2422
| CreativeProtagon/Wikipedia/REUTERS

Ο Πούτιν στην Ουκρανία όπως ο Νίξον στο Βιετνάμ

Protagon Team Protagon Team 19 Οκτωβρίου 2022, 20:05
|CreativeProtagon/Wikipedia/REUTERS

Ο Πούτιν στην Ουκρανία όπως ο Νίξον στο Βιετνάμ

Protagon Team Protagon Team 19 Οκτωβρίου 2022, 20:05

Οργισμένα αντέδρασε ο ρώσος πρόεδρος στις πρόσφατες στρατιωτικές αποτυχίες στην Ουκρανία. Μετά την επιτυχημένη αντεπίθεση των Ουκρανών, τον προηγούμενο μήνα, ο Πούτιν διέταξε την εσπευσμένη επιστράτευση εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών, ενορχήστρωσε ψευδοδημοψηφίσματα σε κατεχόμενες ουκρανικές περιφέρειες για να τις ενσωματώσει επίσημα στη Ρωσία, ενέτεινε τις πυρηνικές απειλές του και εξαπέλυσε ένα μπαράζ πυραυλικών επιθέσεων σε ολόκληρη την Ουκρανία. «Πολλοί αποδίδουν αυτή τη συμπεριφορά σε μοναδικά, τρομακτικά χαρακτηριστικά του Πούτιν και του καθεστώτος του, και υποστηρίζουν ότι η Δύση πρέπει να αναγκάσει την Ουκρανία να συμβιβαστεί, ούτως ώστε ο πόλεμος να μην κλιμακωθεί σε νέα τρομακτικά επίπεδα σφαγής και καταστροφής», γράφει σε εκτενή ανάλυσή του στο Foreign Affairs ο Γκίντεον Ρόουζ.

Ωστόσο, σύμφωνα με το πρώην μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (επί Κλίντον) και νυν συνεργάτη του Council on Foreign Relations, «αυτό θα ήταν λάθος». Πού βασίζει, όμως, την άποψή του ο αμερικανός διεθνολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Πώς Τελειώνουν οι Πόλεμοι»; Στο ότι η οργισμένη αντίδραση της Μόσχας μπροστά στο ενδεχόμενο ήττας, θυμίζει την στάση της κυβέρνησης Νίξον απέναντι στον πόλεμο του Βιετνάμ πριν από μισό αιώνα. «Τα νταηλίκια, οι βομβαρδισμοί και οι πυρηνικές απειλές δεν είχαν αποτέλεσμα τότε, και τελικά η Ουάσιγκτον αποδέχτηκε την πραγματικότητα και αποσύρθηκε από τη σύγκρουση. Είναι πιθανό να πείσουμε τη Μόσχα να κάνει το ίδιο σήμερα», θεωρεί ο Ρόουζ.

Παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει, ο Πούτιν φαίνεται να πιστεύει ότι εάν οι δυνάμεις του στην Ουκρανία αντέξουν έως τον χειμώνα, οι εξελίξεις στη συνέχεια θα είναι θετικές για τη Ρωσία. Γιατί οι νεοσύλλεκτοί του θα μπορέσουν να εγκλιματιστούν πιο εύκολα στα πεδία των μαχών, γιατί ο ρυθμός των στρατιωτικών επιχειρήσεων θα επιβραδυνθεί, γιατί οι απειλές του για κλιμάκωση θα τρομάξουν τους πάντες, γιατί το ενιαίο δυτικό μέτωπο εν τέλει θα ραγίσει εξαιτίας της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας και του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του Κρεμλίνου, όλα αυτά θα συμβάλουν στο να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες είτε για ένα πάγωμα της σύρραξης είτε για μια διευθέτηση που θα του επιτρέπει να κάνει λόγο για νίκη.

Ομως αυτό το σχέδιο μπορεί να ματαιωθεί, υποστηρίζει ο Ρόουζ. Αρκεί οι ΗΠΑ και η Ευρώπη να συνεχίσουν να μην υποκύπτουν στους ρωσικούς εκφοβισμούς και να συνδράμουν στρατιωτικά τους Ουκρανούς. «Ανελέητες συμβατικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ωθούν τις ρωσικές γραμμές προς τα πίσω και να αναγκάσουν τη Μόσχα να αποδεχθεί την λιγότερο κακή επιλογή – μια διευθέτηση κατόπιν διαπραγματεύσεων που αποκαθιστά το εδαφικό στάτους κβο της 24ης Φεβρουαρίου», εξηγεί ο Ρόουζ, πριν επιστρέψει στο παρελθόν, στα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Η Θεωρία του Τρελού

Το 1965 η κυβέρνηση του προέδρου Λίντον Τζόνσον ενέτεινε την εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ για να γλιτώσουν τους νοτιοβιετναμέζους συμμάχους τους από την ήττα. Το σκεπτικό ήταν ότι η σταδιακή κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων θα ανάγκαζε το Βόρειο Βιετνάμ να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του για ενοποίηση της χώρας και να επιτρέψει στο καθεστώς της Σαϊγκόν να επιβιώσει. Αλλά οι κομμουνιστές αρνήθηκαν να συνθηκολογήσουν, αποδεικνύοντας καταρχάς ότι ήταν πολύ πιο ανθεκτικοί και ικανοί και αποφασισμένοι από όσο πιστευόταν, αλλά και πως η Ουάσιγκτον δεν είχε καταστρώσει ένα plan B.

Οπότε το 1968, όντας απρόθυμος να αποσυρθεί από το Βιετνάμ αλλά έχοντας, επίσης, συνειδητοποιήσει ότι οι Αμερικανοί δεν είχαν καμία διάθεση για περαιτέρω κλιμάκωση, ο πρόεδρος Τζόνσον ανακοίνωσε ότι δεν θα διεκδικούσε την επανεκλογή του και περιόρισε την ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων στο Βιετνάμ και τους βομβαρδισμούς στα βόρεια της χώρας, μεταθέτοντας το πρόβλημα στον διάδοχό του.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος εισήλθε στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 1969, είχε τον ίδιο στόχο με τον προκάτοχό του: τη διαπραγμάτευση και την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα εξασφάλιζε την ύπαρξη και την ασφάλεια του Νοτίου Βιετνάμ. Γνώριζε, όμως, πως η υπομονή της αμερικανικής κοινής γνώμης εξαντλούνταν.

«Οπότε αυτός και ο Χένρι Κίσινγκερ, ο σύμβουλός του για την εθνική ασφάλεια, αποφάσισαν να προσπαθήσουν να φέρουν το Ανόι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη μέθοδο του καρότου και του ραβδιού. Οπως το έθεσε ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Μπομπ Χάλντεμαν, ο Νίξον ήθελε να συνδυάσει τις απειλές ακραίας βίας με υποσχέσεις για πλουσιοπάροχη αρωγή», γράφει ο Ρόουζ στην ανάλυσή του.

Συνομιλώντας με τον προσωπάρχη του για το θέμα, ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «Την ονομάζω Θεωρία του Τρελού, Μπομπ. Θέλω οι Βορειοβιετναμέζοι να πιστέψουν ότι έφτασα στο σημείο όπου ενδέχεται να κάνω τα πάντα για να τερματίσω τον πόλεμο. Απλώς θα τους πούμε ότι, “για όνομα του Θεού, ξέρετε ότι ο Νίξον έχει πρόβλημα με τον κομμουνισμό. Δεν μπορούμε να τον συγκρατήσουμε όταν είναι θυμωμένος – και έχει το χέρι του στο πυρηνικό κουμπί” – και ο ίδιος ο Χο Τσι Μινχ θα βρίσκεται στο Παρίσι σε δύο μέρες και θα εκλιπαρεί για ειρήνη».

Οι προηγούμενες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να εξαναγκάσουν τους Βορειοβιετναμέζους να καθίσουν το τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν είχαν αποτέλεσμα, επειδή δεν είχαν ληφθεί αρκετά σοβαρά υπόψη οι όποιες απειλές. Αλλά η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε να καθυποτάξει τους αντιπάλους της, επιδεικνύοντας την αποφασιστικότητα και τη σκληρότητά της. Κάπως έτσι ο Κίσινγκερ ζήτησε από το επιτελείο του να σχεδιάσει ένα «άγριο, τιμωρητικό πλήγμα» κατά του εχθρού, επισημαίνοντας: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μια δύναμη τέταρτης κατηγορίας  όπως το Βόρειο Βιετνάμ δεν έχει σημείο θραύσης».

Την άνοιξη του 1969, ο Λευκός Οίκος ενέκρινε πρωτοφανείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον κομμουνιστικών περιοχών στο Λάος και την Καμπότζη ενώ το καλοκαίρι απείλησε με περαιτέρω μαζικές επιθέσεις. Και το φθινόπωρο έστειλε 18 βομβαρδιστικά Β-52 φορτωμένα με πυρηνικά όπλα να περιπολούν στην Αρκτική, προκειμένου να τρομάξει τη Μόσχα και τιθασεύσει το Ανόι.

Ωστόσο η στρατηγική του Νίξον απέτυχε, γιατί οι κομμουνιστές δεν πτοήθηκαν από τα πλήγματα που δέχτηκαν, αποκαλύπτοντας, έτσι, την μπλόφα της Ουάσιγκτον. Συνειδητοποιώντας ότι εάν πραγματοποιούσε τις πυρηνικές απειλές του, η κατάσταση κάθε άλλο παρά θα βελτιωνόταν, ο αμερικανός πρόεδρος αναγκάστηκε εκείνος τελικά να αλλάξει τη στάση του.

Εως τον Νοέμβριο είχε υιοθετήσει μια δεύτερη στρατηγική αποδέσμευσης, μειώνοντας σταδιακά τη στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ ενώ συνέχισε να δεσμεύεται για τη στήριξη του καθεστώτος της Σαϊγκόν. «Μετά από άλλα τρία χρόνια πολέμου, προέκυψε μια συμφωνία που επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες να αποδεσμευτούν, να πάρουν πίσω τους αιχμαλώτους τους και να μην προδώσουν επίσημα έναν σύμμαχο. Η ίδια συμφωνία, ωστόσο, άνοιξε το δρόμο για την πτώση του Νοτίου Βιετνάμ έπειτα από μία διετία», συνοψίζει ο Γκίντεον Ρόουζ.

Τα τρία διδάγματα

Σύμφωνα με τον αμερικανό ειδικό στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, «τρία είναι τα διδάγματα αυτής της ιστορίας για όσους ενδιαφέρονται να εκδιώξουν μια πυρηνική δύναμη από τη χώρα τους».

Το πρώτο αφορά τη σημασία των στρατιωτικών επιτυχιών στο πεδίο. Οι Αμερικανοί συχνά επιδιώκουν να κερδίσουν έναν πόλεμο μέσω έμμεσων μέτρων όπως είναι οι κυρώσεις, οι βομβαρδισμοί και απειλές για μελλοντικές άκρως καταστροφικές ενέργειες. Αλλά καλώς ή κακώς αποτελεί γεγονός πως στο τέλος οι πόλεμοι κερδίζονται και χάνονται στα μέτωπα. «Οι στρατιωτικές ικανότητες και το πάθος των βιετναμέζων κομμουνιστών τους επέτρεψαν να συνεχίσουν να πολεμούν έναν ισχυρότερο εχθρό και τελικά τους οδήγησαν στη νίκη. Το ίδιο συμβαίνει τώρα στην Ουκρανία, καθώς οι επιδέξιες και παθιασμένες ουκρανικές δυνάμεις ωθούν τους Ρώσους προς τα πίσω. Εάν αυτή η πρόοδος στο έδαφος συνεχιστεί, τίποτα άλλο δεν θα έχει σημασία, και ο πόλεμος θα ολοκληρωθεί σε εύθετο χρόνο. Επομένως, το να εξασφαλιστεί ότι θα συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα πρέπει να είναι η ύψιστη προτεραιότητα της Ουάσιγκτον», γράφει ο Ρόουζ.

Το δεύτερο δίδαγμα σχετίζεται με τον εκφοβισμό. Το να ηττάται κανείς σίγουρα δεν είναι ευχάριστο, ούτε γίνεται εύκολα αποδεκτό, ειδικά εάν είναι ισχυρός. Οπότε είναι λογικό και αναμενόμενο το ότι η Μόσχα αντιδρά οργισμένα, όπως έκανε η Ουάσιγκτον πριν από μισό αιώνα. «Οι ηχηρές απειλές κλιμάκωσης είναι σημάδι αδυναμίας, όχι δύναμης», και αυτό σημαίνει πως εάν η Μόσχα είχε στη διάθεσή της άλλες επιλογές, για να αλλάξει την κατάσταση προς όφελός της, θα τις είχε ήδη χρησιμοποιήσει, θεωρεί ο αμερικανός αναλυτής. «Ως εκ τούτου οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα πρέπει κατά βάση να αγνοούν τις ρωσικές απειλές και προκλήσεις και να αποφεύγουν να αποσπώνται από το κύριο καθήκον τους: να συνδράμουν την Ουκρανία να κερδίσει στο πεδίο».

Το τρίτο δίδαγμα, εξίσου σημαντικό με τα δύο προηγούμενα, αναδεικνύει την ανάγκη συνδυασμού της στρατιωτικής ισχύος με τη διπλωματία. Στην Κορέα, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να το κάνουν αυτό, αναφέρει ενδεικτικά ο Ρόουζ, επικαλούμενος τη σχετική παραδοχή του Κίσινγκερ. «Η απόφασή μας να σταματήσουμε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, εκτός από αυτές που είχαν καθαρά αμυντικό χαρακτήρα, στην αρχή των διαπραγματεύσεων για ανακωχή, αντανακλούσε την πεποίθησή μας ότι η διαδικασία της διαπραγμάτευσης λειτουργούσε με τη δική της εγγενή λογική, ανεξάρτητα από τις στρατιωτικές πιέσεις. Αλλά με τη διακοπή των στρατιωτικών επιχειρήσεων εξαλείψαμε το μοναδικό κίνητρο των Κινέζων για μια διευθέτηση. Το αποτέλεσμα ήταν η απογοήτευση δύο χρόνων άκαρπων διαπραγματεύσεων», είχε παραδεχτεί το 1957 ο κορυφαίος αμερικανός διπλωμάτης.

Κατά τις τελικές φάσεις του πολέμου στο Βιετνάμ, αμφότερες οι πλευρές απέφυγαν αυτό το λάθος και συνέχισαν να πολεμούν ενόσω διαπραγματεύονταν. «Το ίδιο πιθανότατα θα συμβεί και στην Ουκρανία, και έτσι θα πρέπει να αναμένεται κλιμάκωση αντί για αποκλιμάκωση του πολέμου, όσο πλησιάζει η διευθέτηση. Η Ρωσία θα θελήσει να καλύψει την υποχώρησή της με μια έκρηξη βίας, να απελευθερώσει την οργή της για την ήττα και να επιδείξει δημόσια την ισχύ της που απομένει», προβλέπει ο Γκίντεον Ρόουζ.

Αναφερόμενος στην αντίδραση του ρώσου προέδρου μετά την έκρηξη στη γέφυρα της Κριμαίας αναφέρει πως η ρωσική βαναυσότητα θα συνεχιστεί όσο συνεχίζονται οι επιτυχίες των Ουκρανών στο πεδίο. Αλλά κατά τη διάρκεια των αποκαλούμενων Χριστουγεννιάτικων Βομβαρδισμών του Ανόι και του Χάι Φονγκ, τον Δεκέμβριο του 1972, οι Αμερικανοί επέδειξαν ακόμη μεγαλύτερη βαναυσότητα, καθώς επρόκειτο για τους πιο καταστροφικούς βομβαρδισμούς του πολυετούς πολέμου. «Βομβαρδίσαμε του Βορειοκορεάτες για να αποδεχτούν τις παραχωρήσεις μας», είχε παραδεχτεί ένας βοηθός του Κίσινγκερ.

Οπως τότε «οι κομμουνιστές δεν επέτρεψαν σε αυτήν την αμερικανική συμπεριφορά να εκτροχιάσει τις δικές τους στρατιωτικές και διπλωματικές προσπάθειες», παρομοίως και η Δύση δεν πρέπει να επιτρέψει σε αντίστοιχες ρωσικές ενέργειες να εκτροχιάσουν τις δικές της στρατιωτικές και διπλωματικές προσπάθειες για την αρωγή της Ουκρανίας.

Ο Γκίντεον Ρόουζ θεωρεί πως εάν οι ουκρανικές δυνάμεις συνεχίσουν να πιέζουν τους Ρώσους στο πεδίο, κάποια στιγμή η Μόσχα θα αρχίσει να επιδιώκει τον τερματισμό του πολέμου. «Τότε, και όχι νωρίτερα, θα τεθούν επί τάπητος οι αναπόφευκτοι απαραίτητοι συμβιβασμοί από όλες τις πλευρές και θα πρέπει να λάβουν χώρα δύσκολες ανταλλαγές», γράφει.

Υποστηρίζει πως η Ρωσία θα κλονιστεί αλλά δεν θα επιτρέψει να πληγεί ανεπανόρθωτα, ούτε να ταπεινωθεί. Οπως ο Λευκός Οίκος στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το Κρεμλίνο θα κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την επιρροή και την αξιοπιστία του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. «Οποιαδήποτε διευθέτηση προκύψει δεν θα είναι μια συνθηκολόγηση προερχόμενη από την κατάρρευση, αλλά μια σκόπιμη απόφαση για απόσυρση, προκειμένου να σταματήσει η ροή αίματος, πλούτου και πολιτικού κεφαλαίου», εξηγεί.

Η ισχύς που θα συνεχίσει να διαθέτει η Μόσχα συνεπάγεται πως ορισμένοι από τους κύριους στόχους των Ουκρανών θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Αλλά το λιγότερο που πρέπει να απαιτήσουν είναι η επιστροφή στις θέσεις που κατείχαν οι δύο πλευρές πριν από την 24η Φεβρουαρίου. Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να αποτελέσει μια αρκετά στέρεα βάση για μια μελλοντική διευθέτηση κρίσιμων ζητημάτων όπως η τύχη των υπόλοιπων κατεχόμενων περιοχών στο Ντονμπάς, το καθεστώς της Κριμαίας, τα ρωσικά εγκλήματα πολέμου και οι ευρύτερες διευθετήσεις ασφαλείας.

Μπλοφάρει ο Πούτιν με τα πυρηνικά;

«Υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι η Ρωσία δεν θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα στην Ουκρανία», απαντά ο Ρόουζ. Σημειώνει πως είναι απόλυτα λογικό και αναμενόμενο η Μόσχα να απειλεί πως θα το κάνει, καθώς φοβίζει τον κόσμο, προκαλεί ανησυχία και επιφυλακτικότητα στους υποστηρικτές της Ουκρανίας και ενθαρρύνει εκκλήσεις για πρώιμες διαπραγματεύσεις με στόχο την αποτροπή του κινδύνου, και όλα αυτά με μηδενικό κόστος για το Κρεμλίνο.

«Η ουσιαστική χρήση τους, ωστόσο, θα αντέστρεφε τον εξίσωση, με λίγα οφέλη και πολλά πρόσθετα κόστη, περιλαμβανομένων των αντιποίνων, της κατακραυγής και της απώλειας διεθνούς υποστήριξης. Για αυτόν τον λόγο όλες οι προηγούμενες πυρηνικές απειλές από το 1945 και μετά δεν ακολουθήθηκαν από πράξεις», εξηγεί ο Ρόουζ. Αλλά ακόμη και εάν η Μόσχα αποφάσιζε τελικά να προβεί στη χρήση πυρηνικών όπλων, αυτό δεν θα βελτίωνε τη θέση της Ρωσίας, ούτε θα άλλαζε την έκβαση του πολέμου.

Αποκλείοντας το ενδεχόμενο ενός στρατηγικού πυρηνικού πλήγματος – κατά μιας μεγάλης πόλης, για παράδειγμα, με στόχο την εξαφάνισή της – λόγω των άκρως καταστροφικών συνεπειών μιας τέτοιας ενέργειας, ο Ρόουζ επικεντρώνεται στα λιγότερο απίθανα σενάρια χρήσης πυρηνικών όπλων. Η Μόσχα θα μπορούσε, οπότε, να προβεί σε κάποιο τακτικό πυρηνικό πλήγμα, είτε σε κάποια ερημική περιοχή στο πλαίσιο μιας επίδειξης ισχύος είτε κατά ουκρανικών δυνάμεων στο πεδίο.

Στόχος μιας επίδειξης πυρηνικής ισχύος είναι να καταστεί σαφές πως ο επιτιθέμενος είναι ατρόμητος και αποφασισμένος να κάνει ό,τι χρειάζεται, ούτως ώστε να επιτύχει τους στόχους του. Ωστόσο παρόμοιες ενέργειες εξετάστηκαν πολλές φορές κατά το παρελθόν σε διάφορες χώρες, δίχως να εγκριθούν ποτέ, δικαιολογημένα, σύμφωνα με τον Ρόουζ.

Καταρχάς οι ίδιοι οι περιορισμοί που συνεπάγεται μια επίδειξη πυρηνικής ισχύος (απομακρυσμένη περιοχή, περιορισμένες απώλειες και καταστροφές) την καθιστούν ελάχιστα αποτελεσματική, καθώς καταδεικνύει περισσότερο διστακτικότητα παρά αποφασιστικότητα. «Εάν φοβήθηκες να ρισκάρεις τα πάντα αυτήν τη φορά, γιατί να φοβηθείς λιγότερο την επόμενη;», γράφει ο Ρόουζ σχετικά.

Οσον αφορά τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στο πεδίο, θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική σε συγκεκριμένα στρατιωτικά πλαίσια, για την καταστροφή ενός αεροπλανοφόρου στη θάλασσα, για παράδειγμα, ή ενός μεγάλου σχηματισμού σε μια έρημο ή για την ολική καταστροφή ενός δύσβατου περάσματος. Αλλά στην Ουκρανία δεν υπάρχουν ούτε αεροπλανοφόρα ούτε μεγάλοι σχηματισμοί ούτε δύσβατα περάσματα. Αντιθέτως, σχετικά μικρές μονάδες πολεμούν σε οριοθετημένες περιοχές εδαφών που η Ρωσία διεκδικεί ως δικά της. Η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων σε αυτές τις συνθήκες δεν θα επηρέαζε την ευρύτερη στρατηγική κατάσταση ενώ θα μόλυνε τα ίδια τα εδάφη που υποτίθεται ότι προστατεύει η Μόσχα.

Πάντως σε αμφότερες τις περιπτώσεις, μετά τις εκρήξεις, η Ουκρανία θα συνέχιζε να έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει στο πεδίο, η Δύση δεν θα είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία και να μην προσφέρει τίποτα στο Πούτιν που θα μοιάζει με νίκη ενώ παράλληλα θα εξαλειφόταν οποιαδήποτε στήριξη της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή. «Η χρήση πυρηνικών όπλων θα ήταν αυτοκαταστροφική – όχι προοίμιο ενός γενικευμένου πολέμου ή μοντέλο για να ακολουθηθεί, αλλά μια προειδοποιητική ιστορία απερίσκεπτης στρατηγικής ανικανότητας», καταλήγει ο Γκίντεον Ρόουζ. Το πιο σημαντικό όσον αφορά τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία είναι ότι το ένα στρατόπεδο υπερτερεί (συμβατικά) του άλλου στο πεδίο.

«Η ηττημένη πλευρά έχει πυρηνικά όπλα και η σύγκρουση είναι πιθανό να τελειώσει, όπως τερματίστηκαν παρόμοιες συρράξεις πριν από αυτήν, με τα πυρηνικά όπλα να παραμένουν στο περιθώριο, ενώ αποφασιζόταν η έκβαση της σύγκρουσης. Ανάμεσα στα πολλά θύματα του πολέμου στην Ουκρανία, επομένως, μπορεί να περιλαμβάνονται απόψεις όσον φορά την αξία και τη χρησιμότητα των τεράστιων πυρηνικών οπλοστασίων που διατηρούν οι μεγάλες δυνάμεις με τόσο μεγάλο κόστος, προσπάθεια και κίνδυνο», προσθέτει, ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...