Ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ έγινε γνωστός στην Ελλάδα όταν τα σχέδια του αρχιτεκτονικού γραφείου του, David Chipperfield Architects, επικράτησαν στον διεθνή διαγωνισμό για την επέκταση και αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μας. Μερικές φορές, όμως, χρειάζεται ένα ταξίδι στο εξωτερικό για να καταλάβεις τι έχεις στην πατρίδα σου (ακόμη και στη δική του).
Πριν από δέκα χρόνια, το 2013, όταν ο Ντέιβιντ Κάμερον επισκέφθηκε την Ανγκελα Μέρκελ, η γερμανίδα καγκελάριος σύστησε στον τότε βρετανό πρωθυπουργό «έναν από τους πιο διάσημους γερμανούς αρχιτέκτονές μας»… Ποιος ήταν; Ο γεννημένος στο Λονδίνο (και με έδρα το Λονδίνο) σερ Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ, ο οποίος είχε σχεδιάσει πολλά μουσεία στη Γερμανία, καθώς και δικαστήρια στη Βαρκελώνη και μια βιβλιοθήκη στο Ντε Μόιν της Αϊόβα, έργα τα οποία είχαν περάσει μάλλον απαρατήρητα στη γενέτειρά του, τη Βρετανία, γράφει στην βρετανική εφημερίδα The Guardian ο Ολιβερ Γουέινραϊτ.
Και τώρα μόλις, ανακοινώθηκε ότι ο Τσίπερφιλντ τιμήθηκε με το βραβείο Πρίτσκερ 2023, την υψηλότερη διεθνή διάκριση της Αρχιτεκτονικής. Και έγινε πλέον λίγο πιο γνωστός στην πατρίδα του (και στη δική μας). «Είναι μεγάλη τιμή», λέει, στον Guardian μιλώντας από το δεύτερο σπίτι του στη Γαλικία, στη βορειοδυτική Ισπανία, όπου πέρασε μεγάλο μέρος της πανδημίας. «Και επίσης μια μικρή ανακούφιση», προσθέτει.
Αν και ο Τσίπερφιλντ είναι σταθερά μέρος του αρχιτεκτονικού κατεστημένου, έχει κερδίσει αμέτρητους διεθνείς διαγωνισμούς, επιμελήθηκε την Μπιενάλε της Βενετίας και του απονεμήθηκε το χρυσό μετάλλιο Riba, ένιωθε πάντα σαν αουτσάιντερ. «Ως νέος αρχιτέκτονας στην Αγγλία τη δεκαετία του 1980, δεν είχες καμία ευκαιρία», λέει μιλώντας στον δημοσιογράφο του Guardian με αφορμή τη βράβευσή του. «Είχαμε τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον πρίγκιπα Κάρολο, τους δίδυμους πύργους της αρνητικής στάσης απέναντι στο αρχιτεκτονικό επάγγελμα. Εκανα τα τρία πρώτα μου κτίρια στην Ιαπωνία και ακολούθησαν διαγωνισμοί στην Ιταλία και τη Γερμανία. Για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν έχει αλλάξει πραγματικά. Είμαι στον δρόμο από τότε», παρατηρεί.
Τις τελευταίες δεκαετίες σταρ της Αρχιτεκτονικής περιπλανώνται σε όλο τον κόσμο ανταγωνιζόμενοι με όλο και πιο καινοτόμες φόρμες και «συστρεφόμενη δομική γυμναστική». Ο Τσίπερφιλντ, ωστόσο, παραμένει μια φωνή νηφαλιότητας. Ενώ άλλοι συνάδελφοί του επινόησαν φανταχτερά εμβληματικά κτίρια, εκείνος ακολούθησε μια αυστηρή μορφή μοντερνισμού, που αποπνέει αξιοπρέπεια και σοβαρότητα. Οπως αναφέρει η ανακοίνωση του Πρίτσκερ, τα κτίριά του «χαρακτηρίζονται πάντα από κομψότητα, αυτοσυγκράτηση, αίσθηση μονιμότητας και εκλεπτυσμένης λεπτομέρειας», προσθέτοντας ότι «σε μια εποχή υπερβολικής εμπορευματοποίησης, υπερβολικού σχεδιασμού και υπερβολής γενικότερα, μπορεί πάντα να πετύχει ισορροπία».
Η λιτότητα του Τσίπερφιλντ μπορεί να είναι πολύ στείρα για κάποιους: τα έργα του στη Γερμανία έχουν κατηγορηθεί ότι είναι πολύ κοντά στο φασιστικό παρελθόν της χώρας. Αλλά είναι στα καλύτερά του, όταν εργάζεται με υπάρχουσες δομές, ιδιαίτερα εκείνες που είναι γεμάτες με ιστορία (όπως το Εθνικό μας Μουσείο).
Το project που καθορίζει την καριέρα του παραμένει η συναρπαστική ανακατασκευή του Neues Museum στο Βερολίνο, το οποίο είχε βομβαρδιστεί από τη RAF κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Ολοκληρώθηκε το 2009, αποφεύγοντας τόσο την ιστορική αναπαράσταση όσο και την κλισέ αντιπαράθεση των ερειπίων με μια σύγχρονη επέκταση. Αντίθετα, ο Τσίπερφιλντ ανέπτυξε μια ποιητική αρχαιολογική προσέγγιση, με τον ειδικευμένο σε έργα συντήρησης αρχιτέκτονα Τζούλιαν Χάραπ να συγχωνεύει με επιτυχία θραύσματα του υπάρχοντος κτιρίου με τολμηρές νέες παρεμβολές, καθιστώντας μερικές φορές δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιος έκανε τι.
«Αλλαξε τη ζωή τη δική μου και της ομάδας μου», λέει ο Τσίπερφιλντ για το Νέο Μουσείο του Βερολίνου., «Ηταν ένα διδακτορικό στη διαδικασία και πώς να συνεργαζόμαστε πραγματικά. Η γενιά μου ενδιαφερόταν πάντα για το προϊόν, αλλά πιστεύω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τώρα ότι πρέπει να εστιάζουμε στη διαδικασία», τονίζει.
Ενας συντηρητικός λονδρέζος αρχιτέκτονας
Γεννημένος στο Λονδίνο το 1953, ο Ντέιβιντ Αλαν Τσίπερφιλντ μεγάλωσε σε μια φάρμα στο Ντέβον και πέρασε τα παιδικά του χρόνια με το όνειρο να γίνει κτηνίατρος. Φοίτησε στο οικοτροφείο του Ουέλινγκτον, όπου λέει ότι ήταν «απελπισμένος με τα μαθήματα», αλλά διέπρεψε στον αθλητισμό και την τέχνη. Δεν μπόρεσε να μπει στο πανεπιστήμιο και έτσι πήγε στο Kingston School of Art στο Λονδίνο και στη συνέχεια στη σχολή Architectural Association (ΑΑ), μια εστία πρωτοποριακών ιδεών εκείνη την εποχή, στις οποίες αντέδρασε σθεναρά. «Στο Κίνγκστον», λέει, «ήμουν αρκετά πειραματικός και προσπάθησα να ξεσπάσω. Αλλά δεδομένης της ελευθερίας της ΑΑ, έγινα πολύ συντηρητικός. Προσπάθησαν να με απογοητεύσουν, αλλά ευτυχώς η Ζάχα Χαντίντ ήταν υπέρ μου».
Ο Τσίπερφιλντ διαμορφώθηκε δουλεύοντας επί χρόνια με τον Ρίτσαρντ Ρότζερς και τον Νόρμαν Φόστερ, πλάι στους οποίους «έμαθα να κάνω τα πράγματα πιο σημαντικά από όσο χρειαζόταν», λέει. «Και τα δύο αυτά γραφεία είχαν μεγάλη εμμονή να κάνουν περισσότερα από αυτά που σου ζητούσαν», προσθέτει. Η εμμονική προσοχή στη λεπτομέρεια -μερικές φορές παρά τις επιθυμίες των πελατών και στα όρια των προϋπολογισμών- θα γινόταν ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του.
Ξεκινώντας το δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο το 1985, ο Τσίπερφιλντ τράβηξε το βλέμμα του σχεδιαστή μόδας Ισέι Μιγιάκε, ο οποίος του ανέθεσε τον σχεδιασμό του καταστήματός του στη Σλόαν Στριτ -ήταν η πρώτη του παραγγελία- που οδήγησε σε 18 μήνες στην Ιαπωνία για τον σχεδιασμό εσωτερικών χώρων «καταστημάτων σε πολυκαταστήματα». Αλλά οι διασυνδέσεις του Μιγιάκε οδήγησαν σε μεγαλύτερες αναθέσεις, συμπεριλαμβανομένου του Gotoh Museum, ενός εντυπωσιακού μουσείου από σκυρόδεμα και του Toyota Auto Kyoto, ενός κτιρίου γραφείων για την Toyota που μοιάζει με καταφύγιο. «Εφτιαξα την αρχή της καριέρας μου με έναν μάλλον ψεύτικο τρόπο», παραδέχεται ο Τσίπερφιλντ. «Με τους εσωτερικούς χώρους καταστημάτων, τα έργα στην Ιαπωνία και κάποιες συμμετοχές σε διαγωνισμούς, μπορούσες να δημιουργήσεις την εντύπωση –ταχυδακτυλουργικά– ότι είχα ένα πραγματικό γραφείο».
Ωστόσο, ήταν αρκετό για να πειστούν οι ιταλικές αρχές, οι οποίες μετά από τρεις μεγάλους δημόσιους διαγωνισμούς, του ανέθεσαν το νεκροταφείο Σαν Μικέλε στη Βενετία, το μουσείο MUDEC στο Μιλάνο και τα δικαστήρια του Σαλέρνο – «που ακόμα τελειώνουμε, 22 χρόνια μετά», λέει στον Guardian. Hταν επίσης αρκετό για το Βερολίνο να τον προσθέσει στη σύντομη λίστα του για το Neues Museum («ένας διαγωνισμός που είχε στηθεί πλήρως για να κερδίσει ο Φρανκ Γκέρι», λέει).
Ενώ αυτή η 16χρονη προσπάθεια τον έκανε εθνικό ήρωα της Γερμανίας, μια παράλληλη εμπειρία στο Ηνωμένο Βασίλειο λέει πολλά για τη διαφορά στην κουλτούρα των προμηθειών. Το 2001, ανατέθηκε στον Τσίπερφιλντ ο σχεδιασμός των κεντρικών γραφείων του BBC Scotland, για να παραμεριστεί, όμως, στη συνέχεια από το γνωστό γραφείο Keppie, οδηγώντας σε λούμπεν και χοντροκομμένα σχέδια. Ωστόσο, είχε την ευκαιρία να αποκτήσει αλλού στο Ηνωμένο Βασίλειο, πιο φωτισμένους πελάτες: Το 2011 εγκαινιάστηκαν οι πινακοθήκες του, Turner Contemporary στο Μάργκεϊτ, η οποία στέκεται στην ακτή σαν ένα απότομα λαξευμένο παγόβουνο, και Hepworth Wakefield, που αναδύεται από τα νερά του ποταμού Κάλντερ ως ένα πελεκημένο σύμπλεγμα από τσιμεντένιους πύργους, επεκτείνοντας το τοπικό μεταβιομηχανικό πλαίσιο.
Ακολούθησαν μουσεία στο Μιζούρι και την Πόλη του Μεξικού, και ένα τεράστιο οικοδομικό τετράγωνο γραφείων στη Σεούλ, ενώ πίσω στο Λονδίνο έστρεψε τις χειρουργικές του δεξιότητες για να αναλύσει τον δαιδαλώδη λαβύρινθο της Βασιλικής Ακαδημίας. Ο Τσίπερφιλντ έχει τώρα περίπου 250 υπαλλήλους σε γραφεία στο Λονδίνο, το Βερολίνο, το Μιλάνο και τη Σαγκάη, αλλά η καρδιά του χτυπάει πραγματικά στο Κορουμπέδο, ένα μικρό ψαροχώρι στα βορειοδυτικά της Ισπανίας, στη Γαλικία, όπου ο σπουδαίος βρετανός αρχιτέκτονας έχει πολλά ακίνητα και ένα μπαρ!
«Προσπαθώ να δημιουργήσω ένα διαφορετικό είδος δημόσιας υπηρεσίας εδώ», λέει στον Ολιβερ Γουέινραϊτ του Guardian, αναφερόμενος στο ίδρυμα Fundación RIA, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό, που ίδρυσε το 2017 και στον οποίο η κυβέρνηση της Γαλικίας ανέθεσε πρόσφατα την επίβλεψη του σχεδίου περιφερειακής ανάπτυξης. Το ίδρυμα μετατρέπει ένα μεγάλο κτίριο στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα σε κέντρο έρευνας, εκθέσεων, εκδηλώσεων και στέγασης φοιτητών, το οποίο πρόκειται να εγκαινιαστεί τον Οκτώβριο. «Βρίσκομαι σε διαφορετικό σημείο της καριέρας μου τώρα», λέει. «Είναι εύκολο για μένα να αξιοποιώ τη θέση μου και να αξιοποιώ το προνόμιό μου, για να δημιουργώ άλλου είδους αξία από αυτά».
Και η τοπική αντίδραση στην τελευταία του επιτυχία; «Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι στο μπαρ θα ενθουσιαστούν πάρα πολύ όταν τους πω για το βραβείο Πρίτσκερ», αστειεύεται. Δεν νομίζω ότι θα είναι μια άγρια νύχτα. Το 2019, όταν βραβεύτηκα ως “Γαλικιανός της Χρονιάς” ήταν κάτι άλλο!», λέει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News