Πριν από επτά χρόνια, δηλαδή το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δηλώσει πως νοιαζόταν ιδιαίτερα για την «ιερότητα των απόρρητων πληροφοριών». Αυτό, ωστόσο, συνέβη μόνον αφού η αντίπαλός του στην εκλογική αναμέτρηση για την αμερικανική προεδρία κατηγορήθηκε ότι την έθετε σε κίνδυνο, προσφέροντάς του, έτσι, ένα χρήσιμο πολιτικό όπλο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Τραμπ έβαλλε κατά της Χίλαρι Κλίντον επειδή χρησιμοποιούσε για κάποιο διάστημα έναν ιδιωτικό διακομιστή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας αντί για έναν ασφαλή κυβερνητικό. «Θα επιβάλω όλους τους νόμους που αφορούν την προστασία των απόρρητων πληροφοριών. Κανείς δεν θα είναι υπεράνω του νόμου» είχε πει, υποστηρίζοντας πως η απερίσκεπτη διαχείριση ευαίσθητων πληροφοριών από τη Χίλαρι «την καθιστά ακατάλληλη για την προεδρία».
Μετά από επτά χρόνια, δηλαδή σήμερα, ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετωπίζει νέες κατηγορίες για –ομοσπονδιακά– ποινικά αδικήματα, αυτή τη φορά για τα απόρρητα έγγραφα που είχε πάρει από τον Λευκό Οίκο όταν έφυγε, τον Ιανουάριο του 2021, και τα μετέφερε στην έπαυλή του στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Μάλιστα, είχε αρνηθεί να τα επιστρέψει, αφού του ζητήθηκε από τις αρμόδιες αρχές.
«Ακόμη και στο τμήμα “έχει ο καιρός γυρίσματα” της αμερικανικής πολιτικής, είναι μάλλον αξιοσημείωτο ότι το ζήτημα που αρχικά συνέβαλε στην προώθηση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο απειλεί τώρα να καταστρέψει τις πιθανότητές του να επιστρέψει εκεί» σημειώνει ο Πίτερ Μπέικερ, επικεφαλής ανταποκριτής των New York Times στον Λευκό Οίκο.
Πριν από επτά χρόνια, στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Τραμπ, οι πωρωμένοι οπαδοί του, παρακινούμενοι από τον ίδιο, φώναζαν «φυλακίστε την», αναφερόμενοι στη Χίλαρι Κλίντον. Πλέον, όμως, ενδέχεται να καταλήξει εκείνος στη φυλακή, εάν καταδικαστεί για οποιαδήποτε από τις επτά κατηγορίες που του αποδόθηκαν, μεταξύ άλλων για παρακώλυση της Δικαιοσύνης και εσκεμμένη υπεξαγωγή εγγράφων.
Η νέα ποινική δίωξη είναι η δεύτερη που ασκήθηκε εναντίον του τέως προέδρου των ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες, «αλλά επισκιάζει ποικιλοτρόπως την πρώτη, τόσο από την άποψη της νομικής βαρύτητας όσο και από την άποψη του πολιτικού κινδύνου» γράφει ο πολύπειρος αμερικανός δημοσιογράφος (ο Τζο Μπάιντεν είναι ο πέμπτος πρόεδρος που καλύπτει ο ίδιος, μετά τους Κλίντον, Μπους, Ομπάμα και Τραμπ).
Στο πλαίσιο της ποινικής δίωξης που του ασκήθηκε τον περασμένο Μάρτιο από τον εισαγγελέα του Μανχάταν, ο Τραμπ κατηγορείται για πλαστογράφηση επιχειρηματικών εγγράφων με στόχο την απόκρυψη χρημάτων με τα οποία φέρεται να εξαγόρασε τη σιωπή μιας πορνοστάρ που ισχυριζόταν ότι είχαν έρθει σε σεξουαλική επαφή. Η δεύτερη δίωξη ασκείται από έναν ομοσπονδιακό εισαγγελέα που εκπροσωπεί το έθνος στο σύνολό του (και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία εναντίον ενός πρώην προέδρου) και δεν αφορά προσωπικές υποθέσεις του Τραμπ, αλλά κρατικά μυστικά.
«Ενώ οι υπερασπιστές του Τραμπ προσπάθησαν να υποβιβάσουν την πρώτη δίωξη ως έργο ενός τοπικού αιρετού Δημοκρατικού (δικαστικού λειτουργού) σχετικά με γεγονότα που, παρότι απρεπή, φαίνονται σχετικά ασήμαντα και έλαβαν χώρα πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, οι τελευταίες κατηγορίες σχετίζονται άμεσα με την ευθύνη που έφερε ως ανώτατος διοικητής του έθνους για την προστασία δεδομένων που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα στους εχθρούς των ΗΠΑ» εξηγεί ο Μπέικερ.
«Οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι μπορεί να μην ενδιαφέρονται αν ο ηγέτης τους προσφέρει χρήματα σε μια πορνοστάρ για να μη μιλήσει, αλλά θα αδιαφορήσουν για την παρεμπόδιση των Αρχών κατά την προσπάθειά τους να ανακτήσουν το κρυμμένο υλικό;» διερωτάται, δίχως, φυσικά, να αποκλείει το ενδεχόμενο όντως να αδιαφορήσουν, όπως ευελπιστεί ο Ντόναλντ Τραμπ.
Το κατηγορητήριο του Μανχάταν φαινόταν περισσότερο να ενισχύει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις παρά να τον πλήττει πολιτικά. Οπότε, και αυτή τη φορά ο Τραμπ έσπευσε να χαρακτηρίσει το νέο κατηγορητήριο «μέρος της πιο εξωφρενικής συνωμοσίας στην αμερικανική ιστορία, μιας συνωμοσίας στην οποία, σύμφωνα με το αφήγημά του, φέρεται να εμπλέκεται ένα ευρύ φάσμα τοπικών και ομοσπονδιακών εισαγγελέων, ενόρκων, δικαστών, μηνυτών, ρυθμιστικών αρχών και μαρτύρων που όλοι ψεύδονταν επί χρόνια, ούτως ώστε να τον παγιδεύσουν, ενώ εκείνος είναι ο μόνος που λέει την αλήθεια, ανεξάρτητα από τις κατηγορίες», όπως συνοψίζει ο ανταποκριτής των New York Times στον Λευκό Οίκο.
«Ποτέ δεν πίστευα ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί σε έναν πρώην πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος έλαβε πολλές περισσότερες ψήφους από οποιονδήποτε εν ενεργεία πρόεδρο στην ιστορία της χώρας μας, και αυτή τη στιγμή προηγείται με διαφορά όλων των υποψηφίων, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές του 2024» έγραψε ο Ντόναλντ Τραμπ στον ιστότοπο του δικού του μέσου κοινωνικής δικτύωσης, υπογραμμίζοντας (με κεφαλαία): «ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΘΩΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!».
Μέχρι στιγμής, ο πυρήνας των οπαδών του τον υπερασπίζεται πλήρως, ενώ ακόμη και ορισμένοι εσωκομματικοί αντίπαλοί του στη μάχη για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών επέκριναν τις έρευνες εναντίον του. Ωστόσο, πρόσφατα κρίθηκε ένοχος για σεξουαλική κακοποίηση και συκοφαντική δυσφήμιση (της αρθρογράφου Ελίζαμπεθ Τζέιν Κάρολ) και η εταιρεία του κρίθηκε ένοχη για 17 κατηγορίες φορολογικής απάτης και άλλα εγκλήματα.
Επιπλέον, ο Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθεί να κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με ακόμη δύο ποινικές διώξεις σε σχέση με την απόπειρά του να ανατρέψει την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 2020, η οποία οδήγησε στην εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Οπότε, το ερώτημα, από πολιτική άποψη, είναι το εξής: θα μπορούσε η συσσώρευση όλων αυτών των κατηγοριών, ειδικά εάν υπάρξουν ένα τρίτο και ένα τέταρτο κατηγορητήριο, να κουράσει και να αποξενώσει, εν τέλει, κάποια μέρα τους Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους; Πάντως, ορισμένοι από τους αντιπάλους του για το προεδρικό χρίσμα του κόμματος βασίζονται εν μέρει στον παράγοντα «κόπωση», ευελπιστώντας να απολέσει τουλάχιστον μέρος της υποστήριξης που εξακολουθεί να χαίρει ο Ντόναλντ Τραμπ.
Οσον αφορά τη συνέχεια, η Χίλαρι Κλίντον και οι σύμμαχοί της θεωρούσαν πως η επανεξέταση της υπόθεσης της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας από τον Τζέιμς Κόμεϊ, τον τότε διευθυντή του FBI, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του 2016, της στέρησαν τη νίκη που προέβλεπαν πάρα πολλές δημοσκοπήσεις. Αρα, ο Τραμπ, κατά πάσα πιθανότητα, θα επιδιώξει να το χρησιμοποιήσει αυτό κατά των διωκτών του, υποστηρίζοντας ότι το γεγονός πως σε εκείνον αποδόθηκαν κατηγορίες ενώ στην Κλίντον όχι αποδεικνύει ότι διώκεται αδίκως.
Το ότι οι δύο υποθέσεις διαφέρουν σημαντικά, αλλά και το γεγονός ότι εκείνος φαινόταν να κάνει τα πάντα για να παρεμποδίσει τις έρευνες των αρχών που προσπαθούσαν να ανακτήσουν τα απόρρητα έγγραφα, ενώ η Χίλαρι Κλίντον δεν επεδίωξε, σύμφωνα με το πόρισμα των σχετικών ερευνών, να παραβιάσει τον νόμο, δεν έχει καμία σημασία. Ούτε το ότι, παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις του, ο Τραμπ όχι μόνο δεν έλαβε μέτρα για την καλύτερη προστασία απόρρητων πληροφοριών, αλλά ολοκλήρωσε τη θητεία του, αγνοώντας τις ανησυχίες για την ασφάλεια των πληροφοριών και τους κανόνες για τη διατήρηση των κυβερνητικών εγγράφων. Η δική του δίωξη σε συνδυασμό με τη μη δίωξη της Χίλαρι Κλίντον τού προσφέρουν ένα σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα, δηλαδή τη δυνατότητα να κάνει λόγο για «δύο μέτρα και δύο σταθμά».
Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός ότι κατά τη θητεία του αποκάλυψε άκρως απόρρητες πληροφορίες σε ρώσους αξιωματούχους που τον επισκέφθηκαν στο Οβάλ Γραφείο. Ανάρτησε στο Διαδίκτυο ευαίσθητες δορυφορικές εικόνες του Ιράν. Συνέχισε να χρησιμοποιεί ένα μη ασφαλές κινητό τηλέφωνο, ακόμη και αφού ενημερώθηκε πως παρακολουθούνταν από ρωσικές και κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών.
Εσκισε επίσημα έγγραφα και τα πέταξε στο πάτωμα μόλις τα διάβασε, παρά τους νόμους που απαιτούν τη διατήρησή τους και την καταγραφή τους, αναγκάζοντας τους βοηθούς του να συλλέξουν τα σκισμένα κομμάτια και να τα κολλήσουν ξανά με κολλητική ταινία. Αλλά ακόμη και όταν ήρθε αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν εξέφρασε ποτέ την παραμικρή ανησυχία.
«Στην τελική, ήταν ο πρόεδρος και μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της έρευνας για τα απόρρητα έγγραφα που μετέφερε στο Μαρ-α-Λάγκο υπερασπίστηκε τον εαυτό του υποστηρίζοντας ότι είχε την εξουσία να αποχαρακτηρίζει οτιδήποτε επέλεγε, και μόνο με το να το σκεφτεί» γράφει ο Πίτερ Μπέικερ.
«Πλέον, όμως, δεν είναι πρόεδρος» προσθέτει, σημειώνοντας ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι αντιμέτωπος με ψηφοφόρους που καλούνται να κρίνουν αν οι πράξεις του τον καθιστούν ακατάλληλο για την προεδρία (όπως συνέβη με τη Χίλαρι Κλίντον), αλλά με έναν εισαγγελέα που δηλώνει ότι θα εφαρμόσει τους νόμους όσον αφορά την προστασία απόρρητων πληροφοριών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News