Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, υπέγραψε πρόσφατα έναν νόμο με τον οποίο απαγορεύθηκε στη χώρα η εκτύπωση σύγχρονων ρωσικών βιβλίων. Οι Ουκρανοί δυσκολεύονται όλο και περισσότερο –και όχι άδικα– να ακούσουν ή να διαβάσουν οτιδήποτε στα ρωσικά…
Φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αποτέλεσε η όπερα του Σεργκέι Προκόφιεφ «Πόλεμος και Ειρήνη», που ανέβηκε από τη Βαυαρική Οπερα στο Μόναχο και είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Λέοντος Τολστόι. Την παράσταση σκηνοθέτησε ο Ρώσος Ντμίτρι Τσερνιάκοφ, διηύθυνε ο ρωσικής καταγωγής και πολιτογραφημένος Γερμανός Βλαντιμίρ Γιουρόφσκι, ενώ ουκρανοί, μολδαβοί και ρώσοι τραγουδιστές συνυπήρξαν επί σκηνής.
Τη συνύπαρξη αυτή διευκόλυνε το πνεύμα πασιφισμού που διαπνέει το έργο του Τολστόι. Ο συγγραφέας, σε νεαρή ηλικία, πολέμησε στην Κριμαία και στον Καύκασο και στην πορεία της ζωής του στάθηκε σθεναρά εναντίον της βίας και της καταπίεσης σε όλες τους τις μορφές. Ο Γκάντι εμπνεύσθηκε από τον Τολστόι, ο οποίος έθεσε στην υπηρεσία αυτών των ιδεών τη συγγραφική του ιδιοφυία και έγινε προφήτης της ειρήνης.
Ο ίδιος απεχθανόταν τον πόλεμο «όχι επειδή φοβόταν τον θάνατο, αλλά γιατί ο πόλεμος δηλητηριάζει την ανθρώπινη ψυχή και είναι αναπόφευκτα βουτηγμένος στα ψέματα και στο μίσος», λέει στον Economist ο Αντρέι Ζόριν, βιογράφος του Τολστόι και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Στο Μόναχο τα ψέματα και το μίσος εκτίθενται επί σκηνής. Ο συγγραφέας αναρωτιέται γιατί οι άνθρωποι να φεύγουν τόσο μακριά από τα σπίτια τους για να σκοτώσουν αγνώστους; Πώς καταλαμβάνονται από τη μήνη του πολέμου και της βίας; Αυτά τα ερωτήματα, που έθεσε ένας συγγραφέας που πέθανε πριν από περισσότερα από 100 χρόνια, στοιχειώνουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ρωσίας.
«Ο Τολστόι επιστρέφει. Δεν είναι μόνο ο συγκλονιστικός συγγραφέας του “Πόλεμος και Ειρήνη”, αλλά και ένας ιδεολόγος της μη-βίας», έγραφε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα InLiberty, στη Ρωσία το 2010, στην εκατοστή επέτειο του θανάτου του. Και οι Ρώσοι που θεωρούν τους εαυτούς τους αυτόνομα άτομα και όχι πειθήνια γρανάζια του κράτους, βρήκαν στα γραπτά του μια ιδανική εκδοχή του έθνους, η οποία όμως δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.
Ο Economist παρατηρεί πως όταν ο Πούτιν ξεκίνησε την εισβολή στην Ουκρανία εξαπολύοντας ταυτόχρονα ολοκληρωτικό πόλεμο ενάντια στην ελεύθερη σκέψη και έκφραση, οι Ρώσοι που ντρέπονται για όλα αυτά «οπλίστηκαν» με τα έργα του Τολστόι και τα διδάγματά τους. Το καθεστώς αντέδρασε: ένας άνδρας που περπατούσε στην Κόκκινη Πλατεία με το «Πόλεμος και Ειρήνη» στα χέρια, συνελήφθη.
Το πιο δημοφιλές κείμενο είναι ένα καυστικό δοκίμιο που έγραψε ο Τολστόι το 1904 ως απάντηση στον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ιαπωνίας, το οποίο ονόμασε «Bethink Yourselves!» («Βάλτε το Μυαλό σας να Σκεφτεί!»). «Παρασυρμένοι από προσευχές, κηρύγματα, προτροπές», βροντοφώναξε ο Τολστόι, «χιλιάδες στρατιώτες θα διαπράξουν την πιο φρικτή πράξη, να σκοτώσουν ανθρωπους που δεν γνωρίζουν και δεν τους έχουν κάνει κακό». Ενας άνδρας που δημοσίευσε πέρυσι αυτό το απόσπασμα στο διαδίκτυο κατηγορήθηκε για δυσφήμιση του ρωσικού στρατού, αποκαλύπτει η βρετανική επιθεώρηση.
Και παραπέμπει στον Αλεξέι Ναβάλνι, τον φυλακισμένο ηγέτης της ρωσικής αντιπολίτευσης, που χρησιμοποίησε τα λόγια του Τολστόι στο δικαστήριο: «Ο πόλεμος είναι προϊόν της τυραννίας. Οσοι θέλουν να εναντιωθούν στον πόλεμο, πρέπει να εναντιωθούν στην τυραννία». Δεν ήταν η πρώτη φορά που επιστράτευσε τον Τολστόι. Σε μια ταινία για το μυστικό παλάτι του Πούτιν στη Μαύρη Θάλασσα, η οποία βγήκε το 2021, την ημέρα της σύλληψης του Ναβάλνι, ο ίδιος αφηγείται την εικόνα που είχε ο Τολστόι για τους ηγέτες της Ρωσίας: «Οι εγκληματίες συγκεντρώθηκαν. Λεηλάτησαν τον λαό, προσέλαβαν στρατιώτες και δικαστές για να προστατεύουν το όργιό τους. Και τώρα γλεντάνε».
«Εθνικό κεφάλαιο» κατά το δοκούν
Ο Πούτιν, φυσικά, προσπάθησε να καπηλευθεί τον Τολστόι για τους δικούς του σκοπούς. Λίγο πριν στείλει το ρωσικό στρατό στην Ουκρανία υπέγραψε ένα διάταγμα: «Λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετική συνεισφορά του Λέοντος Τολστόι στον εθνικό και παγκόσμιο πολιτισμό, δεσμεύομαι να γιορτάσω τα 200 χρόνια από τη γέννησή του, το 2028». Ο Πούτιν δεν είναι ο πρώτος ρώσος ηγέτης που επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την κληρονομιά του Τολστόι πράττοντας ταυτόχρονα ακριβώς τα αντίθετα από όσα πρέσβευε ο συγγραφέας.
«Πόση ευτυχία να ζεις στην εποχή του Τολστόι. Και πόσο τρομακτικό να μένεις στη Γη χωρίς αυτόν», έγραψε ο θεατρικός σκηνοθέτης Κονσταντίν Στανισλάφσκι την ημέρα του θανάτου του συγγραφέα. Ο Λένιν τον θεωρούσε «τρελό» επειδή υποστήριζε τη μη-βίαιη διαμαρτυρία. Οταν όμως ήρθε στην εξουσία, τον αποκάλεσε «καθρέφτη της ρωσικής επανάστασης», προσπαθώντας να τον μετατρέψει σε εθνική –και κομματική– περιουσία. Το 1920 ο Λένιν εξουσιοδότησε την πλήρη έκδοση των έργων του Τολστόι.
Το κολοσσιαίο πρότζεκτ των 90 τόμων εκδόθηκε το 1928, στα 100 χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα, και συνέπεσε με την αρχή της καταβύθισης της Ρωσίας στον απολυταρχισμό του Στάλιν. Ανεγέρθησαν αγάλματα του συγγραφέα και «κόπηκαν» χιλιάδες αναμνηστικά μετάλλια με τη μορφή του. Την ίδια στιγμή που ο Τολστόι γινόταν «άγιος» για το καθεστώς, χιλιάδες μαθητές του συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το καθεστώς του Στάλιν έκανε «φύλλο και φτερό» το «Πόλεμος και Ειρήνη», προκειμένου να βρει σε αυτό παραλληλισμούς ανάμεσα στην ήττα του Ναπολέοντα το 1812 και τον αγώνα της Ρωσίας εναντίον των Ναζί. Την ημέρα που η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ενωση, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, είπε: «Η εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία απαντήθηκε με έναν πατριωτικό πόλεμο και ο Ναπολέων ηττήθηκε. Ο Κόκκινος Στρατός και όλος ο λαός μας θα εξαπολύσουν άλλον έναν νικηφόρο πατριωτικό πόλεμο για την πατρίδα των πατέρων μας, για την τιμή μας και για την ελευθερία».
Το μυθιστόρημα, όμως, όπως και ο συγγραφέας του, «αντιστάθηκαν». Οπως λέει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου, ο Πιέρ Μπεζούκοφ, «με πήραν και μου έκλεισαν το στόμα. Με κράτησαν αιχμάλωτο. Εμένα; Εμένα; Την αθάνατη ψυχή μου; Χα χα χα!». Οι σοβιετικοί πολίτες αναζήτησαν τις δικές τους ερμηνείες στο βιβλίο, αντιμετωπίζοντάς το ως μια δεξαμενή κουράγιου και εθνικής ενότητας, σε μια χώρα όπου η ελευθερία καταπιεζόταν όλο και περισσότερο.
Ο Προκόφιεφ άρχισε να συνθέτει την όπερα που βάσισε στο βιβλίο λίγο πριν από τη γερμανική εισβολή. Ο ίδιος ενδιαφερόταν πιο πολύ για τον λυρισμό των ειρηνικών σκηνών παρά για τις στιλιστικές επιταγές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος, τον «συμβούλευσαν» να ανασκευάσει και να βασιστεί στις ηρωικές πτυχές της αφήγησης, δημιουργώντας ένα έργο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ύμνος για τη μαζική αντίσταση εναντίον της εχθρικής εισβολής.
Ο Προκόφιεφ συμφώνησε, αλλά δεν είδε ποτέ την όπερά του να παίζεται στη σκηνή. Ο Στάλιν φοβόταν ότι οι στρατιώτες του θα επέστρεφαν από τον πόλεμο με νέες ιδέες περί ελευθερίας, όπως είχε συμβεί στους Ρώσους που πολέμησαν το 1812. Μετά τη νίκη πανηγύρισε ελάχιστα και προχώρησε αμέσως στον επόμενο στόχο του: να μετατρέψει τους συμμάχους του σε εχθρούς.
Το 1948 ο Προκόφιεφ, όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες, κατηγορήθηκε για «φορμαλιστικές διαστροφές και αντιδραματικές τάσεις ξένες προς τον σοβιετικό λαό». Πέθανε στις 5 Μαρτίου 1953, την ίδια ημέρα με τον Στάλιν. Λίγα χρόνια αργότερα και καθώς η νίκη επί των ναζί αντικαθιστούσε ταχύτατα τη Ρωσική Επανάσταση ως κυρίαρχο εθνικό αφήγημα, το καθεστώς επιστράτευσε και πάλι τον Τολστόι, γυρίζοντας το «Πόλεμος και Ειρήνη», σε μια επικών διαστάσεων ταινία.
«Πάλι πόλεμος. Πάλι βάσανα, άχρηστα σε όλους»
Η παραγωγή της όπερας του Μονάχου είχε ξεκινήσει πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σημειώνει ο Economist. Τελικά, ανέβηκε έναν χρόνο μετά από αυτήν. Αντί για οβερτούρα (το κλασικό άνοιγμα μιας όπερας), σε μια γιγαντοοθόνη πάνω από τη σκηνή προβάλλεται ένα απόσπασμα από το «Βάλτε το μυαλό σας να σκεφτεί!»: «Πάλι πόλεμος. Πάλι βάσανα, άχρηστα σε όλους· που δεν τα ζήτησε κανείς. Πάλι εξαπάτηση, πάλι η παγκόσμια εξαχροίωση των ανθρώπων».
Ο πρώτος ήχος που ακούγεται δεν είναι μουσική αλλά η κραυγή ενός ζώου που ενώνεται με τα ακόρντα του Προκόφιεφ. Η πολεμική ατμόσφαιρα είναι διάχυτη από τη στιγμή που σηκώνεται η αυλαία. Η ειρήνη είναι ήδη μια ανάμνηση, πριν ακόμη αρχίσει το έργο. Ο εχθρός, όμως, είναι απών. Η εισβολή δεν έρχεται με τη μορφή γαλλικών στρατευμάτων, δεν υπάρχουν πουθενά τέτοια. Η εισβολή έρχεται εκ των ένδον. Δεν παραβιάζονται τα σύνορα, αλλά τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Μια τεράστια χορωδία εμφανίζεται από τις σκιές και επιδίδεται σε πατριωτικό κρεσέντο. «Ο πυρετώδης, τρελός ενθουσιασμός που έχει καταλάβει τις συνήθως αδρανείς υψηλές τάξεις της ρωσικής κοινωνίας είναι ένα σύμπτωμα ενοχής» έγραφε ο Τολστόι το 1904. «Είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τις ζωές τους (ή, ας το πω πιο σωστά, τις ζωές άλλων ανθρώπων) προκειμένου να υπερασπιστούν μια γη που δεν τους ανήκει».
Η τρέλα αυτή είναι απόλυτα αυτοκαταστροφική. Στο έργο ο πρίγκιπας Αντρέι τραυματίζεται στη μάχη. Στην παράσταση τρέφει το όπλο του στο στήθος του και τραβάει τη σκανδάλη. Οπως ο δολοφόνος που ξεκίνησε να σκοτώνει το θύμα του δεν μπορεί να σταματήσει, έτσι και ο ρωσικός λαός φαντάζεται ότι «η δολοφονική αλληλουχία που ξεκινάει σε έναν πόλεμο γίνεται επιχείρημα υπέρ του ίδιου του πολέμου».
Ο Τολστόι θεωρούσε την ενσυναίσθηση και την αγάπη ως αντίδοτα. Αυτό, όμως, ήταν το νόημα του έργου του που κανένα καθεστώς στη Ρωσία δεν μπόρεσε να «διαβάσει», καταλήγει ο Economist .
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News