1172
| REUTERS/ CreativeProtagon

Ο Τραμπ, ο κόσμος και η Ελλάδα

|REUTERS/ CreativeProtagon

Ο Τραμπ, ο κόσμος και η Ελλάδα

Οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν περίμεναν τον ορισμό του Τζέι Ντι Βανς ως υποψήφιο αντιπρόεδρο του Ντόναλντ Τραμπ για να ανησυχήσουν. Από τα πρώτα λεπτά που κυκλοφόρησε η φωτογραφία του εκκεντρικού δισεκατομμυριούχου με τη γροθιά υψωμένη, τη δεξιά πλευρά του προσώπου του γεμάτη αίματα, ομοσπονδιακούς πράκτορες να τον φυγαδεύουν και μια αμερικανική σημαία να ανεμίζει εντελώς τυχαία πάνω από το κεφάλι του, η ελπιδοφόρα αμφιβολία μετατράπηκε σε βεβαιότητα. Στις αρχές του 2025, ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών θα περνά ξανά το κατώφλι του Λευκού Οίκου – άνευ εξαιρετικά μεγάλου απροόπτου.

Και όμως, στο άκουσμα του ονόματος αυτού του σχετικά νεαρού, ευσεβούς χριστιανού και λάτρη της κάντρι μουσικής γερουσιαστή από το Οχάιο, τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ έσπευσαν να προεξοφλήσουν ότι αν κάποιος χάνει –προφανώς ακόμα περισσότερα– από την επιλογή Βανς, αυτή είναι η Γηραιά Ηπειρος. Ο μεταμοντέρνος απομονωτισμός του Τραμπ περιβάλλεται πλέον από έναν φανατικό υπέρμαχο της απεξάρτησης των Ευρωπαίων από τις ΗΠΑ: «Πρώτα η Αμερική».

Αν αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον δημοσίως και όχι σύσσωμη, η Ευρωπαϊκή Ενωση φοβάται κάτι περισσότερο από το δίδυμο Τραμπ – Βανς, αυτό είναι η διακοπή της χρηματοδότησης της Ουκρανίας. Ο υποψήφιος αντιπρόεδρος, άλλωστε, «πολέμησε», ίσως όσο κανείς άλλος, στον λόφο του Καπιτωλίου, το σχετικό νομοσχέδιο, το οποίο τελικά υπερψηφίστηκε με σημαντική καθυστέρηση και κατόπιν σκληρών διαπραγματεύσεων προκειμένου να παρασχεθούν τα πολυπόθητα 60 δισ. δολάρια στο Κίεβο.

Ο μεν Τραμπ έχει πει επανειλημμένως ότι αν εκλεγεί, ο πόλεμος θα τελειώσει σε λίγες ώρες. Ο δε Βανς διατυμπάνιζε σε μια από τις τελευταίες διασκέψεις ασφάλειας του Μονάχου: «Είναι πλέον σαφές στην Ευρώπη και σε άλλους ότι η Αμερική δεν μπορεί να υπογράφει λευκές επιταγές επ’ αόριστον».

Σύμφωνα με τους στρατιωτικούς αναλυτές που παρακολουθούν από κοντά την πορεία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αν πράγματι οι Αμερικανοί σταματήσουν να στηρίζουν το καθεστώς Ζελένσκι, νομοτελειακά αυτός –ή ο διάδοχός του– θα αναγκαστεί εντός εξαμήνου να καθίσει, ως ηττημένος, στο τραπέζι μιας σκληρής συνθηκολόγησης, στην οποία θα συμπεριλαμβάνεται απώλεια εδαφών. Τότε θα μιλάμε και για μια ήττα της ενωμένης Ευρώπης.

Για τα πιο παλιά μέλη της, που όχι μόνο ξόδεψαν πολλά δισεκατομμύρια, αλλά σπατάλησαν και πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο στο εσωτερικό, θα είναι μια ήττα σε πεδίο αρχών και συμβόλων. Για τους δε πρώην Ανατολικούς θα είναι μια ήττα που υποκρύπτει και υπαρξιακές διαστάσεις. Αν πέρασε του Πούτιν στην Ουκρανία, γιατί να μην κάνει το ίδιο στην Εσθονία ή στη Λετονία;

Από την άλλη, οι Αμερικανοί και ο σκληρός πυρήνας του ΝΑΤΟ θα έχουν πετύχει εν μέρει τον στόχο τους: τη διεύρυνση της Δυτικής συμμαχίας και τη μείωση της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος, ως αποτέλεσμα ενός τουλάχιστον τριετούς πολέμου φθοράς, που δεν ήταν στα αρχικά σχέδια του Πούτιν. Ο δε πρόεδρος Μπάιντεν θα περάσει στην Ιστορία ως αυτός που έφερε την ΕΕ ενώπιον των ευθυνών της. Αν η πλήρης αποκοπή της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο και η δέσμευση για 100 δισ. ευρώ για εξοπλισμούς δεν είναι μια «απότομη ενηλικίωση», τότε τι είναι;

Εδώ υπεισέρχεται το ερώτημα: τι σημαίνει μια τέτοια εξέλιξη για την Ελλάδα και γιατί η κυβέρνηση επιθυμεί διακαώς τη συνέχεια της στήριξης του Κιέβου; «Μας ενδιαφέρει να μην καθιερωθεί μια νέα τάξη πραγμάτων, όπου πλέον η διατήρηση της διεθνούς τάξης, της ειρήνης και της ασφάλειας δεν θα είναι προτεραιότητα» λέει στο protagon έμπειρος διπλωμάτης, με γνώση του τρόπου σκέψης της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών. Ο ίδιος, όμως, προσθέτει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκλείσει κανείς δια παντός τη Μόσχα από τη γεωπολιτική εξίσωση της Ευρώπης. «Η Ρωσία ήταν ανέκαθεν, και θα συνεχίσει να είναι, ανεξαρτήτως καθεστώτος, σημαντικό και αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας» υπενθυμίζει.

Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Αγγελος Συρίγος βάζει στη συζήτηση τη διάσταση του Κυπριακού. Αν η Ρωσία κατακτήσει και προσαρτήσει ουκρανικά εδάφη, τότε θα μπορούσαν «να νομιμοποιηθούν και τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής του 1974 στην Κύπρο» υποστηρίζει. Πράγματι, από την αρχή του πολέμου η Αθήνα έχει αναφερθεί δεκάδες φορές στην ανάγκη ανάσχεσης του αναθεωρητισμού, πολλώ δε μάλλον όταν επί 21ου αιώνα μιλάμε για αλλαγές συνόρων, και μάλιστα επί ευρωπαϊκού εδάφους. Έτσι συμβαίνει όταν γειτνιάζεις με ένα κράτος-επαγγελματία αναθεωρητή.

Αν ο Μπάιντεν είναι, μεταξύ άλλων, κήρυκας υπέρ μιας διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες –έστω τους αμερικανικούς κανόνες–, ο Τραμπ θα μπορούσε να ιδωθεί ως ο απρόβλεπτος διασαλευτής της. Εξ ου και ταιριάζει σε επίπεδο ιδιοσυγκρασίας με τον Ερντογάν. Μπορεί πράγματι να είναι έτσι, αλλά στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία τα στρατηγικά συμφέροντα Ερντογάν και Τραμπ συγκρούονται στη Μέση Ανατολή.

Ενδεχόμενη επανεκλογή του πρώην πρόεδρου θα σηματοδοτήσει περαιτέρω στήριξη του Ισραήλ, την ώρα που για το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ, αλλά και για το Τελ Αβίβ, ο τούρκος ηγέτης είναι κόκκινο πανί. Οι συνθήκες είναι διαφορετικές – οι διπλωματικές σχέσεις επίσης. Αυτό που δεν αλλάζει, είτε με Μπάιντεν είτε με Τραμπ, είναι οι προτεραιότητες της αμερικανικής διπλωματίας σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο: Κίνα και Μέση Ανατολή.

«Πάντα λέγαμε ότι ο Τραμπ με τον Ερντογάν ήταν σε απευθείας συναλλαγή. Δεν άλλαξαν όμως οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ή βελτιώθηκαν αυτές της Τουρκίας με τις ΗΠΑ επειδή ο Τραμπ είναι αυτός που είναι» επισημαίνει στο protagon ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής της Παντείου και για τα 13 προηγούμενα χρόνια του Καντίρ Χας της Κωνσταντινούπολης, Δημήτρης Τριανταφύλλου. Προσθέτει ότι αν κανείς ανατρέξει στην πρώτη τετραετία, θα διαπιστώσει πως ο πρώην αμερικανός πρόεδρος «είχε αφήσει τους θεσμούς, όπως για παράδειγμα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, να υπερασπιστεί τα αμερικανικά συμφέροντα». Ο κ. Τριανταφύλλου, μάλιστα, υπενθυμίζει ότι η σημαντικότερη κληρονομιά του Τραμπ στη διπλωματία ήταν οι ιστορικές Συμφωνίες του Αβραάμ, που συνεχίζουν έως και σήμερα να λειτουργούν ως γέφυρες του αραβικού κόσμου με το Ισραήλ.

Πολλοί στην Αθήνα φοβούνται ότι, ενώ με τον Τζο Μπάιντεν υπήρχε ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας, αυτό δεν θα είναι το ίδιο εύκολο με τον Τραμπ. Αρα, σε περίπτωση κρίσης, για παράδειγμα στο Αιγαίο, μια αμερικανική παρέμβαση είτε θα καθυστερήσει είτε δεν θα έρθει καθόλου. «Το πλεονέκτημά μας είναι ότι οι περισσότεροι Ελληνοαμερικανοί ψηφίζουν Τραμπ» εκτιμά ο Αγγελος Συρίγος, κάτι που προφανώς σημαίνει ότι ακόμα κι αν τώρα δεν υπάρχει πρόσβαση, μετεκλογικά θα γίνουν οι απαραίτητες διεργασίες ώστε οι δυο πλευρές να συνομιλούν απευθείας και εποικοδομητικά.

Οπως, άλλωστε, υποστηρίζουν ανώτερες διπλωματικές πηγές, «η επικοινωνία δεν είναι ανάγκη να γίνεται μεταξύ των δύο ηγετικών επιτελείων. Για παράδειγμα, η επαφή με το περιβάλλον του εκάστοτε Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου αρκεί». Οι ίδιες πηγές υπενθυμίζουν ότι η επέκταση της στρατηγικής συνεργασίας Ελλάδας- ΗΠΑ, με την υπογραφή της συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας, έγινε επί προεδρίας Τραμπ, με την κυβέρνηση Τσίπρα και στη συνέχεια με αυτή του Μητσοτάκη.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η σύγχρονη συγκυρία υποκρύπτει κινδύνους και απαιτεί εγρήγορση. Ειδικά για μικρούς περιφερειακούς παίκτες όπως είναι η Ελλάδα, η ανάγκη ενίσχυσης σε όλα τα πεδία –αμυντικά, διπλωματικά, ενεργειακά– είναι παραπάνω από αυτονόητη, ώστε η χώρα να συνεχίσει να αποτελεί αξιόλογο παράγοντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Ούτως ή άλλως, σε περίπτωση εκλογής του ο Τραμπ θα απασχοληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα με τα ζητήματα που απασχολούν τους ψηφοφόρους του: εσωτερική αγορά, δασμοί, μεταναστευτικό. Ραγδαίες παρεμβάσεις στο ΝΑΤΟ δεν προβλέπονται. Και όπως συνηθίζουν να λένε στο υπουργείο Εξωτερικών για την εξέλιξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, «όποιος και να είναι στον Λευκό Οίκο, θα πρέπει να δουλέψουμε μαζί του».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...