Με έναν κάπως προκλητικό τίτλο, που αναφέρει ότι «ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι δέσμιος ενός διακριτού είδους ρωσικού φασισμού» ο Economist περιγράφει με γλαφυρό τρόπο σε αναλυτικό του ρεπορτάζ τις εξελίξεις στη Ρωσία συνδέοντάς τις με αναφορές στη διαμόρφωση της ιδεολογίας του Πούτιν και την πρακτική της εφαρμογή.
Αρχίζοντας από τη διαπίστωση ότι η λέξη πόλεμος είναι ουσιαστικά απαγορευμένη σήμερα στο δημόσιο διάλογο εντός της Ρωσίας, ο Economist υποστηρίζει ότι με τον ίδιο τρόπο που κρύβει αυτή τη λέξη το σύστημα του Πούτιν αποκρύπτει και τον φασισμό της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» κατά των «Ναζί στην Ουκρανία», όπως πακετάρει τον πόλεμο η ρωσική προπαγάνδα. Ο αμερικανός ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ, καθηγητής του Yale, αναφέρει ότι παρότι διεθνώς υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με τον ορισμό του φασισμού «η σημερινή Ρωσία πληροί τα περισσότερα κριτήρια».
Η φασιστική αισθητική και ο προφήτης
Ο αγαπημένος φιλόσοφος του Πούτιν είναι ο χριστιανοφασίστας θεωρητικός του μεσοπολέμου Ιβάν Αλεξάντροβιτς Ιλίν. «Για τον Πούτιν η φασιστική αισθητική συνδυάζεται με μια ευδιάκριτη ρωσική φασιστική φιλοσοφία» γράφει σε υψηλούς τόνους ο Economist, σημειώνοντας ότι ο ίδιος και η παλιά φρουρά της KGB αγκάλιασαν τον καπιταλισμό και συσπειρώθηκαν ταυτόχρονα ενάντια στους φιλελεύθερους και τους σοσιαλιστές. Και πάτησαν στην ταπείνωση κατά την πρώτη μετασοβιετική δεκαετία παρουσιάζοντας το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ως προδοσία και ήττα.
Ο προφήτης τους είναι ο Ιβάν Ιλίν που έβλεπε τον φασισμό ως ένα «αναγκαίο και αναπόφευκτο φαινόμενο, βασισμένο σε μια υγιή αίσθηση εθνικού πατριωτισμού». Ο Ιλίν έγινε η θεωρητική πλατφόρμα για να παρουσιαστούν ο Πούτιν και οι δικοί του άνθρωποι -από την πρώην ΚGB- ως αυτόκλητοι φύλακες του κράτους και να ελέγξουν τις υποδομές, τον στρατιωτικό εξοπλισμό και τους φυσικούς πόρους της Ρωσίας.
Το βιβλίο του Ιλίν με «Τα καθήκοντά μας» προτάθηκε από το Κρεμλίνο ως απαραίτητο ανάγνωσμα για τους κρατικούς αξιωματούχους το 2013. Κλείνει με ένα σύντομο δοκίμιο προς έναν μελλοντικό ρώσο ηγέτη. Ο Ιλίν έγραφε ότι η δημοκρατία και οι εκλογές δυτικού τύπου θα έφερναν την καταστροφή στη Ρωσία. Μόνο «ενωμένη και ισχυρή κρατική εξουσία, δικτατορικού τύπου με κρατική και εθνική φυσιογνωμία» θα μπορούσε να σώσει τη χώρα από το χάος.
Κάνοντας μια αναδρομή στη θητεία του Πούτιν, ο Economist σημειώνει πως όταν άρχισε η κάμψη της δημοφιλίας του πριν από δέκα χρόνια, ο ρώσος πρόεδρος στηρίχθηκε στις φασιστικές αντιλήψεις που αναδύθηκαν ξανά στην επιφάνεια στη Ρωσία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. «Χωρίς τη ρητορική της θυματοποίησης και της χρήσης βίας, ο κ. Πούτιν δεν έχει τίποτα να προσφέρει στους Ρώσους» σημειώνει ο Economist.
«Πόλεμος και στα όνειρα του λαού του»
Υπό αυτή την έννοια, ο στόχος του Πούτιν δεν είναι μόνο να καταλάβει εδάφη, αλλά και να συντρίψει τα δημοκρατικά ιδεώδη και κυρίως την αίσθηση της ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας των γειτόνων της Ρωσίας που μοιάζει για εκείνον απειλητική. «Δεν θέλει απλώς να συντρίψει μια ελεύθερη Ουκρανία, αλλά διεξάγει παράλληλα πόλεμο και ενάντια στα όνειρα του λαού του. Και μέχρι στιγμής κερδίζει» σημειώνει ο Economist χρησιμοποιώντας πολύ σκληρή γλώσσα για τον ρώσο Πρόεδρο.
Προσεγγίζοντας το «διακριτό είδος ρωσικού φασισμού» με το οποίο συνδέει τον Πούτιν, το άρθρο αναφέρει ότι ο ρωσικός εξαιρετισμός μπορεί να περιγραφεί ως «ένα μείγμα φθόνου και απογοήτευσης που γεννιέται από την ταπείνωση. Στην περίπτωση της Ρωσίας, η πηγή αυτής της ταπείνωσης δεν είναι η ήττα από ξένες δυνάμεις, αλλά η κακοποίηση που υπέστη ο λαός στα χέρια των δικών του αρχόντων. Στερημένοι από εξουσίες και υπό τον φόβο των αρχών, αποζητούν δικαίωση σε μια φανταστική εκδίκηση εναντίον εχθρών που τους υποδεικνύει το κράτος».
Σύμφωνα με τα λόγια του φιλελεύθερου ρώσου πολιτικού Μπόρις Νεμτσόφ το 2014 «η επιθετικότητα και η σκληρότητα υποδαυλίζονται από την τηλεόραση ενώ οι βασικοί ορισμοί των πραγμάτων παρέχονται από τον δαιμόνιο “άρχοντα” του Κρεμλίνου… Το Κρεμλίνο καλλιεργεί και ανταμείβει τα χαμηλότερα ένστικτα στους ανθρώπους, προκαλώντας μίσος και διαμάχες. Αυτή η “κόλαση” δεν μπορεί να τελειώσει ειρηνικά». Ο Νεμτσόφ ονομάστηκε αυτομάτως «εθνικός προδότης» και δολοφονήθηκε ένα χρόνο μετά, πίσω από το Κρεμλίνο.
Ο Economist ονομάζει «μισή σβάστικα» το γράμμα «Ζ» που έγινε σύμβολο για τη στήριξη της βάρβαρης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία από ακραίους κύκλους. Το συναντά κανείς όχι μόνο στα τεθωρακισμένα του πολέμου αλλά και στις πόρτες των ρώσων κριτικών κινηματογράφου και θεάτρου, υποστηρικτών της «παρακμιακής και εκφυλισμένης» δυτικής τέχνης. Ασθενείς στα νοσοκομεία και ομάδες παιδιών σχηματίζουν το «Z» που αναρτάται στο διαδίκτυο. Και η βαρβαρότητα ανταμείβεται σύμφωνα με την άποψη του περιοδικού, καθώς πχ. ο Πούτιν τίμησε τους στρατιωτικούς που θεωρούνται υπεύθυνοι για τις φρικαλεότητες στην πόλη Μπούτσα.
Στο εσωτερικό της Ρωσίας τον κύριο ρόλο διαμορφωτή της κοινής γνώμης τον έχει η τηλεόραση, όπου οι Ουκρανοί συχνά αποκαλούνται «σκουλήκια». Οι νεότερες γενιές δεν έχουν πρόσβαση στα social media της Δύσης. «Ο Πούτιν κατάφερε να επιβάλει de facto λογοκρισία. Μπλόκαρε το Facebook, το Twitter και το Instagram και όλα τα εναπομείναντα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, απομόνωσε τη χώρα από τη «δηλητηριώδη» δυτική επιρροή και κυνήγησε όποιον εναντιωνόταν στον πόλεμο ώστε να εγκαταλείψει τη χώρα. Οποιαδήποτε δημόσια δήλωση αμφισβητεί την εκδοχή του Κρεμλίνου για τα γεγονότα στην Ουκρανία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 15 ετών», σημειώνει ο Economist.
«Οπως ο Στάλιν»
«Oπως ο Στάλιν, ο Πούτιν δεν εμπιστεύεται και φοβάται τους ανθρώπους. Πρέπει να ελέγχονται, να χειραγωγούνται και, όταν χρειάζεται, να καταστέλλονται» σημειώνει το περιοδικό και εξηγεί ότι αυτός είναι ο λόγος που τους αποκλείει από την πραγματική λήψη αποφάσεων. Οπως υποστηρίζει ο ρώσος φιλόσοφος Γκρεγκ Γιούντιν «οι πολίτες είναι αναγκαίοι για το τελετουργικό των εκλογών που επισφραγίζει τη νομιμότητα του ηγεμόνα, αλλά τον υπόλοιπο χρόνο θα πρέπει να είναι αόρατοι». Κατά τον Γιούντιν οι ρώσοι πολίτες βρίσκονται σε εφεδρεία σε περίπτωση που τους χρειαστεί το καθεστώς.
Η επίδειξη ενότητας και συσπείρωσης δεν επιτυγχάνεται με παρελάσεις και δημόσιες εκδηλώσεις αλλά μέσω της τηλεόρασης που λειτουργεί σε ένα χώρο «καθαρό», απαλλαγμένο από εναλλακτικές φωνές. Μεταξύ των τηλεθεατών — κυρίως άτομα άνω των 60 ετών— πάνω από το 80% υποστηρίζει τον πόλεμο. Μεταξύ των νέων ηλικίας 18 έως 24 ετών, που ενημερώνονται κυρίως από το διαδίκτυο, το ποσοστό υποχωρεί κάτω από το 50%.
«Ο κύριος λόγος που οι άνθρωποι υποστηρίζουν τον Πούτιν είναι ότι πιστεύουν ότι αυτό κάνουν και όλοι οι άλλοι. Η ανάγκη του ανήκειν είναι ισχυρή» σχολιάζει ο Economist και προσθέτει: «Η μηχανή του φασισμού δεν έχει όπισθεν. Ο Πούτιν δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στο είδος εκείνο του αυταρχισμού που βασίζεται παράλληλα και στην πραγματικότητα. Ο επεκτατισμός είναι στη φύση του φασισμού. Και θα επιδιώξει να επεκταθεί τόσο γεωγραφικά όσο και στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News