Ενας από τους πιο πολυσυζητημένους συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο Αλεξάντρ Ισάγιεβιτς Σολζενίτσιν, γόνος κοζάκων διανοουμένων, μαθηματικός που σπούδασε λογοτεχνία δι’ αλληλογραφίας, ένας άνθρωπος που επέζησε διαδοχικά από τη φρίκη του Β’ΠΠ και των γκουλάγκ, καταδιώχθηκε από την ΚGΒ, πυροδότησε μια τεράστια συζήτηση με τα εκρηκτικά βιβλία του («Mια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ»), κέρδισε το Νομπέλ Λογοτεχνίας, κατέφυγε στις ΗΠΑ, ξένισε το 1978 τη φιλελεύθερη κοινή γνώμη της Δύσης, με μια άδοξη (τότε) ομιλία του στο Χάρβαρντ (εδώ στα αγγλικά), όταν κατήγγειλε την παρακμή του Δυτικού πολιτισμού. Σήμερα κάποιες περιστάσεις μοιάζουν να τον δικαιώνουν σε ορισμένα σημεία. Θα επανέλθουμε.
Το τρίτομο έργο του «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» προκάλεσε παγκόσμιο σοκ και παρουσίασε στο Δυτικό κοινό την πλήρη φύση της σοβιετικής τρομοκρατίας, και όχι μόνο της σταλινικής. Γράφτηκε από το 1958 έως το 1967 υπό άκρα μυστικότητα και το πρώτο μέρος του εκδόθηκε το 1973 στο Παρίσι αφού προηγουμένως η KGB είχε κατασχέσει στη Σοβιετική Ενωση ένα αντίγραφο του χειρογράφου. Μέχρι το 1990 το έργο παρέμενε απαγορευμένο στη Σοβιετική Ενωση.
Στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Atlantic ο πολιτικός επιστήμονας Ελιοτ Α. Κόεν, δεν εστιάζει στον κορμό του συγκλονιστικού συγγραφικού έργου του Σολζενίτσιν (που συνελήφθη το 1945 επειδή επέκρινε τον Στάλιν σε ιδιωτική αλληλογραφία και καταδικάστηκε σε οκταετή κάθειρξη σε στρατόπεδο εργασίας), αλλά επιστρέφει σε εκείνη την ομιλία του 1978 στο Χάρβαρντ σημειώνοντας ότι «η καυστική κριτική του στον Δυτικό φιλελευθερισμό είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ».
Ο πρώην σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (2007-2009, επί προεδρίας Μπους υιού) και σήμερα επικεφαλής στρατηγικής στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS), ένα από τα πιο γνωστά think tank της Ουάσινγκτον, γράφει ότι και τότε, πριν από 46 χρόνια, είχε ενοχληθεί με τα εριστικά σχόλια που προκάλεσε η ομιλία του Σολζενίτσιν στις ΗΠΑ.
Ο ρώσος συγγραφέας βρισκόταν τότε εξόριστος στις ΗΠΑ, μόλις τρία χρόνια αφ’ ότου είχε απελαθεί από τη σοβιετική κυβέρνηση, και ζούσε ως ερημίτης στο Βερμόντ. Κατηγορήθηκε από την καθηγητική ελίτ του Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης ότι ήταν υπερεθνικιστής, αντιδραστικός και, πάνω απ’ όλα, αχάριστος. «Ξαναδιαβάζοντας την ομιλία, φαίνεται ακόμη πιο επείγον να δώσουμε προσοχή στην αφοριστική κριτική του στον δυτικό φιλελευθερισμό», γράφει σήμερα ο Κόεν.
Η ομιλία του Σολζενίτσιν στο Χάρβαρντ το 1978 με διερμηνεία και υποτίτλους στα αγγλικά (Youtube/Solzhenitsyn Center):
Ο αρθρογράφος του Atlantic σημειώνει πως ο Σολζενίτσιν όντως παρεξήγησε ορισμένα από τα βασικά στοιχεία της Δυτικής, και συγκεκριμένα της αμερικανικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας. «Δεν ήταν δημοκράτης, αν και αντιτάχθηκε ανεπιφύλακτα στη σκληρή και αυθαίρετη διακυβέρνηση. Είναι αλήθεια, επίσης, ότι η βαθιά θρησκευτική πίστη του και η μυστικιστική πεποίθησή του για το πεπρωμένο της Ρωσίας ήταν και παραμένουν ξένες για τους περισσότερους μη Ρώσους. Και είναι αλήθεια, επίσης, ότι είχε εγκάρδιες αν και προσεκτικές σχέσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αν και ήταν σταθερά υπέρ τού να αφεθούν τα υποτελή έθνη της Σοβιετικής Ενωσης, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της Ουκρανίας, να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο» προσθέτει.
Παρά, λοιπόν, την κριτική που ασκήθηκε στον Σολζενίτσιν, ο αρθρογράφος του Atlantic επιμένει πως αυτό που μετράει και έχει σημασία τώρα, όπως και τότε, είναι «η κριτική του απέναντί μας». Και αναφέρεται στην ανικανότητα της Δύσης να αποτρέψει τη δολοφονία, άμεσα ή έμμεσα, ενός ηρωικού αντιφρονούντος, του Αλεξέι Ναβάλνι, και στην ευφρόσυνη αδιαφορία του ρώσου δικτάτορα λίγες ώρες μετά, και φυσικά «στο τρομακτικό θέαμα μιας πιθανής επιστροφής στην προεδρία ενός από τους πιο διεφθαρμένους και επικίνδυνους πολιτικούς στην αμερικανική ιστορία», του Ντόναλντ Τραμπ.
Τα παραπάνω καθιστούν κατά τον Κόεν ιδιαίτερα χρήσιμη την επιστροφή στην ομιλία του Σολζενίτσιν. Η ομιλία νομπελίστα συγγραφέα αρχίζει με μια αφοριστική διατύπωση. «Η μείωση του θάρρους μπορεί να είναι το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό που παρατηρεί ένας εξωτερικός παρατηρητής στη Δύση σήμερα» είπε το 1978.
«Αυτό είναι τόσο αληθινό τώρα όσο ήταν και τότε, ίσως και πιο αληθινό. Στην πατρίδα μας, ένα μεγάλο πολιτικό κόμμα [σ.σ.: το Ρεπουμπλικανικό] καταρρέει με δειλή υποταγή σε έναν δημαγωγό [σ.σ.: στον Τραμπ]. Στο εξωτερικό, φοβόμαστε να εξοπλίσουμε επαρκώς την Ουκρανία για να νικήσουμε έναν τερατώδη εισβολέα [σ.σ.: τον Πούτιν], φοβόμαστε να τιμωρήσουμε ένα ιρανικό καθεστώς που έχει επανειλημμένα προσπαθήσει να σκοτώσει Αμερικανούς και ενίοτε το καταφέρνει, φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι όλοι μας στον φιλελεύθερο και δημοκρατικό κόσμο ξοδεύουμε πολύ λιγότερα από όσα χρειαζόμαστε για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας» γράφει ο Κόεν.
«Οι διανοούμενοί σας είναι ελεύθεροι με τη νομική έννοια, αλλά περιχαρακώνονται από τα είδωλα της επικρατούσας μόδας» είπε ο Σολζενίστιν. Πόσο σωστή επισήμανση, για το τότε και το τώρα. Ο Κοέν μιλάει σήμερα για τον φόβο να διαφωνήσει κανείς «με τις ορθοδοξίες των επιμέρους τάσεων κουλτούρας».
Ο Σολζενίτσιν μίλησε για το διανοητικό θάρρος και ο σημερινός αρθρογράφος εκτιμά πως «δύσκολα μπορεί κανείς σήμερα να κατονομάσει περισσότερους από μια χούφτα πραγματικά θαρραλέους καθηγητές, πρυτάνεις και προέδρους πανεπιστημίων που είναι πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν την καριέρα τους και την κοινωνική τους καταξίωση λαμβάνοντας αντιδημοφιλείς θέσεις».
Ο Σολζενίτσιν μιλούσε για τους διανοουμένους επειδή πίστευε ότι οι συγγραφείς ήταν η συνείδηση των χωρών τους. Θεωρούσε ότι στη ρίζα των προβλημάτων της Δύσης βρισκόταν η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πάντων, ότι τα πάσης φύσεως κοινωνικά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν, ότι το κακό δεν είναι ενσωματωμένο στην ανθρώπινη φύση, ούτε ότι ο απώτερος σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία.
«Σε μεγάλο βαθμό, εμείς στη Δύση εξακολουθούμε να πιστεύουμε αυτά τα πράγματα. Πάνω απ’ όλα μιλάμε ακατάπαυστα για την ευτυχία, όπως μετριέται από ψυχολόγους, κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες. Για την οποία ο Σολζενίτσιν παρατήρησε: “Αν ο άνθρωπος γεννιόταν μόνο για να είναι ευτυχισμένος, δεν θα γεννιόταν για να πεθάνει”. Και όπως επεσήμανε, αν ισχύει ένα τέτοιο πιστεύω (περί ατομικής ευτυχίας), “για χάρη ποιου θα έπρεπε να ρισκάρει κανείς την πολύτιμη ζωή του για την υπεράσπιση του κοινού καλού;”» θυμίζει ο Κόεν.
Στο πλαίσιο αυτό, ο αρθρογράφος φέρνει το παράδειγμα του Ναβάλνι και πολλών άλλων ρώσων συγγραφέων και αντιφρονούντων, όπως η Λννα Πολιτκόφσκαγια και ο Βλαντιμίρ Καρά Μούρζα. «Οι πηγές του θάρρους δεν έχουν ακόμη στερέψει» σημειώνει και προσθέτει πως «υπάρχει παρηγοριά στη σκέψη ότι, στο τέλος, η κακή αυτοκρατορία που πολέμησε ο Σολζενίτσιν κατέρρευσε υπό το ίδιο της το βάρος, ότι η δίωξή του, όπως και η δολοφονία του Ναβάλνι από τον διάδοχό της, μαρτυρούσε την αδυναμία της, όχι τη δύναμή της».
Εχοντας αναφερθεί στον Πούτιν και στον Τραμπ, ο Κόεν θεωρεί ότι και αυτή η στιγμή, στον κόσμο και στις ΗΠΑ, είναι αναμφισβήτητα ζοφερή. Και παραθέτει ένα απόσπασμα της ομιλίας του Σολζενίτσιν που θα μπορούσε να περιγράφει το σήμερα: «Οι δυνάμεις του Κακού έχουν αρχίσει την αποφασιστική τους επίθεση. Μπορείτε να αισθανθείτε την πίεσή τους, όμως οι οθόνες και οι εκδόσεις σας είναι γεμάτες από προδιαγεγραμμένα χαμόγελα και υψωμένα ποτήρια. Τι είναι αυτή η χαρά;»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News