Ο Ρίτσαρντ Χάας, βετεράνος αμερικανός διπλωμάτης, ειδικός για θέματα αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και όχι μόνο, παραχώρησε μια συνέντευξη στον διεθνή οργανισμό ενημέρωσης Project Syndicate, ειδικευμένο στον σχολιασμό και την ανάλυση ζητημάτων που απασχολούν την παγκόσμια πολιτικοκοινωνική σφαίρα.
Project Syndicate: Πρόσφατα προβλέψατε ότι ο «αδικαιολόγητος πόλεμος επιλογής» του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν «δεν θα τελειώσει σύντομα», με το νέο έτος να φαίνεται πως «θα θυμίζει περισσότερο τον Α’ Παγκόσμιο παρά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Ομως, εξετάζοντας πώς μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος, ίσως αξίζει να επανεξετάσουμε πώς ξεκίνησε. Το Κρεμλίνο και κάποιοι στη Δύση κατηγορούν τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ότι «προκάλεσαν» τη Ρωσία και ισχυρίζονται ότι η Ουκρανία χρησιμοποιείται –είτε ως πιόνι είτε ως πολιορκητικός κριός– ως πληρεξούσιος της Δύσης. Θα μπορούσε αυτό το αφήγημα να επηρεάσει τον ρου του πολέμου;
Ρίτσαρντ Χάας: Αυτός δεν είναι ένας πόλεμος για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ ή για μελλοντική επέκτασή του, ούτως ώστε να συμπεριληφθεί η Ουκρανία. Δεν αφορά καθόλου το ΝΑΤΟ ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για έναν πόλεμο που άρχισε η Ρωσία με στόχο την εξάλειψη της Ουκρανίας ως κυρίαρχης οντότητας. Η Ουκρανία εκπροσωπούσε έναν εναλλακτικό δρόμο για ένα σλαβικό έθνος, χαρακτηριστικά του οποίου είναι η δημοκρατία και οι στενοί δεσμοί με τη Δύση. Αυτό ήταν και είναι απαράδεκτο για τον Πούτιν, μην τυχόν πυροδοτήσει απαιτήσεις στο εσωτερικό για να ακολουθήσει η Ρωσία παρόμοια πορεία.
Το γεγονός ότι οι στόχοι του Πούτιν είναι τόσο υπαρξιακοί καθιστά δύσκολο να δούμε τον πόλεμο να τελειώνει σύντομα, με τις δύο πλευρές να καταλήγουν σε κάποιου είδους εδαφικό συμβιβασμό. Η πεποίθηση του Πούτιν ότι ο χρόνος θα εξασθενίσει τη Δυτική αποφασιστικότητα μειώνει περαιτέρω την πιθανότητα να εξετάσει οποιοδήποτε είδος διευθέτησης για τον τερματισμό του πολέμου. Από την πλευρά της Ουκρανίας, η επιθυμία να ανακτήσει όλα τα χαμένα εδάφη της, να εξασφαλίσει οικονομικές αποζημιώσεις από τη Ρωσία και να σιγουρευτεί πως η Ρωσία θα λογοδοτήσει για τα εγκλήματα πολέμου, αποκλείει παρομοίως τον συμβιβασμό. Και πάλι, πρέπει να προετοιμαστούμε για μια παρατεταμένη σύγκρουση.
Pr.S: Το 2021 γράψατε ότι ο στόχος της πολιτικής των ΗΠΑ απέναντι στην Ταϊβάν «θα πρέπει να είναι ο περιορισμός της αβεβαιότητας σχετικά με τις προθέσεις της Αμερικής και την ικανότητά της να τις στηρίζει, υπογραμμίζοντας παράλληλα στους κινέζους ηγέτες το οικονομικό και στρατιωτικό κόστος της επιθετικότητας». Εχοντας αυτό κατά νου, η απάντηση της Δύσης στην επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας κατέστησε λιγότερο πιθανή μια κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν; Γενικότερα, ποιες αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ όσον αφορά την Κίνα –ένα από τα λίγα πεδία όπου υπάρχει δικομματική συμφωνία– επείγουν;
ΡΧ: Η απάντηση της Δύσης στη ρωσική επιθετικότητα κατά της Ουκρανίας μπορεί να επηρέασε τους υπολογισμούς της Κίνας για την Ταϊβάν. Η Κίνα πρέπει να υποθέτει ότι οποιαδήποτε χρήση στρατιωτικής ισχύος κατά της Ταϊβάν θα οδηγούσε σε αυστηρές οικονομικές κυρώσεις. Επιπλέον, ενώ οι ΗΠΑ και άλλοι έχουν συνδράμει την Ουκρανία μόνο έμμεσα, υπάρχει πραγματική πιθανότητα να συμμετάσχουν άμεσα στην προάσπιση της Ταϊβάν. Η αποτυχία της Ρωσίας να επιτύχει μια γρήγορη νίκη και οι συνεχιζόμενες αποτυχίες της στο πεδίο, πιθανότατα να οδήγησαν σε παύση την Κίνα, αν και θα διδαχθεί από τα λάθη της Ρωσίας και θα ενισχύσει τις δυνατότητές της.
Την ίδια ώρα, η Κίνα μπορεί να πιστεύει ότι η παροχή τεράστιας υλικής και οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία θα υπονομεύσει την ικανότητα της Δύσης να συνδράμει στρατιωτικά την Ταϊβάν. Οι ηγέτες της θα μπορούσαν επίσης να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι πολύ πιο στενοί οικονομικοί δεσμοί των Δυτικών χωρών με την Κίνα (σε σχέση με τη Ρωσία) θα τις καθιστούσαν λιγότερο πρόθυμες να επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις.
Οι ΗΠΑ πρέπει να συνεργαστούν με την Ταϊβάν και την Ιαπωνία για να δείξουν στην Κίνα ότι οποιαδήποτε χρήση βίας κατά της Ταϊβάν, περισσότερο θα της κόστιζε παρά θα την ωφελούσε, συμβουλεύοντας συγχρόνως την Ταϊβάν να μην προβεί σε δυνητικά προκλητικές ενέργειες. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ πρέπει να ηγηθούν των συμμάχων τους σε μια προσπάθεια να ελέγξουν εξονυχιστικά την οικονομική τους εξάρτηση από την Κίνα, στην οποία δεν πρέπει να επιτραπεί να χρησιμοποιήσει αυτή την εξάρτηση για να αποκτήσει γεωπολιτική μόχλευση στη Δύση. Οι ΗΠΑ πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να βρουν έναν τρόπο να επαναφέρουν ένα προσωπικό, διπλωματικό στοιχείο στην απότομη και επικίνδυνα επιδεινούμενη σχέση τους με την Κίνα.
Pr.S: Στο νέο σας βιβλίο, «The Bill of Obligations», υποστηρίζετε ότι εάν οι ΗΠΑ θέλουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, είτε τη «ρωσική επιθετικότητα» είτε μια «πιο ικανή και διεκδικητική Κίνα», θα πρέπει να αντιστρέψουν την «επιδείνωση της δημοκρατίας» στο εσωτερικό τους, την οποία εσείς θεωρείτε πιθανώς ως την «πιο σοβαρή απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια και σταθερότητα». Γιατί η αποκατάσταση της Αμερικανικής Δημοκρατίας απαιτεί τη μετάβαση από μια καθαρά «βασισμένη στα δικαιώματα» αντίληψη της αμερικανικής ιθαγένειας, σε μια αντίληψη που θέτει τις υποχρεώσεις σε ίδια βάση;
ΡΧ: Τα δικαιώματα είναι θεμελιώδη σε κάθε δημοκρατία. Αλλά δεν μπορούν από μόνα τους να καταστήσουν μια δημοκρατία ασφαλή ή λειτουργική. Ο λόγος είναι απλός: τα δικαιώματα αναπόφευκτα συγκρούονται μεταξύ τους. Αυτό το βλέπουμε καθημερινά στις ΗΠΑ, σε θέματα που κυμαίνονται από την άμβλωση μέχρι τα όπλα. Οταν συμβαίνουν τέτοιες συγκρούσεις δικαιωμάτων, το αποτέλεσμα είναι συχνά αδιέξοδο, και αυτό εμποδίζει τον σχεδιασμό και την εφαρμογή απαντήσεων σε προκλήσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Η σύγκρουση δικαιωμάτων θα μπορούσε επίσης εύκολα να οδηγήσει σε εσωτερική βία. Οι υποχρεώσεις, τόσο μεταξύ των πολιτών όσο και μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησής τους, είναι απαραίτητες για την αποφυγή αυτών των καταστάσεων και για να μπορέσει η δημοκρατία να λειτουργεί αποτελεσματικά και ειρηνικά.
Pr.S: Μετά από 20 χρόνια ως πρόεδρος του Council on Foreign Relations, ετοιμάζεστε να αποχωρήσετε τον Ιούνιο. Ποια ελπίζετε να είναι η κληρονομιά σας και ποιες αλλαγές ελπίζετε να δείτε μετά την αναχώρησή σας;
ΡΧ: Είμαι παραπάνω από τυχερός που υπηρέτησα ως πρόεδρος του Council on Foreign Relations τα τελευταία 20 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνεχίσαμε να παρέχουμε σοβαρές, πολιτικές, μη κομματικές και ανεξάρτητες αναλύσεις στα μέλη μας, σε εταιρείες, δημοσιογράφους και κυβερνητικούς αξιωματούχους. Επιπλέον, αναλάβαμε μια μεγάλη εκπαιδευτική αποστολή, παρέχοντας ένα υπόβαθρο για την παγκόσμια και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε μαθητές και δασκάλους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε φοιτητές και καθηγητές κολεγίων και πανεπιστημίων, καθώς και σε πολίτες.
Τα καταφέραμε όλα αυτά δημοσιεύοντας συντομότερα, πιο προσιτά άρθρα στο Διαδίκτυο, καθώς και εκτενέστερες εκθέσεις και βιβλία, διατηρώντας παράλληλα το Foreign Affairs, ως το κορυφαίο περιοδικό του χώρου. Διοργανώσαμε επίσης χιλιάδες εκδηλώσεις με μελετητές και πολιτικούς ηγέτες από όλον τον κόσμο. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, νιώθω μια αίσθηση ικανοποίησης για όλα όσα κάναμε στο Council on Foreign Relations τις τελευταίες δύο δεκαετίες για να εμπλέξουμε έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων σε αυτή τη χώρα και σε όλον τον κόσμο σε συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική και τη σημασία της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News