Aμφισβητώντας τις εντυπώσεις ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας είχαν μόνο περιορισμένα αποτελέσματα, η βρετανική Telegraph παρουσιάζει μια «άγνωστη ιστορία επιτυχίας» των δυτικών δημοκρατιών απέναντι στο Κρεμλίνο.
Οπως σημειώνει ο Ambrose Evans-Pritchard, αρχισυντάκτης του τμήματος Διεθνούς Οικονομίας, η δυνατότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν να συνεχίζει τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας, αλλά και τον ιδεολογικό πόλεμο ενάντια στον φιλελεύθερο κόσμο, μειώνεται συστηματικά κάθε μήνα που περνάει.
Αυτό συμβαίνει χάρη σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Τα κέρδη της Ρωσίας από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά 52% το πρώτο τετράμηνο του 2023. Και όπως είναι γνωστό, τα έσοδα από την πώληση υδρογονανθράκων χρηματοδοτούν τα δύο πέμπτα του προϋπολογισμού του Κρεμλίνου.
Το 2022 ο Πούτιν δεν είχε καμία δυσκολία να χρηματοδοτήσει την εισβολή του στην Ουκρανία, χάρη στα απροσδόκητα κέρδη που αποκόμισε από την άνοδο των τιμών της ενέργειας —αυξήσεις που προκλήθηκαν άλλωστε σε μεγάλο βαθμό από τις δικές του ενέργειες. Ο ρώσος πρόεδρος είχε την ευκαιρία να αυξήσει τις συντάξεις κατά 10% και να του μένουν και αρκετά χρήματα για τον πόλεμο. Φέτος όμως θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο «βούτυρο» και τα «κανόνια».
Οι δημοκρατίες που αντιστέκονται στον Πούτιν έχουν κινηθεί με επιδεξιότητα. Η Telegraph αντί του όρου «Δύση» χρησιμοποιεί τον όρο «δημοκρατίες» για να συμπεριλάβει και τις ανατολικές δημοκρατίες της Ιαπωνίας, της Κορέας και της Ταϊβάν οι οποίες συμμετέχουν επίσης σε έναν πιο ήπιο οικονομικό αποκλεισμό της Ρωσίας.
Η Ευρώπη αντιμετώπισε το κλείσιμο της στρόφιγγας του φυσικού αερίου από τον Πούτιν καλύτερα από ό,τι θα μπορούσαν να φανταστούν οι περισσότεροι πριν από ένα χρόνο. Οι τιμές του αερίου έχουν πέσει στα 25 ευρώ ανά μεγαβατώρα ενώ τον περασμένο Αύγουστο άγγιζαν το ρεκόρ των 304 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Ετσι, η σημερινή τιμή του φυσικού αερίου δεν βρίσκεται πολύ πάνω από τη μέση τιμή της τελευταίας δεκαετίας.
«Δεν χρειάζεται πια να φοβόμαστε ένα δεύτερο και ακόμη πιο οδυνηρό ενεργειακό σοκ τον ερχόμενο χειμώνα» σχολιάζει η βρετανική εφημερίδα. Οι δεξαμενές αποθήκευσης αερίου είναι ήδη γεμάτες σε ποσοστό 75% στη Γερμανία και 74% στην Ιταλία, τουλάχιστον 20% υψηλότερα από τα συνήθη για την εποχή επίπεδα.
Τα προβλήματα στην ανάκαμψη της Κίνας έχουν μειώσει τη ζήτηση για υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) στην Ασία. Ενώ η Ρωσία έχει χάσει -με εξαίρεση ένα μικρό κομμάτι- ολόκληρη την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Παράλληλα δεν διαθέτει αγωγούς για να μεταφέρει το προϊόν της στην Ασία.
Η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη βρίσκεται σε ταχεία καθοδική τροχιά. Σύμφωνα με την JP Morgan, η Ευρώπη έχει ήδη μειώσει τις ανάγκες της σε φυσικό αέριο κατά 5%. Ενώ η ιλιγγιώδης ανάπτυξη αιολικής και ηλιακής ενέργειας θα μειώσει κατά επιπλέον 20% την κατανάλωση αερίου στη Γηραιά Ηπειρο μέσα στη δεκαετία που διανύουμε.
Το πόκερ με το πετρέλαιο
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία εξακολουθεί να πουλάει πετρέλαιο σε ποσότητες ρεκόρ. Αυτό θεωρείται ένα σκόπιμο παρεπόμενο -και όχι μια αθέλητη παρενέργεια- που απορρέει από το πλαφόν των 60 δολαρίων το βαρέλι που αποφάσισαν οι G7 τον περασμένο Δεκέμβριο. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός του πλαφόν σχεδιάστηκε για να μειώνει τις τιμές εξαγωγής για το ρωσικό αργό πετρέλαιο και τα προϊόντα πετρελαίου, όχι για να μειώνει τον όγκο των εξαγωγών.
Επομένως, ο σκοπός της επιβολής ανώτατου ορίου στην τιμή ήταν να μειωθεί σημαντικά η ροή εσόδων του Πούτιν χωρίς να προκληθεί ένα παγκόσμιο πετρελαϊκό σοκ αλλά και χωρίς να προκληθούν κοινωνικές αντιδράσεις στην Ευρώπη.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ανέφερε ότι το ρωσικό αργό κινήθηκε κατά μέσο όρο στα 52 δολάρια το βαρέλι κατά το πρώτο τρίμηνο του 2023, στα μισά της τιμής που βρισκόταν πριν από ένα χρόνο και κατά 25-30 χαμηλότερα έναντι του Brent.
Παράλληλα, οι δημοκρατίες ελέγχουν το 90% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων. Ο Πούτιν είναι φυσικά ελεύθερος να πουλάει δια θαλάσσης πετρέλαιο σε οποιαδήποτε τιμή στην Κίνα, την Ινδία ή οποιαδήποτε χώρα που χρησιμοποιεί πλοία εκτός του συνδέσμου των χωρών του G7. Για τον σκοπό αυτό έχει συγκεντρώσει έναν «σκιώδη στόλο» περίπου 500 πλοίων, κυρίως παλιά δεξαμενόπλοια, τα οποία πλέουν στις θάλασσες με τους αναμεταδότες τους απενεργοποιημένους.
«Ανοιχτά της Πελοποννήσου»
Η χρήση αυτού του «σκοτεινού» στόλου έχει φυσικά κόστος. Περίπου το 80% των εξαγωγών αργού πετρελαίου της Ρωσίας εκκινεί από λιμάνια στη Βαλτική και στη Μαύρη Θάλασσα. Το σύστημα σχεδιάστηκε άλλωστε για να τροφοδοτεί την Ευρώπη. Για παράδειγμα, το ταξίδι μετ’ επιστροφής από την Αγία Πετρούπολη στο Αμβούργο διαρκεί μόλις έξι ημέρες. Αντίθετα, το μετ’ επιστροφής ταξίδι προς τη Σαγκάη διαρκεί 90 ημέρες, με αντίστοιχα υψηλότερες τιμές για τη μεταφορά, τις αμοιβές του πληρώματος και τα καύσιμα.
Υπάρχει ένα ακόμη εμπόδιο: τα ρωσικά λιμάνια δεν μπορούν να υποδεχθούν τα υπερ-δεξαμενόπλοια Suezmax. Το πετρέλαιο χρειάζεται επομένως να αποσταλεί σε μικρότερα δεξαμενόπλοια τύπου Aframax (από την συντόμευση AFRA: Average Freight Rate Assessment) και στη συνέχεια να μεταφερθεί στα δεξαμενόπλοια «θηρία». Πού γίνεται αυτό; Σύμφωνα με την Telegraph γίνεται «σε (σχεδόν) κρυφά σημεία, ανοιχτά της Θέουτα (στη βόρεια ακτή της Αφρικής) και ανοιχτά της ελληνικής Πελοποννήσου»…
«Κάτι τέτοιο μπορεί να ισοδυναμεί με οικολογικό εφιάλτη, αλλά δεν αποτελεί παραβίαση των κυρώσεων –εκτός αν αυτές οι μεταφορές και λειτουργίες κρύβουν από πίσω τους έλληνες πλοιοκτήτες, όπως ισχυρίζεται η Ουκρανία. Ομως δεν συνιστούν αποτυχία της πολιτικής της G7» αναφέρει η εφημερίδα.
Οι μεγάλες αποστάσεις κοστίζουν στον Πούτιν επιπλέον 12 δολάρια το βαρέλι για να φτάσει το πετρέλαιο στις αγορές της Ασίας. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι το τελικό κέρδος για τη Ρωσία μπορεί να πέφτει και κάτω από 20 δολάρια το βαρέλι.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Atlantic Council τα λεφτά δεν φτάνουν για τον Πούτιν. Δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει μια πολεμική μηχανή με έσοδα αυτής της τάξης, την ώρα που το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ρωσίας κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2023 έχει εκτιναχθεί στα 40 δισ. δολάρια, υπερβαίνοντας τον στόχο για ολόκληρο τον χρόνο.
Παράλληλα, η Ρωσία δεν μπορεί πλέον να δανείζεται από το εξωτερικό, ουσιαστικά ούτε από την Κίνα. Το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών κατάφερε να συγκεντρώσει 12,5 δισ. δολάρια εφέτος από την αγορά ομολόγων αλλά με τιμωρητικό επιτόκιο, άνω του 10%. Το Κρεμλίνο στρέφεται έτσι σε δικούς του ολιγάρχες αναγκάζοντας τους να καταβάλουν «εθελοντικές» εισφορές.
Σοβιετικά τανκς του ’50 και του ’60
Ο οικονομικός αποκλεισμός που επέβαλε η Δύση θα δεν μπορούσε ποτέ να φέρει άμεσα και γρήγορα μια νίκη της Ουκρανίας στον πόλεμο. Ωστόσο η οικονομική πίεση των G7 υποβαθμίζει τις δυνατότητες της πολεμικής μηχανής του Πούτιν δίνοντας στην Ουκρανία μια ευκαιρία αντεπίθεσης. Το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών των ΗΠΑ (CSIS), εκτιμά ότι η Ρωσία έχει χάσει έως και 40% των αρμάτων μάχης της. Συνεχίζει να χάνει 150 τανκς το μήνα, αλλά μπορεί να παράγει μόνο 20 στο ίδιο διάστημα.
Η Ρωσία αξιοποιεί το στοκ σοβιετικών όπλων βγάζοντας στο πεδίο άρματα μάχης T64 (σχεδιάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960) ακόμη και T55 (πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1950). Ωστόσο, το Κρεμλίνο δεν διαθέτει τα εξαρτήματα υψηλής τεχνολογίας για την αναβάθμιση αυτών των δεινοσαύρων με ακριβή συστήματα. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση σε ό,τι αφορά το πυροβολικό, τα πυραυλικά συστήματα, τα ελικόπτερα και τον ηλεκτρονικό πόλεμο. Η έλλειψη υψηλής ποιότητας μικροτσίπ εμποδίζει την επισκευή και την παραγωγή hi-tech όπλων.
Η Ρωσία χρειάζεται 30.000 τσιπ το μήνα (βασικά, όχι εξελιγμένα) ώστε να μπορεί να συνεχίζει τον πόλεμο. Παράγει όμως μόλις 8.000. Αγοράζει παράλληλα τσιπ από την Κίνα, αλλά αυτά πρέπει να επανασχεδιαστούν σε πολύ μεγάλο βαθμό ώστε να ταιριάζουν στο τεχνολογικό της σύστημα που εξελίχθηκε χρησιμοποιώντας τσιπ από τις αμερικανικές πολυεθνικές Intel και Advanced Micro Devices (AMD).
Το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών των ΗΠΑ σημειώνει ότι τα αεροσκάφη Sukhoi Superjet 100 συνεχίζουν να πετούν χάρη σε 17 εξαρτήματα από παλιούς κινητήρες.
Ολα δείχνουν ότι το Κρεμλίνο δεν έχει πλέον πρόσβαση στον εξοπλισμό ακριβείας που χρειάζεται για τη διατήρηση μιας πολεμικής μηχανής που παραμένει στην αιχμή της σύγχρονης τεχνολογίας. Βασίζεται ως εκ τούτου στη διεθνή μαύρη αγορά για την εισαγωγή βασικών εξαρτημάτων. Ομως η διαδικασία αυτή απαιτεί χρόνο και χρήμα που λιγοστεύουν, καθώς η Ουκρανία προετοιμάζει την αντεπίθεσή της με τα σύγχρονα όπλα της Δύσης. Υπό αυτή την έννοια, οι κυρώσεις σίγουρα λειτουργούν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News