«Δεν είχα ποτέ όπλο. Οχι αληθινό όπλο, σε καμία περίπτωση, αλλά για δύο ή τρία χρόνια αφότου έπαψα να φοράω πάνες, τριγυρνούσα με ένα πιστόλι κρεμασμένο στον γοφό μου. Ημουν Τεξανός, παρόλο που ζούσα στα προάστια έξω από το Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, γιατί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η άγρια δύση ήταν παντού και αμέτρητες λεγεώνες μικρών Αμερικανών ήταν περήφανοι κάτοχοι ενός καπέλου καουμπόη και ενός φτηνού παιχνιδιού: ένα πιστόλι κρυμμένο σε απομίμηση δερμάτινης θήκης. Περιστασιακά, υπήρχε μια δεσμίδα από καψούλια μπροστά από τη σκανδάλη του πιστολιού για να μιμηθεί τον ήχο μιας πραγματικής σφαίρας που έπεφτε όποτε σκοπεύαμε, πυροβολούσαμε και εξαφανίζαμε από τον κόσμο έναν ακόμη κακό. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, αρκούσε απλώς να πατήσεις τη σκανδάλη και να φωνάξεις, “Μπαμ, μπαμ, είσαι νεκρός!”», γράφει ο Πολ Οστερ στο «Bloodbath Nation», που μόλις κυκλοφόρησε, σε ένα απόσπασμα του βιβλίου το οποίο δημοσιεύεται στον Observer.
Και λίγο παρακάτω κάνει την τραγική αποκάλυψη ότι στις 23 Ιανουαρίου 1919, δύο μήνες μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η γιαγιά του πυροβόλησε και σκότωσε τον παππού του, ο οποίος την είχε εγκαταλείψει με πέντε παιδιά. Απροσδόκητα η γυναίκα αθωώθηκε με την αιτιολογία της προσωρινής παραφροσύνης, η ζωή τους, όμως, στη συνέχεια ήταν μια κόλαση: «Το όπλο που σκότωσε τον παππού μου ήταν το ίδιο όπλο που κατέστρεψε τη ζωή του πατέρα μου», γράφει απλά πλην όμως συγκλονιστικά ο Πολ Οστερ σε αυτό το πολύ προσωπικό έργο του.
Το «Bloodbath Nation» είναι ένα βιβλίο γεμάτο βαθιές σκέψεις για τη βία και τη σχέση των Αμερικανών με τα όπλα σε συνεργασία του Πολ Οστερ, ενός από τους μεγαλύτερους εν ζωή αμερικανούς συγγραφείς, με τον φωτογράφο Σπένσερ Οστράντερ. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία; «Ο γαμπρός μου, φωτογράφος Σπένσερ Οστράντερ, ήρθε μια μέρα σε μένα πολύ αναστατωμένος από τη βία με τα όπλα που έβλεπε γύρω του, όπως θα ένιωθε κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος», απαντάει ο Πολ Οστερ στη δημοσιογράφο του Guardian Λίζα Ο’Κέλι, και προσθέτει: « Είπε ότι είχε αποφασίσει να αρχίσει να ταξιδεύει σε όλη τη χώρα, φωτογραφίζοντας τις τοποθεσίες όλων των μαζικών πυροβολισμών τα τελευταία 20 χρόνια. Οπως λέω στο βιβλίο, οι μαζικοί πυροβολισμοί αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό κλάσμα των θανάτων των Αμερικανών από όπλα, παρόλα αυτά όμως συμβαίνουν με εκπληκτική συχνότητα, περίπου ένας την ημέρα κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε δεδομένου έτους», λέει.
«Μέσα σε δυόμισι χρόνια, ο Σπένσερ έκανε μια σειρά από μακρινές εκδρομές και τελικά τράβηξε φωτογραφίες σε 30 έως 40 μέρη. Οταν μου τις έδειξε, είπα: “Πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ συναρπαστικές φωτογραφίες, και ίσως αν τις βάλεις μαζί σε ένα είδος βιβλίου, θα μπορούσα να γράψω ένα κείμενο για να τις συνοδεύσει”. Σε εκείνο το σημείο ήταν απλώς μια ιδέα αλλά καθώς εξελισσόταν, έγινε ένα είδος διαλόγου ανάμεσά μας, ανάμεσα στον άνθρωπο των λέξεων και τον άνθρωπο των εικόνων», εξηγεί ο Πολ Οστερ.
Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη του κάνει τις φωτογραφίες του Σπένσερ τόσο εύγλωττες; «Νομίζω ότι είναι η εντυπωσιακή απουσία ανθρώπινων μορφών και ο τρόπος με τον οποίο δεν υπάρχουν όπλα, καμία αναφορά σε μαζικούς πυροβολισμούς, απλώς αυτά τα συχνά μάλλον άσχημα κτίρια στη μέση των μάλλον απερίγραπτων, καταθλιπτικών αμερικανικών τοπίων», απαντάει ο Οστερ και παρατηρεί ακόμη ότι «Υπάρχει ένα κενό σε αυτά. Δεν θέλω να γίνω πολύ πομπώδης σχετικά με αυτό, αλλά νομίζω ότι το κενό τους αντικατοπτρίζει την κενότητα αυτού του κόσμου που δημιουργήσαμε, στον οποίο οι άνθρωποι σφάζονται με πολύ μικρή επίδραση στη ζωή της χώρας. Ολοι στενοχωριόμαστε, όλοι παραπονιόμαστε και όμως τα πράγματα όλο τα ίδια μένουν. Και το λόμπι των όπλων παραμένει πολύ, πολύ δυνατό».
Τι ελπίζει να πετύχει με το βιβλίο του ο αμερικανός συγγραφέας της «Τριλογίας της Νέας Υόρκης» (τα βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο); «Οτι θα ξεκινήσει μια συζήτηση που πραγματικά δεν έχουμε κάνει στην Αμερική για το πώς να αντιμετωπίσουμε αυτήν την τερατώδη κατάσταση που έχουμε φτιάξει για εμάς. Το βλέπω ως ένα εθνικό έργο που είμαι διατεθειμένος να το συνεχίσω και να γίνω ιεραπόστολος, και θέλω πάρα πολύ να δω τι είδους αποτέλεσμα θα έχει», λέει και προσθέτει: «Ας ελπίσουμε ότι θα είναι διδακτικό και για άτομα εκτός των ΗΠΑ, επειδή ένας μεγάλος αριθμός φίλων μου, Βρετανών και Ευρωπαίων, είναι εντελώς χαμένοι όταν προσπαθούν να κατανοήσουν την αμερικανική βία με όπλα. Προσπάθησα, λοιπόν, να εξηγήσω την ιστορία πίσω από αυτή [τη βία]».
Οπως είπε στον Οστερ, γράφει η Λίζα Ο’ Κέλι στον Guardian, στο βιβλίο του δείχνει πώς η «ερωτική σχέση» της Αμερικής με τα όπλα ξεκίνησε πολύ πριν από όσο φανταζόταν η ίδια. Και ο συγγραφέας παρατηρεί ότι: «Ξεκίνησε ακριβώς στην αρχή. Οι πρώτοι βρετανοί άποικοι στη Βόρεια Αμερική φοβόντουσαν· ήταν πραγματικά φοβισμένοι μέχρι θανάτου. Ηταν λίγοι και ο πληθυσμός των γηγενών μεγάλος. Ο φόβος να τους σφάξουν ήταν τεράστιος. Ετσι, οπλίστηκαν και φρόντισαν να σιγουρευτούν ότι θα ήταν οι πρώτοι που θα επιτίθεντο· και τότε ακριβώς ξεκίνησε η προσκόλλησή μας με τα όπλα».
Στο «Bloodbath Nation» ο Οστερ αναφέρει ότι η δεύτερη τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος για την οπλοκατοχή, που βάζει ένα πλαίσιο στο δικαίωμα του ατόμου να φέρει όπλα, αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, οπότε άρχισε να θεωρείται θεμελιώδες κείμενο για το τι σημαίνει να είσαι Αμερικανός. Γιατί συνέβη αυτό; Οφείλεται «στη δεκαετία του 1960, των δολοφονιών και του χάους. Ο κόσμος τρόμαξε», απαντάει ο Πολ Οστερ, και προσθέτει ότι συνέβη «επίσης λόγω των Μαύρων Πανθήρων, οι οποίοι προφανώς δεν ήταν λευκοί συντηρητικοί, αλλά ήταν η ομάδα που αρχικά διατύπωσε το επιχείρημα ότι η οπλοκατοχή είναι δικαίωμα και ότι χρειάζεται για αυτοάμυνα. Είναι τρομερά ειρωνικό: οι Πάνθηρες εξαφανίστηκαν αλλά οι ιδέες τους κόλλησαν και υιοθετήθηκαν από τη λευκή δεξιά πτέρυγα. Τώρα, για πολλούς, η δεύτερη τροπολογία έχει μια σχεδόν θρησκευτική συνιστώσα. Το δικαίωμα στην κατοχή ενός όπλου θεωρείται σαν ένα είδος ιερού δισκοπότηρου», τονίζει στη συνέντευξή του στον Guardian.
Τι του δίνει ελπίδα για το μέλλον; «Είναι ένα τεράστιο, πολύ ουτοπικό, όνειρό μου ότι και οι δύο πλευρές θα θέλουν να μιλήσουν και να δώσουν ένα τέλος στον εφιάλτη… αλλά αν δεν μπορώ να έχω ελπίδα, αν δεν μπορώ να ονειρευτώ κάποια πιθανότητα να βρεθεί μια λύση, τότε πώς είναι δυνατόν να είμαι ζωντανός;», λέει τέλος ο Πολ Οστερ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News