Ο νέος αμερικανικός ιμπεριαλισμός
Ο νέος αμερικανικός ιμπεριαλισμός
Κατά την αξιολόγηση κάθε απειλής ή υπόσχεσης του Ντόναλντ Τραμπ, αφετηρία πρέπει να αποτελεί η περιβόητη «τέχνη της διαπραγμάτευσης», την οποία ο ίδιος διατείνεται ότι κατέχει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, με τον 47ο πρόεδρο των ΗΠΑ «ενίοτε να επιτίθεται και ενίοτε να περιμένει», κάνοντας έτσι εχθρούς και φίλους να αμφιβάλλουν.
Αυτό επισημαίνει σε ανάλυσή του ο Τζάνι Ριότα, αρθρογράφος της La Repubblica, υποστηρίζοντας ότι στην εσωτερική πολιτική ο Τραμπ δεν ασπάζεται ιδεολογίες. Βασίζεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στα όποια ένστικτά του, όπως καταδείχθηκε με την απόφασή του –της τελευταίας στιγμής– να διασώσει, τουλάχιστον προσωρινά, το κινεζικό TikTok, παρά την άκρως εχθρική στάση του απέναντι στο Πεκίνο κατά την προεκλογική εκστρατεία.
Ομως στην εξωτερική πολιτική ο αμερικανός πρόεδρος εμφανίζεται πολύ πιο σίγουρος, ειδικά ως προς τις φιλοδοξίες του περί εδαφικής επέκτασης των ΗΠΑ, ακόμη και στην επιφάνεια του πλανήτη Αρη. Στην ομιλία του μετά την ορκωμοσία, ο μοναδικός από τους προκατόχους του που επικαλέστηκε ο Τραμπ –πέρα από τον Τζο Μπάιντεν, προς τον οποίο άσκησε δριμεία κριτική– ήταν ο Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ, τον οποίο χαρακτήρισε «σπουδαίο πρόεδρο» – αν και, όπως σημειώνει ο Economist, οι περισσότεροι Αμερικανοί μάλλον δεν θα τον κατέτασσαν στο πολιτικό πάνθεον των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ θυμήθηκε τον 25ο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοινώνοντας την πρόθεση του (το σχετικό προεδρικό διάταγμα έχει ήδη υπογραφεί) να δώσει εκ νέου το όνομά του στο όρος Ντενάλι, ιδέα που συνδυάζει δύο εμμονές του. Το ψηλότερο βουνό των ΗΠΑ και της Βόρειας Αμερικής μετονομάστηκε από ΜακΚίνλεϊ σε Ντενάλι, όπως αποκαλούνταν επί αιώνες από τους γηγενείς της περιοχής, το 2015, γεγονός που ο Τραμπ θεωρεί απαράδεκτο, ως μια απόπειρα αναθεώρησης της Ιστορίας υπό το πρίσμα της αποκαλούμενης «woke» κουλτούρας την οποία απεχθάνεται.
Επιπλέον, ο πρόεδρος που αποφάσισε την αλλαγή ονόματος ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα, οπότε, μετονομάζοντάς το εκ νέου, ο Τραμπ αναιρεί ένα από τα πεπραγμένα του Ομπάμα. Ωστόσο δεν ήταν αυτός ο μοναδικός λόγος που επικαλέστηκε τον Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ.
Οπως συνοψίζεται στο δημοσίευμα του Economist, o ΜακΚίνλεϊ, που ανέλαβε τα προεδρικά του καθήκοντα τον Μάρτιο του 1897, ηγήθηκε των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στη διάνοιξη της Διώρυγας του Παναμά. Επιπλέον, λάτρευε τους δασμούς, τόσο ως μέσο χρηματοδότησης της κυβέρνησης όσο και ως τρόπο προστασίας της εγχώριας βιομηχανίας, ενώ είχε στενές επαφές και με βαρόνους του πλούτου της αποκαλούμενης Επίχρυσης Εποχής (Gilded Age).
Οσον αφορά καταρχάς τη Διώρυγα, ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί ότι οι όροι της συνθήκης για την εκχώρηση του ελέγχου της στον Παναμά έχουν παραβιαστεί και ότι πλέον ελέγχεται από την Κίνα (το οποίο στην πραγματικότητα δεν ισχύει, αν και η κινεζική κυβέρνηση έχει αυξήσει σημαντικά την επιρροή της στον Παναμά). «Η πιο αξιοσημείωτη μεμονωμένη φράση από την ομιλία του, τουλάχιστον για όσους έχουν συνηθίσει να έχουν έναν αμερικανό πρόεδρο που σέβεται την κυριαρχία των άλλων χωρών, ήταν: “Την παίρνουμε πίσω”» σχολιάζει ο Economist.
Η συνθήκη για την παραχώρηση της Διώρυγας του Παναμά συνάφθηκε κατά την προεδρία του Τζίμι Κάρτερ, το 1977. Ακόμη και τότε η απόφαση αυτή του Δημοκρατικού Κάρτερ αντιμετωπιζόταν από τους συντηρητικούς ως αντιπατριωτική, ως μια προδοσία από αφελείς φιλελεύθερους πολιτικούς – άποψη την οποία συμμερίζεται αναμφίβολα και ο Ντόναλντ Τραμπ σχεδόν μισό αιώνα μετά.
Αλλά στον Παναμά, όπου οι Αμερικανοί εισέβαλαν το 1989 με στόχο την απομάκρυνση από την εξουσία του ντε φάκτο δικτάτορα της χώρας Μανουέλ Νοριέγκα, οι δηλώσεις του Τραμπ σίγουρα ακούγονται πολύ πιο απειλητικές από όσο αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι Αμερικανοί.
Οπως ιδιαίτερα απειλητική ακούγεται και η ευρύτερη συζήτηση για εδαφική επέκταση των ΗΠΑ, ζήτημα που πριν από τον Τραμπ δεν είχε θίξει κανένας αμερικανός πρόεδρος για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο τελευταίος αμερικανός πρόεδρος που αύξησε σημαντικά την έκταση της Αμερικής ήταν ο Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ: κατά την πρώτη θητεία του οι ΗΠΑ έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την Κούβα, τη Χαβάη αλλά και τις Φιλιππίνες, ως συνέπεια της νίκης των ΗΠΑ επί της Ισπανίας.
«Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα τις Φιλιππίνες», είχε αναφέρει σχετικά ο ΜακΚίνλεϊ, «και όταν κατέληξαν σε εμάς, ως δώρο από τους θεούς, δεν ήξερα τι να τις κάνω». Τελικά οι ΗΠΑ κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις στη νησιωτική χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας προσπαθώντας να καταστείλουν μια εξέγερση.
Για τον Τραμπ, όμως, η εδαφική επέκταση των ΗΠΑ (ακόμη και στο Διάστημα, συγκεκριμένα στην επιφάνεια του Αρη, όπως δήλωσε κατά την ομιλία του) φαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, ότι αποτελεί βασικό στόχο, τον οποίο εξέφρασε γενικώς, δηλώνοντας πως η Αμερική πρέπει να γίνει εκ νέου «αναπτυσσόμενο κράτος» και μέσω αύξησης της έκτασής της.
Αντικειμενικά, ωστόσο, «οι μεγαλύτερες προκλήσεις της Αμερικής στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής είναι η διαχείριση του ανταγωνισμού με την Κίνα, η αστάθεια στη Μέση Ανατολή και η κατοχή της Ουκρανίας από τη Ρωσία – όχι τα τέλη που πληρώνουν τα αμερικανικά πολεμικά πλοία για να διέρχονται από τη διώρυγα» θυμίζουν οι δημοσιογράφοι του Economist.
Ο Τραμπ αναφέρθηκε στην Κίνα μόνο επ’ ευκαιρία των όσων είπε για τη Διώρυγα του Παναμά, ενώ για τη Μέση Ανατολή μίλησε μόνο για να επαινέσει τον ίδιο του εαυτό του για τον ρόλο του στη σύναψη της εκεχειρίας και την απελευθέρωση των ισραηλινών ομήρων.
Στην Ουκρανία, ο άνθρωπος που ορκιζόταν πως θα τερμάτιζε τον πόλεμο μέσα σε μία ημέρα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του δεν αναφέρθηκε καθόλου, παρά μόνο εμμέσως, για να υποστηρίξει ότι οι ΗΠΑ παρείχαν «απεριόριστη χρηματοδότηση» για την προστασία ξένων συνόρων, ενώ δεν υπερασπίζονταν τα δικά τους σύνορα, επιτρέποντας έτσι σε «εκατομμύρια» εγκληματίες μετανάστες να εισέρχονται στην επικράτειά τους.
Επιθυμεί, όμως, πράγματι ο Τραμπ να θέσει υπό αμερικανικό έλεγχο τη Διώρυγα του Παναμά ή θα συμβιβαζόταν με χαμηλότερα τέλη διέλευσης για τα αμερικανικά πλοία; «Ο Τραμπ διετέλεσε πρόεδρος επί μια τετραετία, τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια διεξήγαγε προεκλογική εκστρατεία, έχει τη φήμη ότι μιλάει έξω από τα δόντια και όσον αφορά τα κρισιμότερα ζητήματα είναι αδιαφανής», απαντά ο Economist.
Το ίδιο ισχύει και για τους δασμούς, με την άποψη του Τραμπ να συμπίπτει με εκείνη του ΜακΚίνλεϊ. Ο 25ος πρόεδρος των ΗΠΑ υπέγραψε το 1897 τον νόμο Ντίνγκλεϊ, αυξάνοντας τους εισαγωγικούς δασμούς άνω του 50%. Κατά την ομιλία του μετά την πρώτη του ορκωμοσία ο ΜακΚίνλεϊ είχε αιτιολογήσει την απόφασή του αυτή κάνοντας λόγο για προστασία των αμερικανών παραγωγών και κατασκευαστών, ενώ απευθυνόμενος στα μέλη του Κογκρέσου είχε προσθέσει πως ήταν μια συνετή ενέργεια με στόχο τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης χωρίς αύξηση των φόρων σε βάρος των αμερικανών πολιτών.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει να σκέφτεται με παρόμοιο τρόπο, δηλώνοντας ότι «θα επιβάλουμε δασμούς και θα φορολογήσουμε τις ξένες χώρες, ώστε να κάνουμε πλουσιότερους τους πολίτες μας». «Θα εισρεύσουν τεράστια χρηματικά ποσά στα ταμεία μας […] από ξένες πηγές» πρόσθεσε, παρότι και σε αυτή την περίπτωση δεν είναι σαφές τι ακριβώς θα κάνει ο αμερικανός πρόεδρος.
Μετά τη δολοφονία του Ρεπουμπλικανού ΜακΚίνλεϊ από έναν αναρχικό, το 1901, αυτή η προσέγγιση για την προστασία της εγχώριας παραγωγής συνδέθηκε με το Δημοκρατικό Κόμμα. Πρακτικά, η φόρμουλα του ΜακΚίνλεϊ ήταν ένας συνδυασμός μιας πολιτικής που πλέον θεωρείται αριστερόστροφη και μιας εγγύτητας προς τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, που κατά βάση συνδέονται με τη Δεξιά.
Οπως έκανε ο ΜακΚίνλεϊ πριν από περισσότερο από μισό αιώνα, ο Τραμπ επιχειρεί να συνδυάσει εκ νέου αυτές τις δύο προσεγγίσεις. Κατά την προεκλογική εκστρατεία του το 1896, ο μακρινός προκάτοχος του Τραμπ έλαβε 250.000 δολάρια (περί τα 10 εκατ. σημερινά δολάρια) από την J.P. Morgan και άλλα τόσα από τη Standard Oil.
Στην τελετή ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ βρέθηκαν σε περίοπτες θέσεις ο Ελον Μασκ, ο Τζεφ Μπέζος και ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, οι οποίοι προσέφεραν επίσης σημαντικά ποσά στην επιτροπή ορκωμοσίας του. «Ο πρόεδρος ανακοίνωσε την έλευση μιας νέας “χρυσής εποχής”. Αλλά όσον αφορά τους δασμούς, την εδαφική επέκταση και την εμμονή με τον Παναμά, αυτό που φαίνεται να θέλει είναι η επιστροφή των ΗΠΑ στην επίχρυση εποχή» κρίνει ο Economist.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Ο νέος αμερικανικός ιμπεριαλισμός
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.