Τον θυμάμαι στα γήπεδα από τότε που μπορώ να θυμηθώ. Με χιόνια και βροχές, με ζέστη και με κρύο. Στο ποδόσφαιρο, στο πόλο, στο μπάσκετ, στο βόλεϊ, ακόμη και σε αγώνες γυναικών. Στην Αττική, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Οπου έπαιζε ο Εθνικός Πειραιώς, αλλά και η Εθνική. Μακριά από το «τσούρμο» των οργανωμένων οπαδών της αγαπημένης του ομάδας, σαν μοναχικό λύκο, να φωνάζει για την Εθνικάρα του.
Τον θυμάμαι ευτυχισμένο στις νίκες, λες και του είχαν χαρίσει τον Κόσμο ολόκληρο. Να κλαίει στις ήττες σαν μικρό παιδί. Τον θυμάμαι να σκεπάζει με τη χαρακτηριστική του ιαχή -«Εθνικάραααααααα», κομμένη στη μέση για να του φτάσει η ανάσα- κάθε άλλο ήχο του γηπέδου. Κι όταν το ασπρόμαυρο και ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο είχε γίνει, πια, έγχρωμο και επαγγελματικό, αμαρτωλό και χυδαίο, αυτή η στεντόρεια φωνή έμοιαζε να έρχεται από πολύ μακριά: από τα χρόνια της αθωότητας των γηπέδων.
Τον θυμάμαι να βραχνιάζει για την ομάδα του χωρίς, ποτέ, να ασχολείται με τους αντίπαλους, ή τους διαιτητές. Χωρίς να βρίζει, να ειρωνεύεται, ή να προσβάλλει. Ακόμη κι όταν οι φίλαθλοι είχαν μετατραπεί σε οπαδικούς στρατούς, πρόθυμους να επιτεθούν στον «εχθρό» με κάθε τρόπο, εκείνος δεν έτρεφε μίσος για κανέναν. Μόνον αγάπη για τον Εθνικό.
Ο Γιάννης Ματζουράνης, ο «Εθνικάρας» που δεν υπάρχει πια, ήταν ένας αξιολάτρευτος φανατικός, ο οποίος είχε κερδίσει την εκτίμηση και τον σεβασμό ολόκληρης της ελληνικής ποδοσφαιρικής κοινωνίας – με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ευπρόσδεκτος σε όλα τα γήπεδα της χώρας, είχε κατακτήσει με το ήθος του ένα μοναδικό προνόμιο: μπορούσε, άφοβα, να φοράει το γαλανόλευκο κασκόλ, να εκδηλώνεται υπέρ της ομάδας του και να πανηγυρίζει τα γκολ της, ακόμη κι αν στις εξέδρες υπήρχαν μόνο οπαδοί των γηπεδούχων.
Ενα δάγκωμα -κατ’ άλλους φιδιού και κατ’ άλλους σκυλιού- τον έφερε στην Αθήνα, από το Αστρος Κυνουρίας, σε ηλικία 10 ετών. Επρεπε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο. Οταν πήρε εξιτήριο, εγκαταστάθηκε στην Ευαγγελίστρια του Πειραιά (ο πατέρας του, γιατρός, ζούσε, ήδη, στην Αθήνα). Μερικούς μήνες αργότερα, το 1945, κάποιοι θείοι του τον πήραν μαζί τους στο Ποδηλατοδρόμιο (εκεί που αργότερα κατασκευάστηκε το Στάδιο Καραϊσκάκη), έδρα του πανίσχυρου -τότε- Εθνικού. Ο μικρός μαγεύτηκε. Ερωτεύτηκε το ποδόσφαιρο, και τον Εθνικό, «με την πρώτη ματιά». Κι από τις αρχές των ’50s, που ενηλικιώθηκε, οι Κυριακές του ήταν πανομοιότυπες: εκκλησία το πρωί και, μετά, γήπεδο.
Τα χρήματα δεν περίσσευαν σε κανέναν εκείνη την εποχή, όμως ο Ματζουράνης ακολουθούσε τον Εθνικό παντού στην Ελλάδα. Στις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του συνήθιζε να περηφανεύεται πως από το 1956 έως τον Νοέμβριο του 2014, που άρχισε να έχει σοβαρά προβλήματα υγείας, είχε χάσει μόλις 12 αγώνες της αγαπημένης του ομάδας. Ο πρώτος ήταν το 1973, τη μέρα του γάμου του, από τον οποίο απέκτησε έναν γιο και μια κόρη.
Το «Εθνικάραααααααα» το πρωτοφώναξε στα Τρίκαλα, σε ένα ματς του Εθνικού με την τοπική ομάδα. Είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, και το καθιέρωσε. Εγινε το «σήμα κατατεθέν» του. Δεν άργησε να γίνει γνωστός στο Πανελλήνιο. Πρωταγωνίστησε σε διαφήμιση του ΠΡΟ-ΠΟ, ενώ στα τέλη των ’80s ο Νίκος Καρβέλας του έγραψε τραγούδι. Κανένας άλλος φίλαθλος δεν έχει συνδέσει το όνομά του με έναν σύλλογο τόσο στενά, όσο εκείνος. Ποτέ, όμως, δεν το εκμεταλλεύτηκε προς ίδιον όφελος. Ούτε, καν, στη 15ετία που ο Δημήτρης Καρέλλας, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης κλωστοϋφαντουργίας της εποχής («Αιγαίον»), χρηματοδοτούσε τον Εθνικό με την παροιμιώδη γενναιοδωρία του.
Ο Ματζουράνης, που εργαζόταν στον «Ευαγγελισμό» ως υπάλληλος γενικών καθηκόντων (αν και ονειρευόταν να γίνει τενόρος, όπως είχε εξομολογηθεί κάποτε στα «ΝΕΑ»), θα μπορούσε να έχει πλουτίσει. Αλλά εκείνος δεν είχε χρήματα ούτε για την εγχείριση στην οποία έπρεπε να υποβληθεί, στο εξωτερικό, έπειτα από ένα ατύχημα, το 2011, που είχε ως συνέπεια να χάσει, μερικώς, την όρασή του. Τα συγκέντρωσαν για χάρη του γνωστοί και άγνωστοι φίλαθλοι απ’ όλο το φάσμα του ποδοσφαίρου.
Συνέχισε να πηγαίνει στα γήπεδα των μικρότερων κατηγοριών, στις οποίες έχει κατρακυλήσει εδώ και χρόνια ο Εθνικός, όμως τα πράγματα είχαν αγριέψει. Κάποιοι δεν τον γνώριζαν -ήταν πολύ νέοι- και του συμπεριφέρθηκαν απαίσια. Εκείνος προσπαθούσε να τους νουθετήσει, όπως ένας πατέρας τα παιδιά του.
Το τελευταίο «Εθνικάραααααααα» ακούστηκε στις 2 Ιουνίου, στο παιχνίδι με το οποίο ο Εθνικός «σφράγισε» την παραμονή του στη Γ’ Εθνική. Λίγες εβδομάδες αργότερα διαγνώστηκε θετικός στην Covid-19. Νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο στο οποίο εργάστηκε επί 41 χρόνια, και στις 12 Σεπτεμβρίου έχασε τη μάχη για τη ζωή, σε ηλικία 87 ετών. Ηταν Κυριακή. Η Κυριακή που άρχιζε το νέο πρωτάθλημα.
* Η κηδεία του Γιάννη Ματζουράνη θα τελεστεί την Πεμπτη, στις 12 το μεσημέρι, στο Σχιστό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News