«Αλλά αυτό που είναι δυσοίωνο, είναι το ότι οι συνειδητοί εχθροί της ελευθερίας είναι εκείνοι για τους οποίους η ελευθερία θα έπρεπε να έχει την ύψιστη σημασία […] Η άμεση, συνειδητή επίθεση στην πνευματική αξιοπρέπεια εξαπολύεται από τους ίδιους τους διανοούμενους. Δεν βλέπουν ότι η οποιαδήποτε επίθεση στην πνευματική ελευθερία και την έννοια της αντικειμενικής αλήθειας απειλεί μακροπρόθεσμα κάθε πτυχή της σκέψης».
Αυτά έγραψε τον Ιανουάριο του 1946 ο Τζορτζ Οργουελ στο δοκίμιό του «The Prevention of Literature», επικρίνοντας τους επιστήμονες της Δύσης οι οποίοι θαύμαζαν και επαινούσαν τους σοβιετικούς συναδέλφους τους για τα όποια εξαιρετικά επιτεύγματά τους, αδιαφορώντας για τις διώξεις του σταλινικού καθεστώτος κατά συγγραφέων και καλλιτεχνών.
Τα λόγια του περίφημου άγγλου συγγραφέα, δοκιμιογράφου και δημοσιογράφου θυμήθηκε και παρέθεσε πρόσφατα σε άρθρο του ο Μπρετ Στίβενς. Ο συντηρητικός και βραβευμένος με Πούλιτζερ αρθρογράφος των New York Times που συχνά πυκνά προκαλεί με τις απόψεις του, υποστήριξε σε πρόσφατο κείμενό του πως στις ΗΠΑ κινδυνεύει σοβαρά η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης.
Κυρίως λόγω της διαφαινόμενης επικράτησης της αποκαλούμενης κουλτούρας της ακύρωσης (cancel culture), οι θιασώτες της οποίας στον απόηχο το φόνου του Τζορτζ Φλόιντ και των μαζικών συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας κατά του συστημικού ρατσισμού και της αστυνομικής βίας, εξαπέλυσαν μια άτυπη εκστρατεία ηθικού εξαγνισμού της Αμερικής.
Ο Στίβενς επισημαίνει καταρχάς πως αυτήν τη φορά το πρόβλημα δεν είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Είναι πολύ πιθανό ο αμερικανός πρόεδρος όντως να τείνει ενστικτωδώς προς τον φασισμό και να φιλοδοξεί να καταστεί απόλυτος μονάρχης.
«Αλλά έπειτα από σχεδόν τέσσερα χρόνια στην εξουσία, αποκαλύφθηκε πως είναι απλά ένας ανίκανος. Ο Τραμπ μπορεί να επαίνεσε κατ΄ ιδίαν τον Σι Τζινπίνγκ για την ανέγερση στρατοπέδων για τους Ουιγούρους. Ομως στο Κογκρέσο εγκρίθηκαν νόμοι για την επιβολή κυρώσεων στην Κίνα. Μπορεί να επιθυμεί να επαναφέρει τη Ρωσία στην Ομάδα των Επτά (G7) αλλά οι υπόλοιποι έξι δεν πρόκειται να του το επιτρέψουν. Μπορεί να αποκαλεί τον Τύπο “εχθρό του αμερικανικού λαού” ωστόσο αυτός ο εχθρός εξακολουθεί να ενεργεί δίχως περιορισμούς όταν πρόκειται να βάλει εναντίον του», υπενθύμισε στο άρθρο του ο Στίβενς, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως ο Ντόναλντ Τραμπ σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται, οπότε, στον Λευκό Οίκο αλλά στην αμερικανική Αριστερά, μεταξύ των μελών των προοδευτικών ελίτ της Αμερικής τα οποία σύμφωνα με τον Στίβενς στην πράξη δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους και αδυνατούν (ή αποφεύγουν) να υποστηρίξουν τις ίδιες τις φιλελεύθερες απόψεις τους – περί της ελευθερίας της έκφρασης στην προκειμένη περίπτωση – ούτως ώστε να μην κριθούν δυσμενώς από το καθεστώς της ολοένα πιο άκρατης πολιτικής ορθότητας.
Στο εν λόγω πλαίσιο ερμηνεύει ο Στίβενς την απόφαση μεγάλων πολυεθνικών να αποσύρουν τις διαφημίσεις τους από το Facebook, «απαιτώντας από την εταιρεία να κάνει περισσότερα για τη λογοκρισία μορφών λόγου που κρίνουν απαράδεκτες». Οπως επίσης και το γεγονός πως έπειτα από την εναντίωση πλήθους αναγνωστών στο Twitter και μερίδας δημοσιογράφων του The New Yorker, ο αρχισυντάκτης του φιλελεύθερου και προοδευτικού περιοδικού Ντέιβιντ Ρέμνικ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κάθε σκέψη για μια συνέντευξη με τον Στιβ Μπάνον, τον ακροδεξιό ρατσιστή και εθνικιστή και λαϊκιστή πρώην προσωπικό σύμβουλο του Ντόναλντ Τραμπ σε ζητήματα διακυβέρνησης και στρατηγικής.
Ο Στίβενς θεωρεί πως αυτά τα περιστατικά είναι ιδιαίτερα σημαντικά και συνάμα ανησυχητικά γιατί αποδεικνύουν πως «μια ιδέα απειλείται. Η ιδέα ότι όποιος δεν μπορεί να μιλήσει ελεύθερα, δεν θα μπορεί να σκεφτεί ξεκάθαρα και πως μια κοινωνία δεν μπορεί να ακμάζει επί μακρόν εάν όλοι όσοι έχουν διαφορετική άποψη αντιμετωπίζονται ως αιρετικοί». Και φαίνεται πως μαζί του συμφωνούν περισσότεροι από 150 ακαδημαϊκοί, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, ακτιβιστές και καλλιτέχνες – μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται προσωπικότητες όπως ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Σαλμάν Ρούσντι, ο Γκάρι Κασπάροφ και η Μάργκαρετ Ατγουντ – οι οποίοι συνυπέγραψαν ανοιχτή επιστολή μέσω της οποίας τάσσονται υπέρ του ανοιχτού διαλόγου και της ελεύθερης ανταλλαγής των όποιων απόψεων και ιδεών, καταδικάζοντας, συγχρόνως, την υπονόμευση της ανοχής προς τη διαφορετικότητα, καθώς και τη δημόσια διαπόμπευση και τον εξοστρακισμό.
Στο άρθρο του ο Στίβενς ανάγει αυτήν την ιδέα στον Σωκράτη, σημειώνοντας πως κάποτε στις ΗΠΑ μεταξύ των πιο ένθερμων οπαδών της συγκαταλέγονταν πανεπιστήμια, δημοσιογραφικοί οργανισμοί, ομάδες προάσπισης της ελευθερίας του λόγου και κοινωφελή ιδρύματα.
Πλέον, ωστόσο, αυτοί οι «θεσμικοί προασπιστές» παραδίδονται σε εκείνους «που διεκδικούν την ελευθερία του λόγου για τους ίδιους (αλλά όχι για τους άλλους), που θεωρούν πως οι πατριαρχικές δομές πρέπει να εξαλειφθούν (ούτως ώστε να τις αντικαταστήσουν νέες “διατομικές” δομές), που επιθυμούν διαρκώς και διακαώς να ξαναγράψουν το παρελθόν (ούτως ώστε να ελέγχουν καλύτερα το μέλλον), που απαιτούν δημόσιες κραυγές μετάνοιας από εκείνους αμάρτησαν στο πλαίσιο ενός ολοένα πιο ριζοσπαστικού ιδεολογικού πλαισίου (παρότι η συγγνώμη τους δεν είναι αρκετή για να γλιτώσουν την απόλυση)», επισήμανε ο Στίβενς.
Και υπενθύμισε πως όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις στο Twitter και αλλού, οι ακυρώσεις ομιλιών και βιβλίων και οι σημειολογικές μάχες όσον αφορά το ποιες λέξεις πρέπει να γράφονται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και ποιες με πεζό, αποτελούν θέματα που δεν απασχολούν ούτε αγγίζουν ιδιαίτερα όλους όσοι καλούνται να αντιμετωπίσουν πιο απτά ζητήματα όπως «η κατάθλιψη, οι ασθένειες, η αστυνομική βία, η αστική παρακμή».
Οσον αφορά την ιδεολογία αυτό που εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερη σημασία – αναγνωρίζει ο Στίβενς – είναι το κατά πόσο θα μπορέσουν οι θεσμοί που υποτίθεται πως προασπίζονται τα φιλελεύθερα ιδανικά να επιδείξουν το ηθικό σθένος που χρειάζεται ούτως ώστε να επιβιώσουν, συνεχίζοντας την αποστολή τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News