Σε λιγότερο από δύο μήνες συμπληρώνονται δύο χρόνια από την 24η Φεβρουαρίου του 2022, την ημέρα που ο Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία. Ο πόλεμος μαίνεται εδώ και περίπου 680 ημέρες, ωστόσο η κατάσταση στο πεδίο έχει αλλάξει ελάχιστα τους τελευταίους μήνες.
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως η πολυαναμενόμενη αντεπίθεση των ουκρανικών δυνάμεων δεν ήταν επιτυχημένη τόσο όσο αναμενόταν αρχικά, ενώ η Ρωσία εξακολουθεί να ελέγχει σήμερα περίπου το 18% της ουκρανικής επικράτειας. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να εξελιχθεί η σύρραξη κατά τη διάρκεια της νέας χρονιάς; Το ερώτημα έθεσε το BBC σε τρεις καταξιωμένους ειδικούς, οι οποίοι σκιαγράφησαν ισάριθμα πιθανά σενάρια.
Μακριά από το πεδίο η λύση
Ο πόλεμος θα συνεχιστεί αλλά όχι επ’ αόριστον, υποστηρίζει η Μπάρμπαρα Ζανκέτα, καθηγήτρια στο Τμήμα Πολεμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου King’s College του Λονδίνου. Οι πιθανότητες να τερματιστεί σύντομα είναι πολύ λίγες, ενώ συγκριτικά με πριν από έναν χρόνο ο ρώσος πρόεδρος είναι πιο ισχυρός, «περισσότερο πολιτικά παρά στρατιωτικά», και η κατάσταση στο πεδίο παραμένει αβέβαιη. Εχει, ωστόσο, περιέλθει σε τέλμα, με καμία από τις δύο πλευρές να μη σημειώνει σημαντική πρόοδο.
«Περισσότερο από ποτέ, το αποτέλεσμα εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται χιλιόμετρα μακριά από πεδίο – στην Ουάσινγκτον και στις Βρυξέλλες» γράφει η βρετανίδα πανεπιστημιακός, θυμίζοντας πως η εντυπωσιακή ενότητα όσον αφορά την άνευ όρων στήριξη της Ουκρανίας, που επέδειξε η Δύση το 2022 και διατήρησε και κατά την επόμενη χρονιά, έχει αρχίσει να κλονίζεται.
Αναμενόμενα, οι ενδοιασμοί που παρατηρούνται πλέον σε πολλές Δυτικές πρωτεύουσες (η συνέχιση της οικονομικής στήριξης του Κιέβου εξακολουθεί να είναι στον αέρα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ) εμψύχωσαν τον Πούτιν, ο οποίος, μέσω δημόσιων εμφανίσεων αλλά και προκλητικών δηλώσεων, έχει ξεκαθαρίσει πως η Ρωσία είναι προετοιμασμένη για έναν μακροχρόνιο πόλεμο. «Θα έχει, άρα, η Δύση τη δύναμη και τις αντοχές να συνεχίσει να εναντιώνεται σε αυτόν και σε όλα όσα εκπροσωπεί;» διερωτάται η Ζανκέτα.
«Η απόφαση της ΕΕ να ξεκινήσει ενταξιακές συνομιλίες με την Ουκρανία και τη Μολδαβία είναι κάτι περισσότερο από συμβολική. Συνεπάγεται σιωπηρά τη συνέχιση της υποστήριξης προς το Κίεβο, καθώς ένα μέλλον στην ΕΕ για την Ουκρανία θα ήταν αδύνατο με μια πλήρη νίκη της Ρωσίας» απαντά η ίδια.
Αλλά και στην Ουάσινγκτον «μια πλήρης ανατροπή της πολιτικής» (για την Ουκρανία) είναι απίθανη. «Ενώ είναι δελεαστικό να παρουσιάζονται σενάρια καταστροφής σχετικά με την αμερικανική βοήθεια, καθώς τα ποσοστά του Τραμπ αυξάνονται στις δημοσκοπήσεις, ο πρώην πρόεδρος, παρά τους θεατρινισμούς του, δεν έφυγε από το ΝΑΤΟ το 2016. Και δεν θα μπορούσε μόνος του να αλλάξει ριζικά την 75χρονη διατλαντική εταιρική σχέση των ΗΠΑ».
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ρωγμές που εντοπίζονται στο Δυτικό τείχος δεν έχουν σημασία. «Για τη Δύση και κατ’ επέκταση για την Ουκρανία το 2024 θα είναι πιο δύσκολο. Για τις δημοκρατίες, η επίτευξη μακροχρόνιας συναίνεσης υπέρ ενός πολέμου ήταν ανέκαθεν πιο περίπλοκη από όσο για τους αυταρχικούς ηγέτες που δεν είναι υπόλογοι» καταλήγει η Μπάρμπαρα Ζανκέτα.
«Παρότι ο πόλεμος ενδέχεται να συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Με τη διστακτικότητα της Δύσης να ενισχύει τη Ρωσία και δίχως κάποιο πραξικόπημα ή ζήτημα υγείας που θα μπορούσαν να επιφέρουν το τέλος του Πούτιν, η μόνη προβλέψιμη εξέλιξη είναι μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων, τις οποίες προς το παρόν συνεχίζουν να αρνούνται αμφότερες οι πλευρές» προσθέτει.
Οι απαιτήσεις του βιομηχανικού πολέμου
Οτι ο πόλεμος δεν πρόκειται να τερματιστεί άμεσα υποστηρίζει και ο Μάικλ Κλαρκ, πρώην γενικός διευθυντής της βρετανικής δεξαμενής σκέψης Royal United Services Institute. Σύμφωνα με τον βρετανό ειδικό σε ζητήματα Αμυνας και Ασφάλειας, το 2024 θα είναι μια χρονιά εδραίωσης, τόσο για το Κίεβο όσο και για τη Μόσχα.
Το 2022 επέστρεψε ο πόλεμος στην Ευρώπη, ενώ την επόμενη χρονιά επέστρεψε και ο αποκαλούμενος πόλεμος της βιομηχανικής εποχής. «Ο πόλεμος της βιομηχανικής εποχής στρέφει σημαντικά τμήματα ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ολόκληρες οικονομίες προς την παραγωγή πολεμικού υλικού […] Ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ρωσίας έχει τριπλασιαστεί από το 2021 και θα καταναλώσει το 30% των κρατικών δαπανών το επόμενο έτος» εξηγεί ο Κλαρκ.
Η επιστροφή του πολέμου της βιομηχανικής εποχής όχι μόνο θα επιμηκύνει τη σύρραξη στην Ουκρανία, αλλά θα την καταστήσει ακόμη πιο τραυματική, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχει συμβεί στην Ευρώπη από τα μέσα του περασμένου αιώνα, σύμφωνα πάντα με τον βρετανό ειδικό. «Το επόμενο έτος θα δείξει εάν η Ρωσία –και οι προμηθευτές της στη Βόρεια Κορέα και στο Ιράν– ή η Ουκρανία και οι Δυτικοί υποστηρικτές της είναι ικανοί και προετοιμασμένοι να ανταποκριθούν στις αδηφάγες απαιτήσεις του βιομηχανικού πολέμου» γράφει.
Σχετικά με την κατάσταση στο πεδίο, κρίνει ότι κακώς γίνεται λόγος για τέλμα, δεδομένου ότι αμφότερες οι πλευρές είναι σε θέση να πολεμούν η μία την άλλη, ενώ προσπαθούν παράλληλα να αναλάβουν στρατηγικές πρωτοβουλίες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ρωσικές δυνάμεις θα μπορούσαν να αποπειραθούν να ασκήσουν πίεση σε όλο το μέτωπο, τουλάχιστον για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής του Ντονμπάς.
Η Ουκρανία, από την πλευρά της, πιθανότατα θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την επιτυχία που σημείωσε, ανακτώντας τον έλεγχο στη δυτική Μαύρη Θάλασσα και στον ζωτικό εμπορικό της διάδρομο προς τον Βόσπορο. Επιπλέον, το Κίεβο πιθανότατα θα προσπαθήσει να αποσταθεροποιήσει στρατιωτικά τους ρώσους εισβολείς σε συγκεκριμένες περιοχές που επιχειρούν.
«Αλλά, στην ουσία, το 2024 φαίνεται πως θα είναι μια χρονιά εδραίωσης, τόσο για το Κίεβο όσο και για τη Μόσχα» σημειώνει ο Μάικλ Κλαρκ. Για να εξαπολύσει μια νέα στρατηγική επίθεση, η Μόσχα χρειάζεται και εξοπλισμό και εκπαιδευμένο προσωπικό, όμως στην παρούσα φάση δεν διαθέτει τίποτε από τα δύο, με τον Κλαρκ να κρίνει ότι πριν από την άνοιξη του 2025 πολύ δύσκολα θα μπορούσαν οι ρωσικές δυνάμεις να προβούν σε μια στρατηγική αντεπίθεση.
Εν τω μεταξύ, η Ουκρανία χρειάζεται την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της Δύσης, καταρχάς για να συνεχίσει να πολεμά τους ρώσους εισβολείς το επόμενο έτος, αλλά και για να ανακτήσει δυνάμεις, ούτως ώστε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια σειρά απελευθερωτικών επιθέσεων στο μέλλον.
Ωστόσο, αποτελεί γεγονός πως «ο πόλεμος της βιομηχανικής εποχής είναι ένας αγώνας μεταξύ κοινωνιών. Αυτό που συμβαίνει στο πεδίο της μάχης μετατρέπεται, τελικά, μόνο σε σύμπτωμα αυτού του αγώνα. Η στρατιωτική πορεία αυτού του πολέμου το 2024 θα καθοριστεί στη Μόσχα, στο Κίεβο, στην Ουάσινγκτον, στις Βρυξέλλες, στο Πεκίνο, στην Τεχεράνη και στην Πιονγκγιάνγκ περισσότερο από όσο στην Αβντιίβκα, το Τοκμάκ, το Κραματόρσκ ή οποιοδήποτε άλλο από τα κατεστραμμένα πεδία μάχης κατά μήκος του μετώπου» καταλήγει ο Μάικλ Κλαρκ.
Υπαρξιακός ο αγώνας της Ουκρανίας
Περισσότερο αισιόδοξος όσον αφορά την εξέλιξη του πολέμου εμφανίζεται ο στρατηγός Μπεν Χότζες, πρώην διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη, καθώς υποστηρίζει ότι η Ουκρανία θα ασκήσει αφόρητες πιέσεις στη Ρωσία, εστιάζοντας στην Κριμαία.
Ο αμερικανός στρατιωτικός εξηγεί πως η Ρωσία δεν είναι σε θέση να νικήσει τους Ουκρανούς, οπότε θα κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει τον έλεγχο των εδαφών που κατέχει σήμερα, ενισχύοντας ταυτόχρονα τις άμυνές της και ευελπιστώντας πως η Δύση εν τέλει θα κουραστεί και θα απολέσει τη βούληση να συνεχίσει να υποστηρίζει το Κίεβο. Ομως οι Ουκρανοί δεν πρόκειται να σταματήσουν να πολεμούν, καθώς ο αγώνας τους είναι υπαρξιακός ενώ γνωρίζουν επίσης τι θα μπορούσε να κάνει Ρωσία εάν σταματούσαν να αντιστέκονται.
Ο στρατηγός Χότζες προβλέπει ότι, παρά τα όποια κωλύματα, η Δύση, η ΕΕ αλλά και οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να στηρίζουν οικονομικά και στρατιωτικά τους Ουκρανούς. Θεωρώντας αυτή την εξέλιξη δεδομένη, προβλέπει επίσης ότι τους επόμενους μήνες η Ουκρανία, με στόχο να αρχίσει να γέρνει η πλάστιγγα προς την πλευρά της, θα προβεί στη ανασύσταση μονάδων, θα βελτιώσει το σύστημα στρατολόγησης, θα αυξήσει την παραγωγή πυρομαχικών και όπλων και θα επιδιώξει να βελτιωθεί στην αντιμετώπιση των ιδιαίτερων ικανοτήτων της Ρωσίας στον ηλεκτρονικό πόλεμο. Επιπλέον, έως τις αρχές του καλοκαιριού θα διαθέτει και αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-16.
Εστιάζοντας στο πεδίο, ο Χότζες αναφέρει πως το πιο σημαντικό από στρατηγική σκοπιά τμήμα της Ουκρανίας που παραμένει υπό ρωσική κατοχή είναι η Κριμαία. Οπότε η Ουκρανία θα κάνει ό,τι μπορεί ούτως ώστε να συνεχίσει να ασκεί πίεση στους Ρώσους εκεί, με σκοπό να καταστεί αδύνατη, καταρχάς η παραμονή του ρωσικού Ναυτικού στη Σεβαστούπολη, αλλά και η λειτουργία των λίγων αεροπορικών βάσεων που υπάρχουν στην Κριμαία, καθώς και της βάσης επιμελητείας στο Τζανκόι.
«Εχουν ήδη αποδείξει ότι μπορούν. Με μόλις τρεις πυραύλους κρουζ από τη Βρετανία ανάγκασαν τον διοικητή του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας να αποσύρει το ένα τρίτο του στόλου του από τη Σεβαστούπολη. Οι Ουκρανοί δεν έχουν, φυσικά, απεριόριστους πόρους, ειδικά πυρομαχικά πυροβολικού και όπλα ακριβείας μεγάλης εμβέλειας. Αλλά οι ρώσοι στρατιώτες είναι σε χειρότερη κατάσταση. Ο πόλεμος είναι μια δοκιμασία θέλησης και υλικοτεχνικής υποστήριξης. Το ρωσικό σύστημα επιμελητείας είναι εύθραυστο και υπό συνεχή πίεση από την Ουκρανία» συνοψίζει ο Μπεν Χότζες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News