδή, για ρούχα μοναδικά, κατάλληλα για το παραμύθι μιας πραγματικής ζωής. Αλλά μέχρι το 2005, ήταν ένα παραμύθι που φαινόταν εντελώς ξεπερασμένο.
Ηδη το 1964, η Μπριζίτ Μπαρντό είχε δηλώσει ότι η υψηλή ραπτική ήταν για «γιαγιάδες». Λίγο αργότερα, ο Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα έκλεισε το ατελιέ του, δηλώνοντας ότι «δεν έμεινε καμιά για να την ντύσω». Το 2002, είπε adieu και ο Ιβ Σεν Λοράν, περιφρονώντας τη θεατρικότητα των νεότερων συναδέλφων του (Γκαλιάνο, Γκοτιέ, ΜακΚουίν κ.ά.), ενώ τον περασμένο Ιανουάριο αποχώρησε και ο Γκοτιέ.
Ο 86χρονος Αρμάνι μπορεί να άργησε να εμφανιστεί στις γαλλικές πασαρέλες (γιόρταζε τα 70ά γενέθλιά του όταν το έκανε), τώρα, όμως, είναι ένας από τους τελευταίους φημισμένους, από τους λίγους που επιτρέπει το γαλλικό υπουργείο Βιομηχανίας να αυτοαποκαλούνται couturiers, και από τους μόλις επτά που δεν εδρεύουν στο Παρίσι: το 50 ατόμων ατελιέ του οίκου του βρίσκεται στο Μιλάνο. Σε μια εποχή πολυεθνικών αλυσίδων ενδυμάτων και «υπερηχητικά γρήγορης» μόδας (fast fashion) με παράδοση την επόμενη μέρα, η υψηλή ραπτική παραμένει η επιτομή της «αργής μόδας» (slow fashion).
«Το Privé είναι ίσως η απόλυτη έκφραση της επιθυμίας μου να βάλω φρένο», υποστηρίζει ο designer, ο οποίος κατακρίνει τον επιταχυνόμενο ρυθμό της μόδας και την υπερβολική σπατάλη, «[Είναι] ένα προϊόν που θα το κρατήσετε και θα το φοράτε για χρόνια και θα το λατρέψετε. Η πολυτέλεια χρειάζεται χρόνο… για να επιτευχθεί και να εκτιμηθεί. Η πολυτέλεια δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι γρήγορη. Ετσι θα μπορούσατε να πείτε ότι το Armani Privé συμβολίζει τη στάση “Θέλω να επιβραδύνω το σύστημα μόδας”», λέει.
Πράγματι, δεν γίνεται πιο αργά από ό,τι στον οίκο Privé, όπου τα μοντέλα περπατούν χαλαρά σε πασαρέλες από καθρέφτες σε σκηνικό Λουι Κενζ. Και είναι, μάλλον, τα τελευταία μοντέλα που σταματούν και περιστρέφονται μπροστά στο κοινό, ό,τι καλύτερο δηλαδή για την πελατεία του, που έτσι μπορεί να παρατηρεί προσεκτικά τους ώμους παγόδα (υπογραφή του μεγάλου ιταλού μόδιστρου), τις εφαρμοστές τουαλέτες από πολύτιμο σατέν ύφασμα στο χρώμα της σαμπάνιας, και τις περίτεχνα διακοσμημένες ουρές σε στυλ γοργόνας.
Η επίδειξή του είναι, επίσης, μία από τις τελευταίες στις οποίες το κοινό χειροκροτεί ένα ένα τα μοντέλα: «Οσο εκλεπτυσμένα ή μοναδικά κι αν είναι τα ρούχα μου, πρώτα από όλα φοριούνται πάντα», λέει ο δημιουργός τους, μιλώντας σαν αληθινός ράφτης.
Με τα χρόνια, τα μέρη στα οποία φοριούνται αυτά τα ρούχα έχουν αλλάξει τρομερά. Ενώ ο Ιβ Σεν Λοράν υποτιμούσε τη νεόπλουτη πελατεία που είχε αντικαταστήσει τις grandes dames του παρελθόντος, η επιτυχία του Τζόρτζιο Αρμάνι οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι αγκάλιασε τους Ασιάτες, στέλνοντας τις συλλογές του στο Χονγκ Κονγκ και το Ντουμπάι από την αρχή.
Η τιμή των 40.000 ευρώ για μια μπλούζα ή των 100.000 ευρώ για την παραγγελία μιας μοναδικής τουαλέτας, θεωρείται μικρή από τις πελάτισσές του, που ταυτόχρονα εξασφαλίζουν ότι δεν θα βρεθούν αντιμέτωπες με κάποια άλλη celebrity (αναμφίβολα), ντυμένη με το ίδιο φόρεμα…
Ωστόσο, το Λος Άντζελες είναι ο πιο σημαντικός προορισμός της συλλογής Privé. Ο οίκος Armani υπήρξε πάντα πρωτοπόρος στο ντύσιμο του Χόλιγουντ (τη δεκαετία του 1980 χρησιμοποίησε διαφημιστές celebrity στην μπουτίκ του στο Ροντέο Ντράιβ). Μάλιστα οι περισσότεροι νικητές της βραδιάς των Όσκαρ, άνδρες και γυναίκες, παραλαμβάνουν το χρυσό αγαλματίδιο ντυμένοι αποκλειστικά από τον ιταλό μόδιστρο. Όπως το έθεσε η Αννα Γουίντουρ της αμερικανικής Vogue, «ο Αρμάνι έδωσε μοντέρνα εμφάνιση στους κινηματογραφικούς αστέρες».
Το κόκκινο χαλί είναι «το φυσικό περιβάλλον» του Privé: «Είναι ένα σκηνικό που τοποθετεί αυτά τα ειδικά ρούχα σε ένα λαμπερό πλαίσιο, όπου μπορούν να προβληθούν φορεμένα από μερικές από τις πιο ταλαντούχες γυναίκες του κόσμου», λέει ο Αρμάνι.
Πράγματι, σταρ όπως η Κέιτ Μπλάνσετ, η Βαϊόλα Ντέιβις και η Τζούλια Ρόμπερτς φορούν συστηματικά τις τουαλέτες του. Η στυλίστριά τους Ελίζαμπεθ Στιούαρτ επιβεβαιώνει τη «σημαντική συνεισφορά του κ. Αρμάνι στο τοπίο του κόκκινου χαλιού».
«Συνήθως, χρειάζονται τρεις πρόβες και αρκετές εβδομάδες για να τελειοποιηθεί μια τουαλέτα κατά παραγγελία», εξηγεί η Στιούαρτ για τα φορέματα, η δημιουργία των οποίων μπορεί να απαιτήσει έως και 3.000 ώρες εργασίας. «Ο Armani Privé έχει τόσο εξειδικευμένα “χέρια” [μοδίστρες], ώστε οι δημιουργίες του συνήθως ταιριάζουν σχεδόν τέλεια από την πρώτη πρόβα και, στη συνέχεια, είναι απλώς θέμα τροποποίησης».
Ο Τζόρτζιο Αρμάνι είναι αναμφίβολα ιδιοφυής. Οι εμφανίσεις των ηθοποιών με τα ρούχα του σε συνδυασμό με τις επιδείξεις του οίκου Privé προσφέρουν μια ανεκτίμητη δημοσιότητα η οποία, όπως το θέτει ο ίδιος, πουλάει τελικά το «σύνθετο παζλ που αποτελεί τον Armani», μαζί με τα άλλα κομμάτια, όπως καλλυντικά, αρώματα, τζιν, ξενοδοχεία, είδη σπιτιού, nightclubs, ακόμη και λουλούδια και κέικ…
Η ειρωνεία είναι, βέβαια, ότι η δημοσιότητα κάθε άλλο παρά ιδιωτική είναι (Privé): «Πάντα είχα το όνειρο για έναν συνολικό τρόπο ζωής Armani, ένα ευρύ φάσμα από projects μέσω των οποίων θα μπορούσα να εκφράσω και να εξερευνήσω την αισθητική μου», ισχυρίζεται ο μετρ, με το εκπληκτικό επιχειρηματικό πνεύμα του ανθρώπου που δημιούργησε (και κατέχει) μια επιχείρηση αξίας 2 δισ. δολαρίων. Και η υψηλή μόδα μπορεί να είναι ένα μικρό μέρος των επιχειρήσεών του, πλην όμως βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας, κάθε στοιχείο της οποίας εξακολουθεί να επιβλέπει ο ίδιος προσωπικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News