Η εποχή του Φραντς Μπεκενμπάουερ φαντάζει σήμερα πολύ μακρινή. Το κίτρινο – μαύρο – κόκκινο πούλμαν, που χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις της η ομάδα της Δυτικής Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 (ρέπλικά του βρίσκεται στο μουσείο της Mercedes Benz), είχε σταχτοδοχείο στην πλάτη κάθε καθίσματος. Οι επαγγελματίες παίκτες μπορούσαν να καπνίζουν, αν και από σεβασμό στον προπονητή τους απέφευγαν να το κάνουν μπροστά του.
Αλλά και το ποδόσφαιρο, τότε, ήταν πολύ διαφορετικό. Ο επιθετικός ήταν επιθετικός, και ο αμυντικός, αμυντικός. Συνήθως, ένας δυνατός, άτεχνος παίκτης, που ήξερε μόνο να σταματά τον αντίπαλο με κάθε τρόπο και δεν μπορούσε να δώσει πάσα… ούτε στον εαυτό του. Με σπάνιες εξαιρέσεις. Μια από αυτές ήταν ο θρυλικός Ιταλός Τζιατσίντο Φακέτι της Ιντερ. Μια άλλη, ο Μπόμπι Μουρ, για τον οποίο ο Μπεκενμπάουερ δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ότι ήταν ο Νο 1 αμυντικός του κόσμου. Τον θαύμαζε. Εγιναν καλοί φίλοι, αν και αντίπαλοι στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1966. Κατά πολλούς, τον ξεπέρασε.
Ο «Κάιζερ» του γερμανικού ποδοσφαίρου, που «έφυγε» το βράδυ της Κυριακής σε ηλικία 78 ετών, εμφανίστηκε στα γήπεδα στα μέσα των ‘60s σαν ένας προφήτης της μπάλας, που ήρθε για να καταργήσει οριστικά τα σύνορα ανάμεσα στους επιθετικούς και τους αμυντικούς. Για να αποδείξει επί χόρτου ότι ένας αμυντικός μπορεί και να επιτίθεται, αρκεί να έχει αντοχές, καλή τεχνική και τακτική αντίληψη. Οπως ο Μουρ και ο Φακέτι. Αλλά ο Μπεκενμπάουερ το πήγε ακόμη παραπέρα. Αγωνιζόμενος στα μετόπισθεν της ομάδας του, ήταν το «μυαλό» της. Ενα «δεκάρι» που οργάνωνε και κατεύθυνε το παιχνίδι από την άμυνα. Εφηύρε έναν νέο, πρωτοποριακό ρόλο στο γήπεδο, αυτόν του «λίμπερο», και τον έπαιξε καλύτερα από κάθε άλλον μέχρι σήμερα.
Δεν είναι μόνο τι κάνεις, αλλά και πώς το κάνεις. Το αρχοντικό του στιλ, με το κεφάλι πάντα ψηλά, ώστε να έχει πλήρη εικόνα του αγωνιστικού χώρου, ήταν το σήμα κατατεθέν του. Οι πάσες του, ακόμη και σε συμπαίκτες που βρίσκονταν δυο, τρεις και τέσσερις δεκάδες μέτρα μακριά, σε άφηναν με το στόμα ανοικτό με την απόλυτη ακρίβειά τους. Αλλά τίποτα στο μαγικό του παιχνίδι δεν συγκρινόταν με τις επελάσεις του προς την αντίπαλη περιοχή.
Προωθούσε την μπάλα, χαϊδεύοντάς την με το εσωτερικό ή το εξωτερικό του παπουτσιού του, και κανείς δεν μπορούσε να του την πάρει από τα πόδια. Καθώς εφορμούσε με ταχύτητα, πάθος, αυτοπεποίθηση, αλλά και φινέτσα, τα μαύρα του μαλλιά ανέμιζαν πίσω του, λες και αδυνατούσαν να προλάβουν το κορμί του. «Διέσχιζε το γήπεδο σαν φωτιά», έγραψε για εκείνον ο Εδουάρδο Γκαλεάνο. «Κέρδισε τα πάντα με χάρη και γοητεία», είπε ο Γκάρι Λίνεκερ.
Το προσωνύμιο «Κάιζερ» το απέκτησε στα τέλη της δεκαετίας των 60s. Για το πώς προέκυψε, έχουν ακουστεί και έχουν γραφτεί διάφορες ιστορίες. Αυτή που ο ίδιος προτιμούσε να αφηγείται, είναι η εξής: Με την ευκαιρία ενός φιλικού αγώνα της Μπάγερν Μονάχου στη Βιέννη, του ζήτησαν να ποζάρει για μια φωτογράφηση ακριβώς δίπλα στην προτομή του Φραγκίσκου – Ιωσήφ (Franz – Joseph), αυτοκράτορα της Αυστρίας. Οταν δημοσιεύθηκαν οι φωτογραφίες, τα γερμανικά media τον ονόμασαν «Fußball-Kaiser» (αυτοκράτορας του ποδοσφαίρου). Και στη συνέχεια, «Der Kaiser». Σκέτο.
Με αυτόν τον τίτλο γυρίστηκε και ταινία. Δεν πραγματευόταν μόνο τη μυθική του καριέρα, αλλά και την προσωπικότητά του. Το πώς έκανε τα πράγματα με τον δικό του τρόπο, στο ποδόσφαιρο αλλά και στην ιδιωτική του ζωή, την οποία έζησε έξω από τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής του. Ηταν το «My way» του Μπεκενμπάουερ.
Υπήρξε ο πρώτος σούπερ-σταρ του γερμανικού ποδοσφαίρου. Βοήθησε σε αυτό και η αλματώδης εξέλιξη στις τηλεοπτικές μεταδόσεις των σπορ. Οι Γερμανοί τον λάτρεψαν. Οχι μόνο επειδή τους «χάρισε» τα δυο από τα τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα που έχουν κατακτήσει (ως αρχηγός το 1974 και ως προπονητής το 1990, απέναντι στην πανίσχυρη Αργεντινή του Μαραντόνα) και το πρώτο τους Euro (1972), αλλά κυρίως επειδή έβλεπαν στο πρόσωπό του όλες τις αρετές που (θεωρούσαν ότι) έπρεπε να διαθέτει ο ιδανικός γερμανός ποδοσφαιριστής: δύναμη, αντοχή, ακρίβεια, τακτική πειθαρχία και μενταλιτέ νικητή.
Ο Μπεκενμπάουερ ήταν αυτό, πάνω απ’ όλα. Ο παίκτης που δεν τα παρατάει ποτέ. Στο Μουντιάλ του 1970, στο «ματς του αιώνα» (όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος) εναντίον της Ιταλίας, είχε αγωνιστεί για πολλή ώρα με εξάρθρωση ώμου. Τραυματίστηκε στο 67’, όμως αρνήθηκε να πάει στο νοσοκομείο, καθώς ο Χέλμουτ Σεν, ο τότε προπονητής της Δυτικής Γερμανίας, είχε πραγματοποιήσει και τις δυο του αλλαγές. Προκειμένου η ομάδα του να μη μείνει με παίκτη λιγότερο, ζήτησε να του στερεώσουν το χέρι στο ύψος της καρδιάς, και έτσι ολοκλήρωσε το παιχνίδι, που κρίθηκε στην παράταση.
Η επιρροή του στο γερμανικό ποδόσφαιρο ήταν τεράστια. «Αν ο Μπεκενμπάουερ πει στους Γερμανούς ότι η μπάλα είναι τετράγωνη, εκείνοι θα τον πιστέψουν», είχε πει ο Οτο Ρεχάγκελ. Δεν είναι τυχαίο, ότι εκείνον επέλεξαν ως επικεφαλής της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου που φιλοξένησαν το 2006. Η εθνική τους ομάδα δεν πήγε καλά, όμως το τουρνουά έμεινε στην Ιστορία ως ένα από τα πιο επιτυχημένα Μουντιάλ. Στη διάρκειά του ο Μπεκενμπάουερ ταξίδευε με ελικόπτερο από πόλη σε πόλη. Παρακολούθησε από κοντά 46 από τα 64 παιχνίδια. Πρόλαβε και… να παντρευτεί.
Ο «Λευκός Πελέ», όπως τον χαρακτήρισε το Kicker το 1977, γεννήθηκε στο Γκίζινγκ, μια φτωχική συνοικία του Μονάχου, τη χρονιά που τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1945). Ο πατέρας του, ταχυδρομικός υπάλληλος, δεν συμμεριζόταν το όνειρό του, να γίνει ποδοσφαιριστής. Μια μέρα, γράφουν οι Times, τον φώναξε και προσπάθησε να του αλλάξει μυαλά. «Τι θα κάνει ο Φριτς Βάλτερ (αρχηγός της Δυτικής Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954) όταν θα είναι πολύ μεγάλος, πλέον, για να παίζει μπάλα;», τον ρώτησε. «Θα ζήσει με τα χρήματα που θα έχει κερδίσει», του απάντησε ο μικρός Φραντς. Και έκανε… του κεφαλιού του. Είκοσι χρόνια μετά, στην κορυφαία στιγμή της καριέρας του, σήκωνε το παγκόσμιο τρόπαιο λίγα χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό του σπίτι, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου.
Ηταν οπαδός της Μόναχο 1860, όμως μια συγκυρία τον οδήγησε στην πόρτα της Μπάγερν Μονάχου, σε ηλικία 14 ετών. Το 1962, στα 17, παράτησε τη δουλειά του ως ασκούμενος ασφαλιστής και υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Οταν πραγματοποίησε το ντεμπούτο του, το 1964, τινέιτζερ ακόμη, η Μπάγερν αγωνιζόταν στη Β’ Κατηγορία (Regionalliga Süd). Δεν ήταν τίποτα, πριν από τον Μπεκενμπάουερ. Σε 64 χρόνια ύπαρξης είχε κατακτήσει έναν τίτλο πρωταθλήματος (1932) και ένα Κύπελλο Γερμανίας (1957). Μαζί του κέρδισε 13 τρόπαια. Την πρώτη της Μπουντεσλίγκα (1969), με τον 23χρονο Μπεκενμπάουερ αρχηγό, και άλλα τρία -διαδοχικά- πρωταθλήματα (1972, 1973, 1974). Τέσσερα Κύπελλα Γερμανίας. Το πρώτο της «ασημικό» στα Κύπελλα Ευρώπης (το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1967). Και τα τρία πρώτα της Κύπελλα Πρωταθλητριών (1974, 1975, 1976). Το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1976.
Σε εκείνον, στον Γκέρντ Μίλερ και στον Σεπ Μάγιερ στηρίχτηκε ο Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι, γνωστός μας από το πέρασμά του από την ΑΕΚ, για να βάλει τα θεμέλια της μετέπειτα μεγάλης Μπάγερν. «Χωρίς αυτόν δεν θα γινόμασταν το club που είμαστε σήμερα», παραδέχτηκε ο βαυαρικός σύλλογος, αποχαιρετώντας για πάντα τον Μπεκενμπάουερ.
Πριν κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, στα 38, έπαιξε στις ΗΠΑ, δίπλα στον Πελέ. Εχει δηλώσει ότι εκείνα τα χρόνια ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του. Οι Times αφηγούνται ότι στο πρώτο του παιχνίδι στην Αμερική, ο πρόεδρος της Νιού Γιόρκ Κόσμος, που παρακολουθούσε από τα VIP, γύρισε αναστατωμένος στον διπλανό του και τον ρώτησε: «Ποιος είναι αυτός ο τύπος, που τον πληρώσαμε ένα εκατομμύριο δολάρια για να παίζει τόσο πίσω;». Αυτός ο τύπος, στη δύση της καριέρας του, κέρδισε τον τίτλο του αμερικανικού πρωταθλήματος τρεις φορές (1977, 1978 and 1980).
Αφησε πίσω του το «Ιδρυμα Φραντς Μπεκενμπάουερ», που υποστηρίζει ανθρώπους με αναπηρίες. Την Datschiburger Kickers, μια ομάδα ποδοσφαίρου στο Αουγκσμπουργκ, που συγκεντρώνει χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τέσσερα παιδιά από τρεις διαφορετικές συντρόφους. Και ένα τεράστιο κενό σε όσους τον πρόλαβαν στα γήπεδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News