1561
Ο Τζον Γουέιν ουρλιάζει σε σκηνή της ταινίας του 1948 «Κόκκινο Ποτάμι» | Corbis via Getty Images

Ο Τζον Γουέιν, αυτός ήταν η πραγματική ντροπή των Οσκαρ

Protagon Team Protagon Team 20 Αυγούστου 2022, 23:30
Ο Τζον Γουέιν ουρλιάζει σε σκηνή της ταινίας του 1948 «Κόκκινο Ποτάμι»
|Corbis via Getty Images

Ο Τζον Γουέιν, αυτός ήταν η πραγματική ντροπή των Οσκαρ

Protagon Team Protagon Team 20 Αυγούστου 2022, 23:30

Η τελετή των Οσκαρ του 1973 έχει μείνει αξέχαστη εξαιτίας του Μάρλον Μπράντο. Ο σπουδαίος αμερικανός ηθοποιός όχι μόνο δεν εμφανίστηκε για να παραλάβει το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για το ρόλο του στον «Νονό» αλλά έστειλε στην θέση του μια ινδιάνα ηθοποιό της φυλής των Απάτσι: μπροστά στο έκπληκτο κοινό, η Σάτσιν Λιτλφέδερ άρχισε να διαβάζει την επιστολή-διαμαρτυρία του Μπράντο για την ψεύτικη εικόνα που είχε φτιάξει ο κινηματογράφος για τους αυτόχθονες Αμερικανούς, και τον τρόπο με τον οποίο τους κατασυκοφαντούσε. Τι προσπαθούσε να αποδείξει; Γιατί το έκανε; Μήπως απλώς «δεν μπορούσε να παίξει μπάλα», να εμφανιστεί στην τελετή και να πει κάτι ωραίο, όπως οποιοσδήποτε άλλος;

Ματαιόδοξος, αποστασιοποιημένος  και έχοντας αρχίσει να παχαίνει, ο Μπράντο κατακρίθηκε για τη συμπεριφορά του σε εκείνη την τελετή, η οποία θεωρήθηκε επιεικώς επιδεικτική σε αντίθεση με τη στάση διαμαρτυρίας την οποία υποδήλωνε ο εμβληματικός Τζον Γουέιν, ένας «ταπεινός στρέιτ» τύπος, σε ολόκληρη την κινηματογραφική του παρακαταθήκη.

Πόσο λάθος κάναμε όλοι, γράφει τώρα στην Telegraph ο Τιμ Ρόμπι με αφορμή την πρόσφατη συγγνώμη της Ακαδημίας Κινηματογράφου στη Λιτλφέδερ, η οποία, ωστόσο, έχει καθυστερήσει υπερβολικά. Η διαμαρτυρία της ήταν έγκυρη, ο λόγος της σοβαρός και αξιοπρεπής. Και ο Μπράντο δεν ήταν το μαύρο πρόβατο της υπόθεσης, αλλά ο στοχαστικός σύμμαχος σε μια υπόθεση ζωτικής σημασίας.

H Σάτσιν Λιτλφέδερ με την την επιστολή-διαμαρτυρία του Μπράντο στα χέρια, στη τελετή των Βραβείων Οσκαρ του 1973 (Hulton Archive/Getty Images)

Ο πραγματικός αντίπαλος, τώρα που είδαμε ξεκάθαρα την αλήθεια, ήταν για την ακρίβεια ο Τζον Γουέιν, ο οποίος ήταν παρών στην τελετή και κατάφερε να συγκρατηθεί σωματικά και να μην φερθεί απειλητικά στην Λιτλεφέδερ. Γιατί ήταν ο αγαπημένος σκληροτράχηλος ηθοποιός των Αμερικανών και αν είχε καταφέρει να σκαρφαλώσει στη σκηνή, θα έπαιζε κορώνα γράμματα τη φήμη του.

Η θέση του σε ένα ιδεολογικά διχασμένο Χόλιγουντ ήταν γνωστή σε όλους· ουσιαστικά ταυτιζόταν με τον ρόλο του στο «Αλαμο» (1960). Στην επική ιστορική ταινία της οποίας ήταν επίσης παραγωγός και σκηνοθέτης, ο Τζον Γουέιν υποδύθηκε τον Ντέιβι Κρόκετ, λαϊκό ήρωα από το Τενεσί, σκληροπυρηνικό πατριώτη και υποστηρικτή των συνόρων, ο οποίος φθάνει στο Αλαμο με μια ομάδα εθελοντών για να υπερασπιστούν το οχυρό.

Με την πάροδο του χρόνου ο Τζον Γουέιν, έγινε σχεδόν brand name, ιδανικό σύμβολο του σκληρού άνδρα, ακόμη και όταν οι καλύτερες ταινίες του έβρισκαν τρόπους να σκαλίσουν κάτω από το αρχέτυπο. Σκηνοθέτες όπως ο Χάουαρντ Χοκς (ειδικά στο «Κόκκινο Ποτάμι», 1948) και ο Τζον Φορντ (στην «Αιχμάλωτο της ερήμου», 1952 και τον «Ανθρωπο που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλας», 1962), χρησιμοποίησαν τον Γουέιν σαν ανυποχώρητο ογκόλιθο που ξεχώριζε, εκθέτοντας με αυτό τον τρόπο την Αμερική ως πεδίο μάχης σημαδεμένο από αντιφάσεις.

Mε τον Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ στην ταινία «Αλαμο», το 1969 (MGM)

Μεταξύ του πρώτου πρωταγωνιστικού του ρόλου στο γουέστερν του Ραούλ Γουόλς «The Big Trail» (1930) και της τελευταίας ίσως πιο σημαντικής ερμηνείας του στο επίσης γουέστερν του Ντολ Σίγκελ «Με το χέρι στη σκανδάλη» (1976), ο Τζον Γουέιν γύρισε 150 ταινίες, στη συντριπτική πλειοψηφία τους γουέστερν και πολεμικά έπη, δημιουργώντας μια περσόνα αδιάλλακτη και εξίσου λατρεμένη από το κοινό. Η Τζόαν Ντίντιον τον τίμησε το 1965, εξηγώντας το γιατί σε ένα άρθρο της στην εφημερίδα Saturday Evening Post, με τίτλο «John Wayne: A Love Song».

«Σε αυτό το τέλειο καλούπι», έγραψε δοξαστικά η Ντίντιον για τον Γουέιν, «ίσως έχουν χυθεί οι ανέκφραστες επιθυμίες ενός έθνους, που αναρωτιόταν σε ποιο ακριβώς πέρασμα είχε χαθεί το μονοπάτι». Και ο Τζίμι Στιούαρτ, συμπρωταγωνιστής του σε τρεις ταινίες, είπε ότι οι ταινίες του Γουέιν αποτύπωσαν «όχι το πώς ήταν τα πράγματα, αλλά πώς θα έπρεπε να είναι».

Ωστόσο αυτό δεν ήταν ένα συναίσθημα που συμμερίστηκαν οι Ινδιάνοι της Αμερικής, τους οποίους ο Τζον Γουέιν κατέσφαξε μαζικά στην οθόνη. Η διαμαρτυρία του Μπράντο και της Λιτλφέδερ είχε σκοπό να τονίσει ακριβώς αυτό το γεγονός, έστω κι αν ελάχιστοι τους υποστήριξαν εκείνη τη στιγμή, επισημαίνει στην Telegraph ο Τιμ Ρόμπι. (Και ο Γουέιν ήταν ένας από αυτούς που δυσφόρησαν).

Εκτός οθόνης, εξάλλου, ο Τζον Γουέιν μνημονεύεται πλέον ως ένας τρομερός μεγαλομανής με άθλιες απόψεις, οι πιο άσχημες από τις οποίες αποκαλύφθηκαν σε μια συνέντευξή του το 1971 στο Playboy: «Πιστεύω στην υπεροχή των λευκών έως ότου οι μαύροι εκπαιδευτούν σε ένα σημείο ευθύνης», υποστήριξε. Η αρπαγή γης από τους ιθαγενείς της Αμερικής ήταν επίσης δικαιολογημένη κατά τη γνώμη του επειδή «προσπαθούσαν εγωιστικά να την κρατήσουν για τον εαυτό τους» (Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν το 2019 στην Washington Post, και τον Independent όταν screenshots της συνέντευξης ανέβηκαν στο Twitter και έγιναν viral).

Επί χρόνια, ο Γουέιν είχε καταφέρει να καταπολεμήσει τα δύο μεγάλα Κ, τον καρκίνο και τον κομμουνισμό, ώσπου τελικά υπέκυψε στο πρώτο. Ηταν ένθερμος υποστηρικτής του Μακαρθισμού και από το 1949 μέχρι το 1953 υπήρξε πρόεδρος της Motion Picture Alliance for the Preservation of American Ideals. Στο πολιτικό θρίλερ «Κεραυνός στη Χαβάη» («Big Jim McLain», 1952), έπαιξε, μάλιστα, τον Τζιμ ΜακΛέιν έναν ερευνητή της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων (HUAC), που κυνηγούσε κομμουνιστές στη μεταπολεμική Χαβάη.

Στην ταινία «Πράσινα Μπερέ», το 1968 (Warner Bros)

Ο Γουέιν δεν παρέλειπε ποτέ να κάνει προεκλογική εκστρατεία για όποιον ήταν ο πιο αντιδραστικός ρεπουμπλικανός υποψήφιος. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το 1960 ψήφισε τον Νίξον, σχολίασε θετικά την εκλογή του Τζον Φ. Κένεντι: «Δεν τον ψήφισα, αλλά είναι ο πρόεδρός μου και ελπίζω να κάνει καλή δουλειά», δήλωσε.

Και στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Γουέιν δεν έχασε την ευκαιρία να υποστηρίξει τη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ. Την περίοδο της κορύφωσης της αμερικανικής εμπλοκής, σκηνοθέτησε μαζί με τον Ρέι Κέλογκ τα «Πράσινα Μπερέ» (1968) -και πρωταγωνίστησε επίσης-, για να αποκρούσει το ανερχόμενο κύμα του αντιπολεμικού κλίματος των χίπις. Ηταν μια ρατσιστική ταινία γύρω από τις «πατριωτικές» περιπέτειες των «πρασινοσκούφηδων», των κομάντο του αμερικανικού στρατού, που αποδείχτηκε μεν εμπορική επιτυχία αλλά απέτυχε στην κριτική.

Κι όμως, ήταν ο ίδιος άνθρωπος, που έκανε ότι μπορούσε για να αποφύγει τη στράτευσή του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια απόφαση για την οποία ο Τζον Φορντ -ο οποίος έσπευσε να υπηρετήσει- δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ. Ο Γουέιν είχε μόλις αναδειχθεί χάρη στο γουέστερν του Φορντ «Ταχυδρομική άμαξα» (1939) και ανησυχούσε ότι αν πήγαινε να πολεμήσει θα σταματούσε την καριέρα του, που μόλις ξεκινούσε. Σκέφτηκε επίσης ότι η δημιουργία ταινιών για την υποστήριξη των στρατευμάτων ήταν το πιο πατριωτικό πράγμα, που μπορούσε να κάνει…

Ωστόσο για κάποιους, ο Τζον Γουέιν δεν ήταν παρά ένας τύπος που απέφυγε παράνομα τη στράτευση. Με πλήρη αμφίεση καουμπόη εκτός σκηνής, αποδοκιμάστηκε τρομερά από αμερικανούς πεζοναύτες στις περιοδείες USO που έκανε το 1942 και το 1943. Μετά από αυτή την ταπείνωση, λοιπόν, αφιέρωσε πολύ μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής του καριέρας, παλεύοντας σε κάθε πιθανό θέατρο πολέμου, από το οποίο είχε δραπετεύσει στην πραγματική ζωή.

Στην ταινία «Αληθινό Θράσος» το 1969 που του χάρισε το Οσκαρ Καλύτερου Ηθοποιού (Paramount Pictures)

Παρόλο που εξαιτίας των ακροδεξιών θέσεών του ήταν μια βαθιά διχαστική φιγούρα στο Χόλιγουντ, ο Γουέιν τιμήθηκε το 1970 με το Οσκαρ Καλύτερου Ηθοποιού για την ερμηνεία του στο «Αληθινό Θράσος» («True Grit»), που δεν ήταν η καλύτερη ταινία του, όπως γκρίνιαξε ακόμα και ο ίδιος ο σταρ, υπερισχύοντας των δύο υποψηφίων πρωταγωνιστών του «Καουμπόι του Μεσονυκτίου», που κατ’ εκτίμησή του ήταν, «μια ιστορία για δυο “αδελφές”»…

Και όμως η ομοφοβία του είχε συγκεκριμένη προέλευση. Στα γυρίσματα της «Ταχυδρομικής άμαξας», η καθοδήγηση του Φορντ ήταν άγρια: «Δεν μπορείς να περπατάς, αντί να χοροπηδάς σαν νεράιδα;» του είπε έξαλλος ο σκηνοθέτης. Εκείνη τη στιγμή ο ηθοποιός άλλαξε το βάδισμά του σε αυτό που θα γινόταν σήμα κατατεθέν του για το υπόλοιπο του βίου του.

Για δύο γενιές, γράφει ο Τιμ Ρόμπι στην Telegraph, ο Γουέιν διατήρησε την εύνοια του κοινού· σε γενικές γραμμές ήταν το αγαπημένο σύμβολο του σκληροτράχηλου αμερικανού άντρα. Η κατασκευή αυτής της εικόνας ήταν, άλλωστε, η κύρια απόδειξη της υποκριτικής του ικανότητας: γεννημένος το 1907, ως Μάριον Μόρισον, δημιούργησε τον Τζον Γουέιν…

Η Αμερική, επισημαίνει ο Ρόμπι, οικοδομήθηκε πάνω στα απλά δίπολα για το καλό και το κακό, εξ ου και η ακαταμάχητη προσβολή «μη-Αμερικανός», βασικά για οτιδήποτε δεν άρεσε στον Τζον Γουέιν. Αυτές οι διχογνωμίες είναι ένας τρόπος να ξεπλύνουν πιο περίπλοκες αλήθειες σχετικά με το ηθικό σφάλμα, όπως ακριβώς το «αμερικάνικο όνειρο», το οποίο παρέχει μια εκθαμβωτική κάλυψη για όλες τις σκληρότητες ή τα λάθη που μπορεί να διαπράξει ένας Τομ Μπιουκάναν στον «Υπέροχο Γκάτσμπι» ή ένας Τσαρλς Φόστερ Κέιν στον «Πολίτη Κέιν» κατά την απόκτησή του πλούτου και της δύναμης.

Αυτοί οι θεμελιώδεις μύθοι μπορεί να έχουν ένα υπόβαθρο πολύ πιο αντιφατικό από ό,τι πιστεύουμε. Και έτσι ένας άνθρωπος που αγαπήθηκε από γενιές σαν ένα είδος αυστηρού πατριάρχη καβάλα στ’ άλογο, είναι επίσης φοβισμένος, παρανοϊκός με την εικόνα του και απελπισμένος στην προσπάθειά του να σκιαγραφεί τα θύματά του ως κοινό εχθρό. Ο Μάρλον Μπράντο πέτυχε αναλύοντας τις αδυναμίες των ανδρών που υποδυόταν, αντίθετα ο Τζον Γουέιν επέμενε αμείλικτα να τις απαγορεύει, παρά τα δικά του ελαττώματα. Και κάπως έτσι οι ήρωες του 20ου αιώνα με τις μεγαλύτερες βεβαιότητες για τα πάντα τελειώνουν σαν δυο φορές κακοί …

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...