Ο παράδοξος θρίαμβος της διαλυμένης Αμερικής
Ο παράδοξος θρίαμβος της διαλυμένης Αμερικής
Αν το δει κανείς απ’ έξω, οι ΗΠΑ είναι ένα χάος. Τα δύο τρίτα των Αμερικανών πιστεύουν ότι η χώρα βρίσκεται σε λάθος δρόμο και σχεδόν το 70% αξιολογεί την οικονομία ως «μη καλή» ή «φτωχή». Η εμπιστοσύνη του κοινού στην κυβέρνηση έχει μειωθεί στο μισό· από 40% που ήταν το 2000, σε μόλις 20% σήμερα. Η αγάπη για την πατρίδα εξασθενεί, επίσης, με μόνο 38% των Αμερικανών να λένε ότι ο πατριωτισμός είναι «πολύ σημαντικός» για αυτούς, από 70% που έλεγαν το ίδιο το 2000. Η πόλωση του Κογκρέσου έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο και οι απειλές βίας κατά των πολιτικών έχουν αυξηθεί.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετώπισε δύο απόπειρες δολοφονίας καθ’ οδόν για την ανάκτηση του Λευκού Οίκου, κερδίζοντας τη λαϊκή ψήφο, παρ’ όλο που πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν ότι είναι φασίστας. Ορισμένοι μελετητές κάνουν παραλληλισμούς μεταξύ των ΗΠΑ και της Γερμανίας της Βαϊμάρης. Αλλοι παρομοιάζουν τις ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ενωση στα τελευταία χρόνια της, μια εύθραυστη γεροντοκρατία που σαπίζει εκ των έσω. Αλλοι υποστηρίζουν ότι η χώρα βρίσκεται στο χείλος του εμφυλίου πολέμου.
Ολα αυτά, γράφει το Foreign Affairs, δεν είναι όμως παρά η μία όψη του νομίσματος. Διότι εάν ίσχυαν από μόνα τους, οι ΗΠΑ δεν θα παρέμεναν η μόνη παγκόσμια υπερδύναμη.
Τίποτε από όλα αυτά δεν φαίνεται να επηρεάζει την αμερικανική ισχύ, η οποία παραμένει άτρωτη και, από ορισμένες απόψεις, έχει αυξηθεί. Το μερίδιο της χώρας στον παγκόσμιο πλούτο είναι περίπου όσο ήταν τη δεκαετία του 1990 και η επιρροή της παγκοσμίως –στην ενέργεια, στα χρηματοοικονομικά, στις αγορές και στην τεχνολογία– έχει ενισχυθεί.
Σε διεθνές επίπεδο, οι ΗΠΑ αποκτούν συμμάχους, ενώ οι κύριοι αντίπαλοί τους, η Κίνα και η Ρωσία, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο. Ο πληθωρισμός, το τεράστιο χρέος και η υποτονική παραγωγικότητα παραμένουν σοβαρές ανησυχίες, αλλά ωχριούν σε σύγκριση με τα οικονομικά και δημογραφικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν άλλες μεγάλες δυνάμεις.
Αυτό είναι το παράδοξο της αμερικανικής ισχύος: οι ΗΠΑ είναι μια διαιρεμένη χώρα που θεωρείται διαρκώς σε παρακμή, ωστόσο παραμένει σταθερά το πλουσιότερο και ισχυρότερο κράτος στον κόσμο.
Πώς λειτουργεί το παράδοξο
Πώς μπορεί να προκύψει τέτοια κυριαρχία από την αταξία; Η απάντηση είναι ότι τα κύρια περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ –η απέραντη γη, τα δυναμικά δημογραφικά και οι αποκεντρωμένοι πολιτικοί θεσμοί– δημιουργούν επίσης σοβαρές υποχρεώσεις. Η χώρα είναι γεμάτη φυσικούς πόρους και ευλογημένη από ωκεάνια σύνορα που την προστατεύουν από την εισβολή, ενώ τη συνδέουν με το παγκόσμιο εμπόριο.
Σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους, των οποίων οι πληθυσμοί συρρικνώνονται, οι ΗΠΑ έχουν ένα διαρκώς αυξανόμενο εργατικό δυναμικό που τροφοδοτείται από τα υψηλά επίπεδα μετανάστευσης. Και παρά το πολιτικό αδιέξοδο στην Ουάσινγκτον, το αποκεντρωμένο σύστημα της χώρας υποστηρίζει έναν δυναμικό ιδιωτικό τομέα, ο οποίος υιοθετεί τις καινοτομίες πιο γρήγορα από τους ανταγωνιστές του. Αυτά τα πλεονεκτήματα κρατούν τις ΗΠΑ επικεφαλής, γράφει το Foreign Affairs, ακόμα και όταν οι πολιτικοί τους αλληλοσπαράσσονται.
Ωστόσο, αυτά τα ίδια πλεονεκτήματα δημιουργούν και δύο σημαντικά τρωτά σημεία. Πρώτον, βαθαίνουν το χάσμα μεταξύ των αστικών κέντρων και των αγροτικών κοινοτήτων, εντείνοντας τις οικονομικές ανισότητες και τροφοδοτώντας την πολιτική πόλωση.
Οι πόλεις έχουν ωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από μια ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένη οικονομία, βασισμένη στη γνώση που τροφοδοτείται από τη μετανάστευση, όμως πολλές αγροτικές περιοχές έχουν μείνει πίσω, καθώς οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση και στον δημόσιο τομέα έχουν μειωθεί, γεννώντας δυσαρέσκεια.
Δεύτερον, η γεωγραφική απομόνωση και ο πλούτος ενισχύουν την αίσθηση της απομάκρυνσης από τις παγκόσμιες υποθέσεις, θωρακίζοντας τη χώρα από εξωτερικές απειλές, οδηγώντας παράλληλα σε χρόνια υποεπένδυση σε στρατιωτικές και διπλωματικές δυνατότητες. Την ίδια στιγμή, η τεράστια ισχύς τους, ο ποικίλος πληθυσμός και οι δημοκρατικοί θεσμοί ωθούν τις ΗΠΑ να προσπαθούν να προστατεύσουν μια σειρά από φιλόδοξα συμφέροντα στο εξωτερικό.
Αυτή η ανισορροπία μεταξύ της απομόνωσης και της παγκόσμιας εμπλοκής οδηγεί σε έναν κούφιο διεθνισμό: oι ΗΠΑ επιδιώκουν να ηγηθούν στην παγκόσμια σκηνή, αλλά συχνά δεν διαθέτουν τους πόρους για να επιτύχουν πλήρως τους στόχους τους, τροφοδοτώντας άθελά τους δαπανηρές συγκρούσεις.
Μαζί, αυτά τα τρωτά σημεία –εγχώριος κατακερματισμός και στρατηγική αφερεγγυότητα– απειλούν τη σταθερότητα και την ασφάλεια των ΗΠΑ, δημιουργώντας διαστάσεις που καθορίζουν, τελικά, την ισχύ τους. Η οικονομική άνθηση συνυπάρχει με την αστική αποτυχία. Η απαράμιλλη υλική δύναμη συχνά κατασπαταλάται από μια απρόσεκτη εξωτερική πολιτική. Το εμπόριο και η μετανάστευση εμπλουτίζουν τη χώρα, αλλά συμπιέζουν τον κοινωνικό ιστό της και διαλύουν τις κοινότητες της εργατικής τάξης.
Η πρόκληση για τους αμερικανούς ηγέτες είναι να αντιμετωπίσουν αυτές τις αντιφάσεις. Εάν οι ΗΠΑ καταφέρουν να εξισορροπήσουν τις φιλοδοξίες τους με τους πόρους τους και να γεφυρώσουν τις εσωτερικές διαφορές, θα μπορούσαν όχι μόνο να διατηρήσουν την ισχύ τους, αλλά και να συμβάλουν σε μια πιο σταθερή παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Διαφορετικά, το παράδοξο της αμερικανικής ισχύος μπορεί μια μέρα να τα διαλύσει όλα.
Πάντα πρώτες
Οι ΗΠΑ παραμένουν μια οικονομική υπερδύναμη, αντιπροσωπεύοντας το 26% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2008, οι οικονομίες των ΗΠΑ και της ευρωζώνης ήταν σχεδόν ίσες σε μέγεθος, αλλά σήμερα η αμερικανική οικονομία είναι διπλάσια. Είναι επίσης κατά περίπου 30% μεγαλύτερη από τις συνδυασμένες οικονομίες του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου – Αφρική, Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή, Νότια Ασία και Νοτιοανατολική Ασία. Πριν από μια δεκαετία ήταν μόλις κατά 10% μεγαλύτερη.
Ακόμη και η κινεζική οικονομία συρρικνώνεται σε σχέση με εκείνη των ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι το Πεκίνο διογκώνει τους αριθμούς του. Στην πραγματικότητα, η οικονομία της Κίνας είναι μικρότερη από ό,τι ισχυρίζεται το Κομμουνιστικό Κόμμα και μόλις και μετά βίας αναπτύσσεται.
Οι ΗΠΑ διευρύνουν επίσης το προβάδισμά τους στον κατά κεφαλήν πλούτο. Το 1995 οι ιάπωνες πολίτες ήταν κατά 50% πλουσιότεροι από τους Αμερικανούς. Σήμερα οι Αμερικανοί είναι κατά 140% πλουσιότεροι. Αν η Ιαπωνία ήταν Πολιτεία των ΗΠΑ, θα κατατασσόταν ως η φτωχότερη σε μέσους μισθούς, πίσω από τον Μισισιπή, όπως και η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Από το 1990 έως το 2019, στις ΗΠΑ το μεσαίο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 55% μετά από φόρους και προσαρμογή στον πληθωρισμό.
Ενώ στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες οι μισθοί έχουν υποστεί μειώσεις μετά την πανδημία, στις ΗΠΑ οι πραγματικοί μισθοί συνέχισαν να αυξάνονται, κατά 0,9% από το 2020 έως το 2024. Πολλοί Αμερικανοί, ειδικά ενοικιαστές, αισθάνονται ότι χάνουν χρήματα λόγω των επίμονα υψηλών τιμών των κατοικιών και των τροφίμων, αλλά η πλειονότητα είναι πιο πλούσιοι από ό,τι πριν από την πανδημία, με τους χαμηλού εισοδήματος εργαζομένους να κερδίζουν περισσότερο.
Σήμερα οι αμερικανοί millennials κερδίζουν περίπου 10.000 δολάρια περισσότερα κατά μέσο όρο από ό,τι οι προηγούμενες γενιές στην ίδια ηλικία και είναι εξίσου πιθανό να αποκτήσουν σπίτι. Τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης κατατάσσονται στο πλουσιότερο 1%-2% των παγκόσμιων εισοδημάτων.
Κλίμακα και αποτελεσματικότητα
Αυτός ο συνδυασμός ατομικού πλούτου και καθαρών οικονομικών μεγεθών διακρίνει τις ΗΠΑ. Σε αντίθεση με την Κίνα και την Ινδία (που είναι πολυπληθείς αλλά φτωχές) ή την Ιαπωνία και τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες (που είναι μικρές αλλά πλούσιες), οι ΗΠΑ συνδυάζουν την κλίμακα με την αποτελεσματικότητα, δημιουργώντας ασυναγώνιστη δύναμη. Μόνο το μέγεθος μπορεί να αποφέρει τεράστια παραγωγή, αλλά χωρίς υψηλή παραγωγικότητα ανά άτομο, μεγάλο μέρος αυτής της παραγωγής θα σπαταληθεί, αφήνοντας ελάχιστα για τη δημιουργία παγκόσμιας επιρροής. Η Ιστορία το έχει αποδείξει: τον 19ο αιώνα, η Κίνα είχε τον μεγαλύτερο πληθυσμό και τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και η Ρωσία είχε τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, ωστόσο και οι δύο νικήθηκαν από πιο αποτελεσματικές δυνάμεις όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Αν και οι ΗΠΑ έχουν οικονομικές αδυναμίες, επισημαίνει το Foreign Affairs, αυτές είναι γενικά λιγότερο σοβαρές από εκείνες άλλων μεγάλων οικονομιών. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ η συνολική αύξηση της παραγωγικότητας ήταν υποτονική την τελευταία δεκαετία, αλλά παραμένει θετική, σε αντίθεση με τα αρνητικά ποσοστά που μαστίζουν την Κίνα και τις ευρωπαϊκές χώρες. Στις ΗΠΑ το χρέος, συμπεριλαμβανομένου του χρέους της κυβέρνησης, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, είναι τεράστιο, στο 255% του ΑΕΠ το 2024, με τις πληρωμές τόκων για το ομοσπονδιακό χρέος στο 14%. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι κάτω από τον μέσο όρο για τις προηγμένες οικονομίες, παραμένει πολύ κάτω από το αυξανόμενο χρέος της Κίνας –άνω του 300% του ΑΕΠ– και έχει μειωθεί σχεδόν κατά 12% από την κορύφωσή του, το 2021. Εν τω μεταξύ, άλλες μεγάλες οικονομίες βλέπουν το χρέος τους να συνεχίζει να αυξάνεται.
Οι ΗΠΑ έχουν επίσης επεκτείνει τις στρατιωτικές συμμαχίες τους και τον έλεγχό τους στα χρηματοπιστωτικά συστήματα, τις αγορές ενέργειας, τις καταναλωτικές βάσεις και την τεχνολογική ανάπτυξη. Το δολάριο αντιπροσωπεύει τώρα σχεδόν το 60% των παγκόσμιων αποθεματικών της Κεντρικής Τράπεζας. Χρησιμοποιείται περίπου στο 70%, τόσο των διασυνοριακών τραπεζικών υποχρεώσεων όσο και της έκδοσης χρέους σε ξένο νόμισμα και σχεδόν στο 90% των παγκόσμιων συναλλαγών σε ξένο συνάλλαγμα. Ο κυρίαρχος ρόλος του δολαρίου επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να επιβάλει κυρώσεις, να εξασφαλίσει χαμηλότερο κόστος δανεισμού και να συνδέει τη μοίρα άλλων χωρών με τη δική της.
Οι ξένες κυβερνήσεις που διατηρούν μεγάλα αποθέματα δολαρίων έχουν ουσιαστικά προσδεθεί σε ένα σύστημα στο οποίο η οικονομική υγεία των ΗΠΑ στηρίζει την ευημερία τους, σύμφωνα με το Foreign Affairs, καθιστώντας τες διστακτικές να αναλάβουν ενέργειες –όπως υποτιμήσεις νομισμάτων ή κυρώσεις– που θα μπορούσαν τελικά να βλάψουν τα δικά τους συμφέροντα.
Ο ενεργειακός μετασχηματισμός έχει ενισχύσει περαιτέρω την παγκόσμια επιρροή της Ουάσιγκτον. Κάποτε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ενέργειας στον κόσμο, οι ΗΠΑ είναι τώρα ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου, ξεπερνώντας τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία. Ταυτόχρονα, έχει υιοθετήσει τεχνολογίες ενεργειακής απόδοσης και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μειώνοντας τις κατά κεφαλήν εκπομπές άνθρακα σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1910. Αυτή η ενεργειακή έκρηξη κράτησε στις ΗΠΑ χαμηλά τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ακόμη και κατά τη διάρκεια διεθνών συγκρούσεων.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες, για παράδειγμα, πληρώνουν επί του παρόντος διπλάσια έως τριπλάσια για την ηλεκτρική ενέργεια και τέσσερις έως πέντε φορές περισσότερα για το φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα ορισμένοι ξένοι κατασκευαστές να μετεγκατασταθούν στις ΗΠΑ. Η παραγωγή ενέργειας βοήθησε επίσης στη θωράκιση της ίδιας της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ μπόρεσαν να βοηθήσουν την Ευρώπη, που εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη ρωσική ενέργεια, να καλύψει το έλλειμμά της, στέλνοντάς της πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Το προβάδισμα των ΗΠΑ στην παγκόσμια καινοτομία ενισχύει περαιτέρω τη δομική ισχύ τους. Οι εταιρείες παράγουν πάνω από το 50% των παγκόσμιων κερδών υψηλής τεχνολογίας, ενώ η Κίνα μόνο το 6%. Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν επεκτείνει τις στρατιωτικές συμμαχίες τους. Το ΝΑΤΟ καλωσόρισε τη Φινλανδία και τη Σουηδία, ενώ στον Ινδο-Ειρηνικό, πρωτοβουλίες όπως το AUKUS και ο Τετραμερής Διάλογος έχουν εμβαθύνει τους δεσμούς μεταξύ της Αυστραλίας, της Ινδίας και της Ιαπωνίας. Οι προηγουμένως τεταμένες σχέσεις, όπως αυτές μεταξύ Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας ή μεταξύ ΗΠΑ και Φιλιππίνων, βελτιώνονται, ανοίγοντας τον δρόμο για μεγαλύτερη αμυντική συνεργασία.
Κατασκευασμένες για να διαρκέσουν
Οι επικριτές των ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έναν πύργο από τραπουλόχαρτα. Επισημαίνουν το κυβερνητικό αδιέξοδο, τη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού και την εμβάθυνση των κοινωνικών διαφορών, ρήγματα που ισχυρίζονται ότι αναπόφευκτα θα υπονομεύσουν τους πυλώνες των ΗΠΑ, τον πλούτο και τη δύναμή τους.
Ωστόσο, στις ΗΠΑ η Ιστορία δεν δείχνει ξεκάθαρη σχέση μεταξύ της εσωτερικής αναταραχής και της γεωπολιτικής παρακμής. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ έχουν βγει συχνά ισχυρότερες από πολιτικές κρίσεις.
Η δύναμη των ΗΠΑ έγκειται στις δομικές δυνάμεις της. Γεωγραφικά, οι ΗΠΑ είναι ταυτόχρονα οικονομικός κόμβος και στρατιωτικό φρούριο. Διαθέτουν άφθονους πόρους, με πολλά πλεύσιμα ποτάμια και λιμάνια βαθέων υδάτων. Αυτά τα χαρακτηριστικά διατηρούν το κόστος παραγωγής χαμηλό και συνδέουν την τεράστια εθνική αγορά με τα πλουσιότερα μέρη της Ασίας και της Ευρώπης, μέσω ωκεάνιων οδών που χρησιμεύουν επίσης ως προστατευτικές τάφροι. Αυτή η γεωγραφική «μόνωση» θωρακίζει τις ΗΠΑ από ξένες απειλές, επιτρέποντας στον στρατό τους να περιπλανηθεί στο εξωτερικό, ενώ ενισχύει την απήχηση της χώρας ως ασφαλούς καταφυγίου. Κατά συνέπεια, το κεφάλαιο τείνει να ρέει στη χώρα κατά τη διάρκεια παγκόσμιων κρίσεων, ακόμα και όταν αυτές οι κρίσεις έχουν ως επίκεντρο την Αμερική, όπως το οικονομικό κραχ του 2008.
Ανθρώπινο κεφάλαιο
Οι ΗΠΑ, συνεχίζει το άρθρο του Foreign Affairs, προσελκύουν επίσης ανθρώπινο κεφάλαιο, χιλιάδες επιστήμονες, μηχανικούς και επιχειρηματίες από όλον τον κόσμο κάθε χρόνο. Αν και η μετανάστευση εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση έχει μειώσει τους μισθούς σε ορισμένους τομείς, έχει βοηθήσει επίσης το προσωπικό βασικών βιομηχανιών όπως το λιανικό εμπόριο, οι υπηρεσίες τροφίμων, η γεωργία και η υγειονομική περίθαλψη, διασφαλίζοντας ότι αυτοί οι τομείς θα συνεχίσουν να λειτουργούν κατά τη διάρκεια διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας και κρίσεων δημόσιας υγείας.
Σε συνδυασμό με τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων, η μέση ετήσια εισροή περισσότερων από ένα εκατομμύριο μεταναστών καθιστά τις ΗΠΑ τη μόνη μεγάλη δύναμη της οποίας ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας προβλέπεται να αυξηθεί κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα. Αντιθέτως, άλλες ηγετικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν απότομη δημογραφική πτώση.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι οποίες ανέπτυξαν ισχυρά κράτη πριν εκδημοκρατιστούν, οι ΗΠΑ γεννήθηκαν ως Δημοκρατία και άρχισαν να χτίζουν μια σύγχρονη γραφειοκρατία μόλις τη δεκαετία του 1880. Το αμερικανικό συνταγματικό σύστημα, σχεδιασμένο για να μεγιστοποιεί την ελευθερία και να περιορίζει την κυβέρνηση, διευκολύνει το εμπόριο. Οι ΗΠΑ κατατάσσονται σταθερά στην κορυφή ή κοντά στην κορυφή παγκοσμίως στην καινοτομία και στην ευκολία επιχειρηματικής δραστηριότητας, απαιτώντας περίπου τα μισά βήματα και χρόνο που απαιτούνται για την καταχώριση ιδιοκτησίας ή την εκτέλεση συμβάσεων στις ευρωπαϊκές χώρες.
Ως αποτέλεσμα, οι Αμερικανοί ξεκινούν επιχειρήσεις δύο έως τρεις φορές περισσότερο από ό,τι στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και τη Ρωσία και μιάμιση φορά από ό, τι στην Κίνα και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εργάζονται επίσης 25% περισσότερο από τους Γερμανούς, παράγουν 40% περισσότερο ανά ώρα από τους Ιάπωνες και προσλαμβάνουν και απολύουν πιο συχνά από οποιονδήποτε άλλον εργατικό δυναμικό. Αυτή η προσαρμόσιμη αγορά εργασίας βοηθά τις ΗΠΑ να ανακάμψουν από κρίσεις. Το ποσοστό ανεργίας επανήλθε στα προ της πανδημίας επίπεδα το 2022 και παρέμεινε περίπου στο 4%, ενώ ο μέσος όρος της G-20 παραμένει κοντά στο 7%.
Σε σύγκριση με τους ομολόγους τους σε άλλες αναπτυγμένες χώρες, οι αμερικανικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν λιγότερους περιορισμούς από τη γραφειοκρατία της κεντρικής κυβέρνησης. Οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες θέτουν γενικές κατευθυντήριες γραμμές, επιτρέποντας στις Πολιτείες να προσαρμόζουν τους κανονισμούς στις τοπικές ανάγκες, να πειραματίζονται με διαφορετικές προσεγγίσεις και να ανταγωνίζονται για επενδύσεις. Ως αποτέλεσμα, οι επιτυχημένες ιδέες τείνουν να διαδίδονται γρήγορα. Αυτό το πλεονέκτημα διάχυσης ενισχύεται από τις μεγάλες αγορές επιχειρηματικών κεφαλαίων των ΗΠΑ, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ του παγκόσμιου συνόλου.
Το σύστημα στις ΗΠΑ κερδίζει συνεχώς περισσότερα από τις νέες τεχνολογίες από ό,τι ακόμη και οι χώρες που τις ανέπτυξαν. Κατά τη διάρκεια της Πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέπτυξε την ατμομηχανή, αλλά οι Αμερικανοί την εφάρμοσαν εκτενέστερα σε εργοστάσια, σιδηροδρόμους και γεωργία, δημιουργώντας αυτό που έγινε ευρέως γνωστό ως «αμερικανικό σύστημα» μαζικής παραγωγής. Στη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση, η Γερμανία πρωτοστάτησε στη χημική έρευνα, αλλά οι ΗΠΑ διέπρεψαν στη χημική μηχανική, εφαρμόζοντας προόδους σε βιομηχανίες όπως το πετρέλαιο, η μεταλλουργία και η επεξεργασία τροφίμων.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ενωση επένδυσε μεγαλύτερο μερίδιο του ΑΕΠ της στην έρευνα και απασχόλησε σχεδόν διπλάσιο αριθμό επιστημόνων και μηχανικών από ό,τι οι ΗΠΑ. Ωστόσο, το δυσκίνητο κομμουνιστικό σύστημα εξάντλησε τους πόρους και κατέπνιξε την καινοτομία. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η Σοβιετική Ενωση ήταν ακόμα κολλημένη στην αναλογική εποχή, παράγοντας μόνο μερικές χιλιάδες υπολογιστές ετησίως, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες κατασκεύαζαν εκατομμύρια και πρωτοστατούσαν στην ψηφιακή επανάσταση.
Σήμερα, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ξεχωρίζουν όσον αφορά την καινοτομία. Αν και η κυβέρνηση μερικές φορές εμπλέκεται στη βιομηχανική πολιτική, βασίζεται γενικά σε κίνητρα και σε συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και όχι σε άμεσο έλεγχο, επιτρέποντας στις νέες ανακαλύψεις και τεχνολογίες να εξαπλωθούν οργανικά σε όλους τους τομείς.
Αντίθετα, όπως γράφει το Foreign Affairs, το αυταρχικό μοντέλο της Κίνας, που βασίζεται στις επιδοτήσεις, δημιουργεί απομονωμένους θύλακες καινοτομίας χωρίς να ενισχύει την παραγωγικότητα σε ολόκληρη την οικονομία. Η Κίνα δίνει προτεραιότητα σε αυτούς που θεωρεί διεθνώς σημαντικούς τομείς, όπως οι βιομηχανίες ηλεκτρικών οχημάτων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ωστόσο, αυτοί οι δύο κλάδοι αποτελούν μόνο το 3,5% της κινεζικής οικονομίας, πολύ λίγο για να αντισταθμιστεί η πτώση στους τομείς ακινήτων και κατασκευών, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% του ΑΕΠ. Η τεχνολογική βιομηχανία της Κίνας έχει επίσης αποτύχει να δημιουργήσει αρκετές θέσεις εργασίας για εκατομμύρια αποφοίτους πανεπιστημίων, αφήνοντας σχεδόν έναν στους πέντε νέους άνεργους.
Το κόστος του μοντέλου της Κίνας είναι τεράστιο. Μόνο ο κλάδος των ηλεκτρικών οχημάτων έχει λάβει επιδοτήσεις 231 δισ. δολαρίων από το 2009, με την κρατική υποστήριξη να αποτελεί σημαντικό μέρος των εσόδων του. Αυτή η δαπάνη στήριξε τις εταιρείες, αλλά έχει εξαντλήσει τον πλούτο των νοικοκυριών.
Μία χώρα, δύο συστήματα
Παρά την εξαιρετική ευημερία τους, οι ΗΠΑ έχουν σημαντικές κοινωνικοοικονομικές ανισότητες. Τα ποσοστά φτώχειας μειώθηκαν από 26% το 1967 σε 10% το 2023, το οποίο παραμένει υψηλότερο από τη Δυτική Ευρώπη και το βίαιο έγκλημα είναι τέσσερις έως πέντε φορές πιο συχνό. Η Κοινωνική Ασφάλιση και το Medicare βοηθούν τους ηλικιωμένους, αλλά οι Αμερικανοί σε ηλικία εργασίας λαμβάνουν πολύ λιγότερη στήριξη, με τις ΗΠΑ να δαπανούν μόνο το ένα τέταρτο του μέσου όρου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για επαγγελματική κατάρτιση και λίγο πάνω από το ένα τρίτο για τη φροντίδα των παιδιών και την πρώιμη εκπαίδευση.
Αυτή η διαφορά δημιουργεί μια έντονη αντίθεση: οι πλουσιότεροι Αμερικανοί είναι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον ελεύθερο κόσμο, ωστόσο οι φτωχότεροι Αμερικανοί είναι πιο πιθανό να πεινάσουν, εξηγεί το Foreign Affairs. Ακόμη και με την πρόσφατη μείωση της οικονομικής και φυλετικής ανισότητας (οι μισθοί των μαύρων και των λατίνων εργατών αυξάνονται ταχύτερα από εκείνους των λευκών εργατών), οι ανισότητες παραμένουν έντονες και έχουν προκαλέσει σκληρούς διαχωρισμούς.
Διχασμός μεταξύ πόλης – επαρχίας
Ο πιο επίμαχος από αυτούς τους διαχωρισμούς είναι ο διαχωρισμός πόλης-επαρχίας, ο οποίος, κατά ειρωνικό τρόπο, οφείλεται στους ίδιους παράγοντες που δημιούργησαν τη συνολική ευημερία των ΗΠΑ: Αποκεντρωμένοι θεσμοί και ανάπτυξη που τροφοδοτείται από τη μετανάστευση. Τα αστικά κέντρα έχουν αποκομίσει σε μεγάλο βαθμό τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, της μετανάστευσης και της στροφής σε βιομηχανίες που βασίζονται στη γνώση και στις υπηρεσίες. Αντίθετα, οι περισσότερες αγροτικές περιοχές έχουν μείνει πίσω. Πολλές εξακολουθούν να βασίζονται σε συρρικνούμενους τομείς όπως η γεωργία, η μεταποίηση και οι θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα. Ωστόσο, παρά αυτήν την φθίνουσα οικονομική βάση, οι αγροτικές περιοχές εξακολουθούν να κατέχουν πολιτική δύναμη δυσανάλογη με τον πληθυσμό και την οικονομική τους απόδοση, μέσω της Γερουσίας και του Σώματος των Εκλεκτόρων. Ετσι, το σύστημα έχει φτωχύνει τις αγροτικές περιοχές και τις έχει ενδυναμώσει πολιτικά, απειλώντας τη σταθερότητα της αμερικανικής δημοκρατίας.
Από το 2000 έως το 2007, οι ΗΠΑ έχασαν 3,6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη μεταποίηση, ακολουθούμενες από άλλες 2,3 εκατομμύρια κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008 και της ύφεσης που ακολούθησε.
Οι αγροτικές μικρές πόλεις, που συχνά εξαρτώνται από ένα μόνο εργοστάσιο για το εμπόριο και τα φορολογικά έσοδα, επλήγησαν περισσότερο. Καθώς οι θέσεις εργασίας εξαφανίστηκαν, οι εργάτες αναγκάστηκαν να απασχοληθούν σε τομείς με χαμηλότερους μισθούς, όπως οι κατασκευές, η γεωργία, η αποθήκευση και το λιανικό εμπόριο. Σε αυτούς τους κλάδους, η μετανάστευση μείωσε τις αποδοχές των λιγότερο ειδικευμένων εργαζομένων.
Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, οι αγροτικές περιοχές βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στις θέσεις εργασίας της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίες αντιπροσώπευαν περίπου το 20% της απασχόλησης, σε σύγκριση με το 10% στις αστικές περιοχές. Καθώς τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν, οι τοπικές κυβερνήσεις κατάργησαν πολλές από αυτές τις θέσεις, όπως στα σχολεία και τα αστυνομικά τμήματα. Ενώ οι αστικές περιοχές με διαφοροποιημένες οικονομίες του ιδιωτικού τομέα μπόρεσαν να ανακάμψουν μέσα σε λίγα χρόνια από την οικονομική κρίση, σχεδόν οι μισές αγροτικές κομητείες της χώρας δεν είχαν ακόμη ανακτήσει τα προ της ύφεσης επίπεδα απασχόλησης έως το 2019: Από το 2000 έως το 2019, το 94% των νέων θέσεων εργασίας δημιουργήθηκαν σε αστικές περιοχές. Οι Αμερικανοί της υπαίθρου υποφέρουν και με άλλους τρόπους, προσθέτει το Foreign Affairs. Επειδή πρέπει να οδηγούν μεγαλύτερες αποστάσεις για να φτάσουν σε τρόφιμα και υγειονομική περίθαλψη και επομένως είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε υψηλές τιμές καυσίμων και τοπικά μονοπώλια, το κόστος για τέτοια αγαθά και υπηρεσίες αυξήθηκε κατά 9% ταχύτερα στις αγροτικές περιοχές από ό,τι στις αστικές, από το 2020 έως 2022.
Ο απολογισμός αυτών των κακουχιών είναι ορατός. Σε όλη την αγροτική Αμερική, υπάρχουν άδειοι κεντρικοί δρόμοι, κλειστά σχολεία και κλειστά νοσοκομεία. Οι επαρχιακές κομητείες έχουν λιγότερες γεννήσεις και περισσότερες κηδείες. Το 1999, οι αστικές και αγροτικές περιοχές είχαν παρόμοια ποσοστά θνησιμότητας. Το 2019, ωστόσο, οι ενήλικες 25-54 ετών στις αγροτικές περιοχές είχαν 43% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από φυσικά αίτια, όπως χρόνιες ασθένειες. Το 41% των αγροτικών περιοχών ερημώνουν καθώς νέοι, μορφωμένοι εργαζόμενοι μετακομίζουν σε πόλεις.
Αυτές οι οικονομικές αλλαγές είναι ορατές και στον εκλογικό χάρτη. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Ψυχρού Πολέμου και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το κομματικό χάσμα μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών ήταν σχετικά μικρό. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, ωστόσο, αυτό το χάσμα διευρύνθηκε δραματικά. Στις προεδρικές εκλογές του 2024 ο Τραμπ διπλασίασε το περιθώριο νίκης του 2020 μεταξύ των αγροτικών ψηφοφόρων από 15 σε 30 ποσοστιαίες μονάδες.
Πολιτιστικό ρήγμα
Οι αγροτικές περιοχές εξακολουθούν να φιλοξενούν σε μεγάλο βαθμό λευκούς, ηλικιωμένους, λιγότερο μορφωμένους, χριστιανούς ψηφοφόρους, μια δημογραφική ομάδα που ευθυγραμμίζεται με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Οι άνδρες της εργατικής τάξης χωρίς πτυχία κολεγίου αποτελούν πλέον πυλώνα της βάσης των Ρεπουμπλικανών, η οποία παραμένει κυρίως λευκή, αλλά περιλαμβάνει όλο και περισσότερο λατίνους, η πλειοψηφία των οποίων ψήφισε τον Τραμπ το 2024. Οι άνδρες της εργατικής τάξης έχουν πληγεί περισσότερο από τις μειώσεις των αξιοπρεπών αμοιβών τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι άνδρες αντιμετωπίζουν επί του παρόντος επίπεδα ανεργίας συγκρίσιμα με αυτά της Μεγάλης Υφεσης, με ακόμη υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των λιγότερο μορφωμένων. Εν τω μεταξύ, οι Δημοκρατικοί βασίζονται κυρίως σε μια αστική βάση υποστήριξης από λευκούς υψηλής μόρφωσης, φυλετικές μειονότητες, γυναίκες, νεότερους ψηφοφόρους και κοσμικά άτομα.
Το πολιτιστικό ρήγμα απειλεί ολοένα και περισσότερο τη δημοκρατική σταθερότητα των ΗΠΑ, σημειώνει το Foreign Affairs. Διαισθανόμενοι τις δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές που λειτουργούν εναντίον τους, ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι εισήγαγαν περιοριστικά εκλογικά μέτρα μετά τις εκλογές του 2020, επικαλούμενοι ανησυχίες για την εκλογική ακεραιότητα. Μερικοί Δημοκρατικοί, απογοητευμένοι από αυτό που θεωρούσαν άδικο αντιπλειοψηφικό σύστημα, πίεσαν για σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση των Εκλεκτόρων και η επέκταση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αντί να επιδιώκει συμβιβασμό, κάθε κόμμα υιοθέτησε στρατηγικές για να υπονομεύσει το άλλο, υπονομεύοντας τελικά την εθνική ενότητα και τους δημοκρατικούς κανόνες.
«Δυνατή φωνή αλλά μικρό ραβδί»
Τα γεωγραφικά, δημογραφικά και πολιτικά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ δημιουργούν μια άλλη ευπάθεια: Μια τάση επιδίωξης παγκόσμιων συμφερόντων χωρίς τη δέσμευση επαρκών πόρων για την πρόληψη των συγκρούσεων. Ο Ρούζβελτ συμβούλευε τους ηγέτες να «μιλούν σιγά και να κουβαλούν ένα μεγάλο ραβδί», αλλά η Ουάσιγκτον σήμερα συχνά κάνει το αντίστροφο: μιλάει σκληρά, αλλά στη συνέχεια απλώς χρησιμοποιεί εργαλεία όπως κυρώσεις ή πυραυλικά χτυπήματα όταν αμφισβητείται. Αυτή η προσέγγιση αποθαρρύνει τους συμμάχους, προκαλεί τους αντιπάλους και κλιμακώνει τις συγκρούσεις που θα μπορούσαν να είχαν περιοριστεί με ισχυρότερη εμπλοκή ή να είχαν αποφευχθεί με καλύτερη κρίση. Το χειρότερο είναι ότι, αφού είναι πολύ παθητικές στην ειρήνη, οι ΗΠΑ μερικές φορές αντιδρούν υπερβολικά στον πόλεμο, οδηγώντας σε τέλμα, όπως συνέβη στο Αφγανιστάν και το Ιράκ μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Αυτές οι τάσεις, εξηγεί το Foreign Affairs, πηγάζουν από τις ίδιες ιδιότητες που κάνουν τις ΗΠΑ ισχυρές. Οι Αμερικανοί συχνά παραβλέπουν τις παγκόσμιες υποθέσεις επειδή οι ωκεανοί θωρακίζουν τη χώρα τους από ξένες απειλές και επειδή η οικονομία τους είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης. Οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν μόλις το 11% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο που είναι περίπου 30%. Επιπλέον, οι αποκεντρωμένοι θεσμοί της χώρας δημιουργούν μια ποικιλία προτεραιοτήτων, καθιστώντας την εθνική κινητοποίηση σπάνια, εκτός εάν ένας σαφής και παρών κίνδυνος επιβάλλει την ενότητα. Ως αποτέλεσμα, η εξωτερική πολιτική γίνεται συχνά ένα κομματικό παιχνίδι και σοβαρές απειλές αγνοούνται μέχρι να ξεσπάσουν.
Ωστόσο, με απαράμιλλη δύναμη στα χέρια τους, οι ΗΠΑ αισθάνονται υποχρεωμένες να έχουν μια πολιτική για τα πάντα. Αυτό ενισχύεται από τα ελεύθερα ΜΜΕ και το θορυβώδες Κογκρέσο, αλλά και φωνές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των πληθυσμών της διασποράς, των οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της γραφειοκρατίας της εθνικής ασφάλειας, να υποστηρίξουν διάφορες ενέργειες στο εξωτερικό.
Εν τω μεταξύ, οι πιο αδύναμες χώρες πιέζουν τις ΗΠΑ για προστασία από ισχυρότερους αυταρχικούς γείτονες που με τη σειρά τους βλέπουν τις ΗΠΑ –και το παράδειγμα που δίνουν ως ευημερούσα δημοκρατία– ως απειλή για την κυριαρχία και τις σφαίρες επιρροής τους. Σε απάντηση, αυτοκρατορίες όπως η Κίνα, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Ρωσία στρατιωτικοποιούνται ενάντια στις ΗΠΑ. Ακόμη και όταν οι Αμερικανοί θέλουν να μείνουν μακριά από ξένες συγκρούσεις, αυτές οι δυνάμεις συχνά τούς τραβούν μέσα σε αυτές.
Ο «κούφιος διεθνισμός»: ιστορικές αποτυχίες
Το Foreign Affairs αποκαλεί το αποτέλεσμα «μια κούφια μορφή διεθνισμού» που μερικές φορές έχει οδηγήσει σε καταστροφικές αποτυχίες. Στη δεκαετία του 1920, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν στη γερμανική και ιαπωνική επέκταση, αλλά απέσυραν τις δυνάμεις τους από την Ευρώπη ενώ απαιτούσαν πληρωμές χρέους από τους συμμάχους, οι οποίοι μετέδωσαν το κόστος στη Γερμανία, επιδεινώνοντας την οικονομική της κατάσταση και επιταχύνοντας τη διολίσθησή της στον ναζισμό. Ταυτόχρονα, στην Ασία, οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν τα σχέδια για ναυτικό εκσυγχρονισμό και περιφερειακή οχύρωση, αλλά επέβαλαν όλο και πιο αυστηρές κυρώσεις στην Ιαπωνία, εντείνοντας την αντίληψη του Τόκιο για την Ουάσιγκτον ως εχθρική και ευάλωτη, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Ενα παρόμοιο μοτίβο διαδραματίστηκε στη δεκαετία του 1990 και στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα. Ενώ σχεδόν διπλασίασαν τα μέλη του ΝΑΤΟ για να συμπεριλάβουν 12 νέες χώρες, οι ΗΠΑ μείωσαν στο μισό την παρουσία των στρατευμάτων τους στην Ευρώπη και έστρεψαν την εστίαση του ΝΑΤΟ στις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή. Το 2008, οι ΗΠΑ πρότειναν ότι η Γεωργία και η Ουκρανία θα μπορούσαν τελικά να ενταχθούν στη συμμαχία, αλλά δεν πρόσφεραν συγκεκριμένο δρόμο προς την ένταξη, προκαλώντας έτσι τη Ρωσία.
Σε άλλες περιπτώσεις, ο κούφιος διεθνισμός οδήγησε τις ΗΠΑ να παραμελήσουν εντελώς την αποτροπή. Το 1949, για παράδειγμα, απέσυραν τα στρατεύματά τους από την Κορέα. Ωστόσο, όταν η Βόρεια Κορέα εισέβαλε στη Νότια Κορέα, οι ΗΠΑ επενέβησαν δυναμικά, προκαλώντας μια σκληρή κινεζική αντεπίθεση. Αυτό το σοκ ενίσχυσε τους φόβους του Ψυχρού Πολέμου για κομμουνιστική επέκταση και εδραίωσε τη θεωρία του ντόμινο: Την ιδέα ότι αν ένα κράτος πέσει στον κομμουνισμό, θα το κάνουν και οι γείτονές του. Αυτή η ιδέα με τη σειρά της προώθησε την καταστροφική ανάμειξη της Ουάσιγκτον στο Βιετνάμ. Ομοίως, το 1990, οι ΗΠΑ δεν έκαναν καμία σοβαρή προσπάθεια για να αποτρέψουν την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, αλλά στη συνέχεια πήραν τα όπλα για να αποκρούσουν την επίθεση. Το αποτέλεσμα ήταν ο πόλεμος του Κόλπου και οι παρατεταμέν στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, η οποία με τη σειρά της κινητοποίησε ομάδες τζιχαντιστών όπως η Αλ Κάιντα.
Ο κόσμος αντιμετωπίζει τώρα συγκλίνουσες απειλές: Η Κίνα πραγματοποιεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική συσσώρευση εν καιρώ ειρήνης από την εποχή της ναζιστικής Γερμανίας, παράγοντας πολεμικά πλοία, μαχητικά αεροσκάφη και πυραύλους πέντε έως έξι φορές ταχύτερα από όσο μπορούν οι ΗΠΑ. Η Ρωσία διεξάγει τον μεγαλύτερο πόλεμο της Ευρώπης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Ιράν ανταλλάσσει χτυπήματα με το Ισραήλ και η Βόρεια Κορέα στέλνει χιλιάδες στρατεύματα για να πολεμήσουν στην Ουκρανία ενώ προετοιμάζεται για πόλεμο με τη Νότια Κορέα και αναπτύσσει πυρηνικούς πυραύλους που μπορούν να φτάσουν στις ΗΠΑ.
Παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζουν αυτά τα καθεστώτα ως εχθρούς, οι ΗΠΑ δαπανούν μόνο το 2,7% του ΑΕΠ τους για την άμυνα. Το 77% των νεαρών Αμερικανών δεν είναι επιλέξιμοι για υπηρεσία λόγω παχυσαρκίας, χρήσης ναρκωτικών ή προβλημάτων υγείας και μόλις το 9% εκφράζει ενδιαφέρον να καταταγεί. Σε μια πιθανή σύγκρουση με την Κίνα, οι ΗΠΑ θα εξαντλούσαν το απόθεμα πυρομαχικών τους μέσα σε λίγες εβδομάδες και θα χρειάζονταν χρόνια για την αμυντική τους βιομηχανία να το αντικαταστήσει.
Συνδυάζοντας τη διπλωματική εχθρότητα με τη στρατιωτική απερισκεψία, οι ΗΠΑ στέλνουν και πάλι στον κόσμο ένα μεικτό σήμα. Τα «πορτοκαλί φανάρια», φυσικά, συχνά παρακινούν τους επιθετικούς οδηγούς να επιταχύνουν.
Οι κίνδυνοι της εμμονής με την παρακμή
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, οι ειδικοί προέτρεψαν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να προετοιμαστούν για την πολυπολικότητα, αναμένοντας ότι οι ΗΠΑ θα αμφισβητηθούν ή θα ξεπεραστούν από τις ανερχόμενες δυνάμεις. Η πραγματικότητα όμως έχει πάρει διαφορετική πορεία. Οι ΗΠΑ παραμένουν οικονομικά κυρίαρχες ενώ άλλοι διεκδικητές -τόσο αντίπαλοι όσο και σύμμαχοι- διολισθαίνουν σε μακροπρόθεσμη παρακμή.
Εν τω μεταξύ, πολυπληθείς χώρες όπως η Ινδία και η Νιγηρία, αδυνατούν να ανέβουν στην κλίμακα, σημειώνει το Foreign Affairs, λόγω των κακών υποδομών, της διαφθοράς και των αδύναμων εκπαιδευτικών συστημάτων τους.
Μακροπρόθεσμα, ένας κόσμος χωρίς ανερχόμενες δυνάμεις θα μπορούσε να ενισχύσει τη σταθερότητα, μειώνοντας τον κίνδυνο ηγεμονικών πολέμων. Η Βιομηχανική Επανάσταση προκάλεσε διπλασιασμό σε οικονομίες, πληθυσμούς και στρατούς μέσα σε μια γενιά, πυροδοτώντας έντονο ανταγωνισμό για πόρους και έδαφος. Αλλά αυτή η εποχή τελειώνει. Η συρρίκνωση του πληθυσμού, οι στάσιμες οικονομίες και η συγκέντρωση του πλούτου στις ΗΠΑ καθιστούν απίθανη την άνοδο των νέων μεγάλων δυνάμεων. Ορισμένοι αναλυτές χαρακτηρίζουν την Κίνα, το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και τη Ρωσία ως «άξονα», αλλά ο κόσμος είναι απίθανο να δει μια επανάληψη του 1942.
Τώρα, όμως, υπάρχουν άλλες απειλές. Οι παρακμάζουσες δυνάμεις μπορεί να καταφύγουν σε απελπισμένους πολέμους αλυτρωτισμού για να ανακτήσουν αυτά που πιστεύουν ότι είναι «χαμένα» εδάφη. Η Ρωσία το έχει ήδη κάνει αυτό στην Ουκρανία και η Κίνα ενδέχεται να κάνει παρόμοιες ενέργειες στην Ταϊβάν ή κατά των Φιλιππίνων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας Αν και αυτές οι συγκρούσεις μπορεί να μην είναι ανάλογες με την κλίμακα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα μπορούσαν να είναι εξίσου φρικτές, με πυρηνικές απειλές και επιθέσεις σε κρίσιμες υποδομές. Η Κίνα, η Βόρεια Κορέα και η Ρωσία αντιμετωπίζουν οικονομική και δημογραφική παρακμή, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τους πιο πιθανούς στόχους τους, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν και τις χώρες της Βαλτικής. Ακόμη και χωρίς να πυροδοτήσουν μαζικούς πολέμους, η Κίνα και η Ρωσία θα μπορούσαν σταδιακά να μεταμορφωθούν σε γιγάντιες Βόρειες Κορέες, βασιζόμενες όλο και περισσότερο στον ολοκληρωτισμό για να υπονομεύσουν μια διεθνή τάξη στην οποία δεν μπορούν πλέον να ελπίζουν ότι θα κυριαρχήσουν.
Μια άλλη απειλή, συνεχίζει το Foreign Affairs είναι η αχαλίνωτη κρατική αποτυχία, ιδιαίτερα σε χώρες με ραγδαία αυξανόμενο πληθυσμό. Η Υποσαχάρια Αφρική, για παράδειγμα, αναμένεται να έχει επιπλέον ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους μέχρι το 2050, ωστόσο οι περισσότερες οικονομίες της βρίσκονται ήδη σε δημοσιονομική κρίση. Η μεταποίηση δεν παρέχει μαζική απασχόληση και οι κυβερνήσεις μειώνουν τις κοινωνικές δαπάνες για να πληρώσουν τόκους δανείων. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη, εκτιμάται ότι 3,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε χώρες όπου οι πληρωμές τόκων υπερβαίνουν τις επενδύσεις είτε στην εκπαίδευση είτε στην υγειονομική περίθαλψη. Η στασιμότητα των μεγάλων οικονομιών επιδεινώνει την κατάσταση. Η Κίνα, για παράδειγμα, έχει σταματήσει το μεγαλύτερο μέρος του ξένου δανεισμού της, ενώ μείωσε τις εισαγωγές της από φτωχές χώρες και πλημμύρισε τις αγορές τους με επιδοτούμενες εξαγωγές, επιφέροντας τριπλό πλήγμα στις οικονομίες τους.
Το σπιράλ κρατικής αποτυχίας θα μπορούσε να μεγεθύνει μια τρίτη απειλή: Τη συνεχιζόμενη άνοδο του αντιφιλελευθερισμού στις δημοκρατικές χώρες. Πολλές δημοκρατίες ήδη παλεύουν με τη δημογραφική παρακμή, την υποτονική οικονομική ανάπτυξη, το αυξανόμενο χρέος και την άνοδο των εξτρεμιστικών κομμάτων. Ενα κύμα προσφύγων θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω αυτά τα αντιδημοκρατικά κινήματα. Μετά τον συριακό εμφύλιο πόλεμο που έστειλε περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες στην Ευρώπη, για παράδειγμα, τα αυταρχικά κόμματα σημείωσαν σημαντικά κέρδη σε ολόκληρη την ήπειρο. Η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει ανθίσει σε περιόδους οικονομικής επέκτασης, πληθυσμιακής αύξησης και κοινωνικής συνοχής, αλλά είναι αβέβαιο εάν μπορεί να επιβιώσει σε μια εποχή στασιμότητας και μαζικής μετανάστευσης.
Οι ΗΠΑ πρέπει να περιορίσουν αυτές τις απειλές, ενώ θα συνεχίσουν να αξιοποιούν τα γεωγραφικά, δημογραφικά και θεσμικά τους πλεονεκτήματα. Ενα κρίσιμο πρώτο βήμα είναι η απόρριψη της εσφαλμένης αντίληψης ότι η χώρα είναι καταδικασμένη να παρακμάσει. Πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, ο πολιτικός επιστήμονας Σάμιουελ Χάντινκτον υποστήριξε ότι οι Αμερικανοί πρέπει να φοβούνται την παρακμή για να την αποφύγουν. Ομως, ο φόβος κινδυνεύει να γίνει αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μια υπερβολική αίσθηση φθοράς έχει ήδη αρχίσει να αποσταθεροποιεί τη δημοκρατία, καθώς ορισμένοι Αμερικανοί χάνουν την πίστη τους στο σύστημα και στρέφονται σε αντιφιλελεύθερες λύσεις. Κάποιοι συσπειρώνονται πίσω από τον λευκό εθνικισμό, υποκινούμενοι από τους φόβους για δημογραφικές αλλαγές και τις θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες ψευδώς ισχυρίζονται ότι οι πολιτικές ελίτ ενθαρρύνουν τη μαζική μετανάστευση για να αντικαταστήσουν τους λευκούς Αμερικανούς με μειονότητες.
Φοβούμενες την παρακμή, οι ΗΠΑ μπορεί να κλίνουν προς τον προστατευτισμό και την ξενοφοβία, κάτι που θα υπονόμευε τις βασικές δυνάμεις τους. Εάν υιοθετήσουν μια ψευδή αφήγηση παρακμής, κινδυνεύουν να γίνουν μια ψευδο-υπερδύναμη, ένα μεγαθήριο αποφασισμένο να πνίξει κάθε γραμμάριο πλούτου και δύναμης του υπόλοιπου κόσμου. Οι δασμοί, οι κυρώσεις και οι στρατιωτικές απειλές θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη διπλωματία και το εμπόριο και η μετανάστευση θα μπορούσε να περιοριστεί δραστικά. Αυτή η στροφή μπορεί να αποφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη για τους Αμερικανούς, αλλά τελικά θα τους βλάψει καθιστώντας τον κόσμο που κατοικούν φτωχότερο και λιγότερο ασφαλή.
Ο πιο άμεσος κίνδυνος είναι ότι οι ΗΠΑ θα πείσουν τον εαυτό τους –και τους αντιπάλους τους– ότι δεν έχουν τη βούληση ή την ικανότητα να αντιμετωπίσουν μια μεγάλης κλίμακας επιθετικότητα. Για να αποφευχθεί αυτό, πρέπει να επανεκτιμήσουν τα βασικά τους συμφέροντα και να καθορίσουν πού είναι απαραίτητος ο περιορισμός της επιθετικότητας. Το κατεστημένο της εθνικής ασφάλειας πιστεύει ότι αυτό σημαίνει να εμποδίσουν οι ΗΠΑ την Κίνα, το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και τη Ρωσία να καταστρέψουν τους γείτονές τους. Αυτή η πεποίθηση –ότι οι ισχυρές, ρεβιζιονιστικές τυραννίες πρέπει να περιοριστούν– είναι τόσο απλή όσο και σκληρά εμπεδωμένη. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ αποχώρησαν από την Ευρασία, μια απόφαση που συνέβαλε στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διατήρησαν συμμαχίες εν καιρώ ειρήνης στην Ευρασία, νικώντας τελικά τον κομμουνισμό χωρίς να πυροδοτηθεί ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος και παρέχοντας τα θεμέλια ασφάλειας για μια άνευ προηγουμένου αύξηση της παγκόσμιας ευημερίας και δημοκρατίας. Το κλειδί της επιτυχίας, τότε όπως και τώρα, είναι η ανάμειξη δύναμης με τη διπλωματία.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ περιόρισαν τη Σοβιετική Ενωση μέχρι που οι εσωτερικές αδυναμίες ανάγκασαν τη Μόσχα να υποχωρήσει. Μια παρόμοια στρατηγική θα μπορούσε να λειτουργήσει σήμερα. Η οικονομία της Κίνας είναι στάσιμη και ο πληθυσμός της συρρικνώνεται. Η Ρωσία έχει βαλτώσει στην Ουκρανία και το Ιράν έχει συντριβεί από το Ισραήλ. Ο κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν Αλί Χαμενεΐ είναι ηλικιωμένοι αρχηγοί κρατών των οποίων η βασιλεία πιθανότατα θα τελειώσει μέσα στην επόμενη δεκαετία. Οι ΗΠΑ δεν χρειάζεται να περιορίσουν τα καθεστώτα τους επ’ αόριστον, ίσως μόνο αρκετό καιρό για να αναδυθούν πλήρως οι τρέχουσες τάσεις. Καθώς η δύναμή τους μειώνεται, τα αυτοκρατορικά τους όνειρα μπορεί να φαίνονται όλο και πιο ανέφικτα, ωθώντας πιθανώς τους διαδόχους να χαράξουν μια νέα πορεία.
Η αναγκαία εσωτερική ενότητα
Ωστόσο, η Κίνα, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Ρωσία είναι απίθανο να ηρεμήσουν εν μια νυκτί. Ο αγώνας των ΗΠΑ εναντίον αυτών των χωρών μπορεί να μη διαρκέσει για πάντα, καταλήγει το Foreign Affairs, αλλά η Ουάσιγκτον πρέπει να προετοιμαστεί για έναν αγώνα που μπορεί να διαρκέσει χρόνια.
Η εσωτερική ενότητα θα είναι απαραίτητη. Η επένδυση σε θέσεις εργασίας, υποδομές, στέγαση και εκπαίδευση σε παραμελημένες περιοχές και η αναζωπύρωση του πνεύματος του πολιτικού καθήκοντος θα είναι κρίσιμες όχι μόνο για την αποκατάσταση των εθνικών ρωγμών αλλά και για την ενίσχυση των ΗΠΑ έναντι των εξωτερικών απειλών. Το να καλέσει κάποιος τους Αμερικανούς να αντισταθούν στην αυταρχική επιθετικότητα δεν σημαίνει ότι σπεύδει σε πόλεμο. Σημαίνει δημιουργία ενός μέλλοντος στο οποίο διασφαλίζεται η ειρήνη μέσω συνεχών επενδύσεων σε στρατιωτική δύναμη και διπλωματική προσέγγιση.
Σημαίνει τη συσπείρωση ενός έθνους ώστε να αναγνωρίσει την τεράστια δύναμή του και να αποδεχτεί την ευθύνη να τη χειριστεί, όχι με ξέφρενη αντίδραση, αλλά πριν από την καταιγίδα, με σκοπό και σύνεση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Ο παράδοξος θρίαμβος της διαλυμένης Αμερικής
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.