Οι σημερινοί Ρεπουμπλικανοί σχεδιάζουν την «κινεζική» στρατηγική τους έχοντας ως πρότυπό τους τη συγκρουσιακή προσέγγιση του Ρόναλντ Ρίγκαν στο πρόβλημα Σοβιετική Ενωση, δηλαδή την άσκηση έντονης οικονομικής και στρατιωτικής πίεσης. Φρονούν ότι με τη συγκεκριμένη «σοβιετική» πολιτική του ο Ρίγκαν επιτάχυνε τη διάλυση του σοβιετικού κράτους και, συνεπώς, κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο. Ετσι οι Ρεπουμπλικανοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να επαναπαυθούν στη διαχείριση του ανταγωνισμού τους με την Κίνα, αλλά να κερδίσουν και αυτόν τον «πόλεμο».
Τα παραπάνω έγραψε στο αμερικανικό Foreign Affairs ο ειδικός στον «ριγκανισμό» Μαξ Μπουτ (Max Boot), με στόχο την αποσάθρωση της γεωπολιτικής σκέψης του κόμματος του Ντόναλντ Τραμπ – στο «κινεζικό ζήτημα», τουλάχιστον.
Στο μακροσκελές για κείμενό του, ο Μπουτ αναφέρθηκε αναλυτικά στην πολιτική τού αειμνήστου αμερικανού προέδρου και ασχολήθηκε και με τους λόγους για τους οποίους –κατά τη γνώμη του, φυσικά– «έπεσε» η μισητή Σοβιετική Ενωση. Οι θέσεις του, εννοείται, δεν έχουν καμία σχέση με την κομμουνιστική ανάλυση για το ίδιο θέμα, η οποία αποδίδει την ήττα του σοβιετικού σοσιαλισμού στην ανάπτυξη αστικής τάξης εντός του κρατικού μηχανισμού και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Θρύλοι περιβάλλουν τον «ριγκανισμό» στο θέμα αυτό, έγραψε ο αρθρογράφος, οι οποίοι όμως καταπίπτουν από τη μελέτη των ιστορικών αρχείων. Ο Ρίγκαν δεν είχε σκοπό της ζωής του να γκρεμίσει την «αυτοκρατορία του κακού».
Η διάλυση της ΕΣΣΔ «ήταν κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και των ριζοσπαστικών μεταρρυθμιστικών πολιτικών του». Ο Ρίγκαν απλώς κατάλαβε με ποιον έχει να κάνει και εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία: «Διαπραγματεύτηκε μαζί του ένα ειρηνικό τέλος σε μια σύγκρουση 40 ετών». Η ουσία, κατά τον Μπουτ και σε ό,τι αφορά τα τωρινά γεωστρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ, έγκειται στη λανθασμένη ερμηνεία της Ιστορίας εκ μέρους των Ρεπουμπλικανών: «Ενδέχεται να δημιουργήσουν επικίνδυνες και μη ρεαλιστικές προσδοκίες για το τι μπορεί να επιτύχει η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας». Φυσικά, η Κίνα συνιστά εμπορική απειλή για τις ΗΠΑ, ίσως και περιφερειακή, πάντως όχι πυρηνική, αφού το οπλοστάσιό της δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνο της Σοβιετικής Ενωσης (ή της σημερινής Ρωσίας, αν προτιμάτε).
Αναφερόμενος στα πεπραγμένα του Ρίγκαν, ο αρθρογράφος διαχώρισε τις «σοβιετικές» πολιτικές του Ρίγκαν: άλλα είπε και έκανε στην πρώτη θητεία του και άλλα στη δεύτερη. Μόλις ανέλαβε καθήκοντα, αύξησε τις αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ, εξόπλισε αντικομμουνιστικές γκρούπες ανταρτών στο Αφγανιστάν, στην Ανγκόλα και στη Νικαράγουα, βοήθησε και την οργάνωση «Αλληλεγγύη» να αναπτυχθεί στην Πολωνία. Μιλούσε πολύ σκληρά για τη Σοβιετική Ενωση, κατηγορώντας τη για κατάφωρες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 1982 προφήτεψε ότι «η Ελευθερία και η Δημοκρατία θα αφήσουν τον μαρξισμό-λενινισμό στη στάχτη της Ιστορίας» και σε ομιλία του το 1983 χαρακτήρισε τη Σοβιετική Ενωση «το επίκεντρο του κακού στον κόσμο».
Η αλήθεια είναι, κατά τον Μπουτ, ότι ο Ρίγκαν είχε υπ’ όψιν του ότι η πυρηνική ισχύς της Σοβιετικής Ενωσης ήταν η πραγματική απειλή για τις ΗΠΑ. Είχε επίγνωση τι θα συνεπαγόταν ένας πυρηνικός πόλεμος μεταξύ των δύο μπλοκ, έτσι μετεστράφη προς την κατεύθυνση της συνεργασίας. Τον Απρίλιο του 1981 έστειλε ένα χειρόγραφο σημείωμα στον σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ, δηλώνοντας την επιθυμία του για «ουσιαστικό και εποικοδομητικό διάλογο που θα μας βοηθήσει να εκπληρώσουμε την υποχρέωσή μας να βρούμε διαρκή ειρήνη». Ο Ρίγκαν ήλπιζε να συναντηθεί με έναν σοβιετικό ηγέτη. Συνειδητοποιώντας ότι ο κίνδυνος του Αρμαγεδδώνος ήταν ρεαλιστικός, ο Ρίγκαν απέρριψε συνειδητά την επιθετικότητά του. Μάλιστα τον Ιανουάριο του 1984 εξεφώνησε συμβιβαστική ομιλία στην οποία αναφέρθηκε στο πλήθος των κοινών στοιχείων που είχαν οι αμερικανοί και οι σοβιετικοί πολίτες, ενώ υποσχέθηκε να συνεργαστεί με το Κρεμλίνο ώστε να μειωθούν οι εξοπλισμοί.
Ο Ρίγκαν βρήκε τον άνθρωπό του
Το πρόβλημα ήταν ότι ο Ρίγκαν δεν είχε συνομιλητή στη Μόσχα εκείνη την εποχή. Κατά την πρώτη θητεία του τη Σοβιετική Ενωση κυβέρνησαν διαδοχικά οι «ηλικιωμένοι και σκληροπυρηνικοί» Λεονίντ Μπρέζνιεφ, Γιούρι Αντρόποφ, Κονσταντίν Τσερνένκο. Μόνο όταν ο Τσερνένκο πέθανε, τον Μάρτιο του 1985, ο Ρίγκαν βρήκε τελικά έναν σοβιετικό ηγέτη με τον οποίο μπορούσε να συνεργαστεί: ήταν ο Γκορμπατσόφ, «ο άνθρωπος που αναρριχήθηκε στην κορυφή ενός ολοκληρωτικού συστήματος μόνο και μόνο για να το διαλύσει».
Ο Γκορμπατσόφ, έγραψε ο Μπουτ, δεν ήθελε να μεταρρυθμίσει το σοβιετικό σύστημα προκειμένου να ανταγωνιστεί πιο αποτελεσματικά τις αμυντικές δαπάνες του Ρίγκαν. Στην πραγματικότητα, το αντίθετο γύρευε. Ανησυχούσε ειλικρινά για τους κινδύνους του πυρηνικού πολέμου και τρόμαξε με τις σπατάλες της Σοβιετικής Ενωση στην άμυνα (20% του ΑΕΠ, 40% του Προϋπολογισμού). Δεν υπήρχε τίποτα αναπόφευκτο όσον αφορά τη σοβιετική οικονομική κατάρρευση. Διαλύθηκε όχι λόγω δημοσιονομικής χρεοκοπίας, αλλά επειδή ο Γκορμπατσόφ αναγνώρισε την ηθική χρεοκοπία της. Αν οποιοδήποτε άλλο μέλος του Πολιτικού Γραφείου είχε αναλάβει την εξουσία το 1985, η Σοβιετική Ενωση ισως θα υπήρχε ακόμα.
Οι Ρίγκαν και Γκορμπατσόφ υπέγραψαν την πρώτη συμφωνία ελέγχου των πυρηνικών όπλων στην Ουάσιγκτον, το 1987, ενώ το 1988 ο Ρίγκαν ταξίδεψε στη Μόσχα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψή του και καθώς οι δύο ηγέτες περπατούσαν στην Κόκκινη Πλατεία, ένας αμερικανός ρεπόρτερ ρώτησε τον Ρίγκαν: «Πιστεύετε ακόμα ότι βρίσκεστε στην αυτοκρατορία του κακού;» Ο Ρίγκαν του απάντησε: «Οχι. Αυτό το είπα σε άλλα χρόνια».
Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι η πίεση του Ρίγκαν στη Σοβιετική Ενωση, κατά την πρώτη θητεία του, κατέστησε τους Σοβιετικούς πιο προθύμους για διαπραγμάτευση. Ομως υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η στροφή του προς τη συνεργασία με τον Γκορμπατσόφ, κατά τη δεύτερη θητεία του, επέτρεψε στον νέο σοβιετικό ηγέτη να μεταμορφώσει τη χώρα του, με συνέπεια να τελειώσει ο Ψυχρός Πόλεμος. Ωστόσο, πολλοί αμερικανοί συντηρητικοί συγχέουν τη δεύτερη επιτυχία του Ρίγκαν με τις αποτυχίες της πρώτης θητείας του και παίρνουν λανθασμένα μαθήματα πολιτικής για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την κομμουνιστική Κίνα του παρόντος.
Αναζητείται κινέζος Γκορμπατσόφ
Η κατάληξη του κειμένου του Μπουτ αφιερώθηκε στην ανάλυση των δεδομένων του 2024, όσον αφορά την Κίνα. Εγραψε ότι η Σοβιετική Ενωση της δεκαετίας του ’80 είχε οικονομικές αδυναμίες, ενώ η Κίνα έχει συνδυάσει επιτυχώς την οικονομία της ελεύθερης αγοράς και την πολιτική καταστολή και κατάφερε να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας το 20% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Απέφυγε, βέβαια, να αναφέρει ότι οι ΗΠΑ ενέταξαν την Κίνα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο την κατέστησαν βασίλισσα της παγκοσμιοποίησης. Ούτε για το αμερικανικό χρέος (ομόλογα) που κατέχει η Κίνα έγραψε κάτι.
«Δεν υπάρχουν πολιτικές που μπορούν να εφαρμόσουν οι ΗΠΑ για να νικήσουν την Κίνα. Είναι δύσκολο ακόμη και να κατανοήσουμε τι σημαίνει ‘‘να νικήσουμε την Κίνα’’. Ωστόσο εύκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι οι αδιάκοπες σκληροπυρηνικές πολιτικές, τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας, μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου».
Και κατέληξε ο Μπουτ: «Οι ΗΠΑ πρέπει να συνεχίσουν να αποτρέπουν την κινεζική επιθετικότητα περιορίζοντας τις εξαγωγές ευαίσθητης τεχνολογίας και υποστηρίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συγχρόνως πρέπει να συνομιλούν με τους κινέζους ηγέτες, ώστε να μειώσουν τον πολεμικό κίνδυνο. Η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να φανταστεί ότι μπορεί να μεταμορφώσει την Κίνα. Μόνο ο κινεζικός λαός μπορεί να το κάνει αυτό. Η σημερινή αντιπαράθεση με την Κίνα μπορεί να τελειώσει μόνο αν ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ δώσει τη θέση του σε έναν κινέζο Γκορμπατσόφ. Αν δεν πραγματοποιηθεί αυτό το σενάριο, η επιδίωξη επανάληψης της ‘’σοβιετικής’’ πολιτικής του Ρίγκαν στο κινεζικό ζήτημα θα είναι καρικατούρα και μπορεί να καταστήσει τον κόσμο μας πιο επικίνδυνο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News