Κάθε χρόνο την 1η Ιανουαρίου, τα τελευταία αρκετά χρόνια, ουκρανοί υπερεθνικιστές πραγματοποιούσαν πορεία στους δρόμους του Κιέβου για να αποτίσουν φόρο τιμής στον Στεπάν Μπαντέρα, τον κατεξοχήν ήρωά τους και κύριο ιδεολόγο του ουκρανικού εθνικισμού κατά τον 20ό αιώνα ο οποίος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1909. Φέτος, ωστόσο, στην ουκρανική πρωτεύουσα δεν πραγματοποιήθηκε καμία πορεία εθνικιστών, λόγω του στρατιωτικού νόμου που ισχύει και απαγορεύει τις δημόσιες συναθροίσεις εν καιρώ πολέμου.
Η 114η επέτειος της γέννησης του αμφιλεγόμενου ουκρανού υπερεθνικιστή τιμήθηκε διακριτικά, απειλήθηκε, ωστόσο, με διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ουκρανίας – Πολωνίας. Η αιτία ήταν η ανάρτηση μιας φωτογραφίας στον επίσημο λογαριασμό της Βερχόβνα Ράντα, της ουκρανικής Βουλής, με τον Βαλέρι Ζαλούζνι, ανώτατο διοικητή των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, να στέκεται με σηκωμένους τους αντίχειρές του, δίπλα σε ένα πορτρέτο του Στεπάν Μπαντέρα. Η φωτογραφία συνοδευόταν και από μία δήλωση που του αποδίδεται –«η ολική και ύψιστη νίκη του ουκρανικού εθνικισμού θα επέλθει όταν η ρωσική αυτοκρατορία παύσει να υπάρχει»– ενώ παρακάτω επισημαινόταν ότι «οι κατευθυντήριες γραμμές του Στεπάν Μπαντέρα είναι γνωστές στον ανώτατο διοικητή των ενόπλων δυνάμεων».
Η ανάρτηση της ουκρανικής Βουλής γνωστοποιήθηκε πολύ γρήγορα από πολωνικά και ισραηλινά ΜΜΕ, προκαλώντας τη γενική κατακραυγή. Καταρχάς γιατί ο Στεπάν Μπαντέρα «υπήρξε ηγέτης της πιο ριζοσπαστικής πτέρυγας της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών (OUN), μιας ομάδας που κατηγορείται ότι συμμετείχε στο Ολοκαύτωμα μαζί με τη Ναζιστική Γερμανία, η οποία σκότωσε εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίους στη δυτική Ουκρανία», γράφει σε ανταπόκρισή του από το Κίεβο ο Τομά ντ’ Ιστριά, ειδικός απεσταλμένος της Le Monde στην εμπόλεμη χώρα. Αλλά και επειδή η ένοπλη πτέρυγα της Οργάνωσης, ο Ουκρανικός Αντάρτικος Στρατός (UPA), που συστάθηκε το 1942, «ήταν επίσης υπεύθυνη για τον θάνατο χιλιάδων Πολωνών –έως και 100.000 σύμφωνα με εκτιμήσεις ιστορικών– που σκοτώθηκαν στη βορειοδυτική Ουκρανία την περίοδο 1943-1944».
Αφού ο πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι υπενθύμισε ότι η κυβέρνησή του είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε «εξύμνηση ή ακόμη και αναφορά του Μπαντέρα», την 2α Ιανουαρίου η ανάρτηση της ουκρανικής Βουλής διαγράφηκε από τον λογαριασμό της στο Twitter.
Ο υπερεθνικιστής, αντισημίτης και ξενοφοβικός Στεπάν Μπαντέρα εξακολουθεί να είναι, παρότι έχουν περάσει 64 χρόνια από τον θάνατό του, προσωπικότητα μυθοποιημένη όσο και αμφιλεγόμενη, ακόμη και μεταξύ των ίδιων των Ουκρανών. Συνομιλώντας με τον γάλλο ανταποκριτή, ο Γιάροσλαν Χριτσάκ, ιστορικός με ειδίκευση στον ουκρανικό εθνικισμό στο Ουκρανικό Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λβιβ, εξήγησε ότι ενώ ένα μέρος των Ουκρανών, ειδικά στα δυτικά, τον θεωρεί ήρωα, ένα άλλο μέρος τους, κυρίως στα ανατολικά, ιδιαίτερα στις ρωσόφωνες περιοχές, τον καταδικάζει ως εγκληματία και συνεργάτη των ναζιστών. Ωστόσο η εν λόγω κατάσταση άλλαξε, όταν ο Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία με στόχο την «αποναζιστικοποίησή» της.
«Για πρώτη φορά, ο Μπαντέρα κρίνεται πια θετικά από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού», είπε ο ουκρανός ιστορικός, γεγονός το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο εξηγείται από το ότι «μια ιστορική προσωπικότητα και η ανάμνησή της είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Ο Μπαντέρα θεωρείται αποκλειστικά ως σύμβολο του ουκρανικού αγώνα κατά της Ρωσίας και σύμβολο του αντισοβιετικού αγώνα. Πρόκειται για μια άμεση αντίδραση τον πόλεμο που θα ήταν αδύνατη πρωτύτερα», είπε, αναφέροντας ενδεικτικά ότι η δημοτικότητα του Στεπάν Μπαντέρα εκτινάχτηκε από το 22% το 2012 στο 74% πέρυσι.
Ο δημοσιογράφος της Le Monde ενημερώνει τους αναγνώστες του ότι ο ουκρανικός εθνικισμός γεννήθηκε στη δυτική επικράτεια της Γαλικίας, σε μία περιοχή που σήμερα περιλαμβάνει τις ουκρανικές περιφέρειες του Τερνοπίλ, Ιβάνο-Φράνκιβσκ και του Λβιβ. «Σε αυτά τα εδάφη, που κυβερνήθηκαν από πολλές ξένες δυνάμεις κατά τον 20ό αιώνα, μεγάλωσε και απέκτησε φήμη ο Μπαντέρα», γράφει ο Τομά ντ’Ιστριά.
Το 1929, σε ηλικία 20 ετών, εντάχθηκε στην Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών (OUN), η οποία αρνούνταν να επιτρέψει την πολωνική κυριαρχία σε αυτό το τμήμα της Ουκρανίας. Πέντε χρόνια αργότερα, συνελήφθη για τη συμμετοχή του στη δολοφονία του πολωνού υπουργού Εσωτερικών Μπρόνισλαβ Πιεράτσκι και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη αλλά αφέθηκε ελεύθερος, τελικά, όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία το 1939.
Θεωρώντας δυνατή τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους με τη συνδρομή του Τρίτου Ράιχ, η Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών άρχισε, τότε, να συνεργάζεται ενεργά με τους Γερμανούς. Τον Ιούνιο του 1941, μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα και την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στη δυτική επικράτεια της Ουκρανίας, η πιο ριζοσπαστική πτέρυγα της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών (OUN-B), ηγέτης της οποίας ήταν ο Μπαντέρα, διακήρυξε τη ίδρυση ενός ουκρανικού κράτους, «μάλλον αφελώς», γράφει ο γάλλος δημοσιογράφος, γνωρίζοντας τι ακολούθησε.
«Καθώς η πραγματική φιλοδοξία του Ράιχ ήταν να υποδουλώσει τους σλαβικούς πληθυσμούς, η νέα κυβέρνηση διαλύθηκε αμέσως και ο Μπαντέρα απελάθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ζαξενχάουζεν, κοντά στο Βερολίνο. Αφέθηκε ελεύθερος στα τέλη του 1944. Την ίδια χρονιά, το καλοκαίρι, οι νικηφόρες δυνάμεις της Σοβιετικής Ενωσης κατέλαβαν τη δυτική Ουκρανία», συνοψίζει, μην παραλείποντας να αναφέρει πως στη συνέχεια η διαβόητη Eν-Κα-Βε-Ντε (NKVD) που συνδύαζε τις αρμοδιότητες ενός υπουργείου Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξης, άσκησε υπέρμετρη βία κατά αμάχων στη Δυτική Ουκρανία, ειδικά εναντίον όσων είχαν σχέσεις με τους ουκρανούς εθνικιστές: σχεδόν 153.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, περίπου 134.000 συνελήφθησαν, ενώ περισσότεροι από 200.000 απομακρύνθηκαν από τις εστίες τους και μετήχθησαν αλλού στη σοβιετική επικράτεια.
Στη Δυτική Ουκρανία ο Στεπάν Μπαντέρα και η Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών καθώς και ο Ουκρανικός Επαναστατικός Στρατός, η ένοπλη πτέρυγά τους, εγκωμιάζονται για τη δράση τους κατά της ΕΣΣΔ από τότε που η Ουκρανία κατέστη ανεξάρτητο κράτος το 1991. Ειδικά ο Μπαντέρα χαρακτηρίζεται όχι μόνο ήρωας, αλλά και μάρτυρας του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, καθώς δολοφονήθηκε το 1959, 14 χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου από πράκτορες τη Κα-Γκε-Μπε στο Μόναχο.
Το γεγονός, όμως, ότι θετική γνώμη για τον Μπαντέρα έχει, πλέον, η πλειονότητα των Ουκρανών, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη ρωσική προπαγάνδα. Μετά την εξέγερση του 2014 (Μαϊντάν) κατά του τότε ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς και την απόσχιση της Κριμαίας που ακολούθησε την ίδια χρονιά και την έναρξη των εχθροπραξιών στην Ανατολική Ουκρανία, οι προπαγανδιστές του Κρεμλίνου «άρχισαν να παρουσιάζουν την Ουκρανία ως ένα φασιστικό, ναζιστικό κράτος που έχει μανία με τη λατρεία του Στεπάν Μπαντέρα, παρότι οι πιο δημοφιλείς προσωπικότητες του λαού ήταν οι ουκρανοί ποιητές του 19ου αιώνα», γράφει ο γάλλος ανταποκριτής στην ανάλυσή του.
Ακούγοντας, όμως το Κρεμλίνο να εκφράζεται «ιδιαίτερα αρνητικά για τον Μπαντέρα», οι Ουκρανοί, περισσότερο αυθόρμητα παρά συνειδητά, άρχισαν σταδιακά να εκφράζονται «ιδιαίτερα θετικά», σημείωσε από την πλευρά του ο Γιάροσλαν Χριτσάκ, ο ιστορικός από το Ουκρανικό Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λβιβ. «Ο Πούτιν είναι αυτός που τον κατέστησε τόσο δημοφιλή», πρόσθεσε.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι γνήσιοι υμνητές του εξακολουθούν ακόμη να κινούνται στο περιθώριο και να έχουν ελάχιστη επιρροή. Η ρωσική επιθετικότητα δεν άλλαξε την αρνητική γνώμη των περισσότερων Ουκρανών για τον Μπαντέρα αλλά τον μετέτρεψε σε ιδιότυπο σύμβολο του αγώνα τους εναντίον των εισβολέων από τη Ρωσία. «Κατά τις πρώτες μέρες της ρωσικής εισβολής, οι βόμβες μολότοφ που προορίζονταν για τους επιτιθέμενους αποκαλούνταν “σμούθι Μπαντέρα”. Στο TikTok, νέοι άνθρωποι χορεύουν, πλέκοντας το εγκώμιο του Μπαντέρα υπό τους ήχους ηλεκτρονικής μουσικής», αναφέρει ενδεικτικά ο απεσταλμένος της Le Monde στο Κίεβο, εξηγώντας ότι «οι Ουκρανοί χρησιμοποιούν το όνομά του ειρωνικά, για να οικειοποιηθούν τη ρωσική προπαγάνδα, η οποία αποκαλεί τους μαχητές της ουκρανικής αντίστασης “Μπαντερίστες”, όπως αποκαλούνταν οι ιστορικοί υποστηρικτές του».
«Τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης λένε ότι οι Ουκρανοί είναι Μπαντεριστές και ότι οι Μπαντεριστές τρώνε ρωσόπουλα το πρωί. Εάν αυτό πιστεύουν πραγματικά, δεν πειράζει. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι μας φοβούνται», ανέφερε σχετικά μια νεαρή κοπέλα από το Κίεβο, η οποία για τον Στεπάν Μπαντέρα αυτόν καθαυτόν δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ούτε γνωρίζει πολλά.
Ωστόσο στην ανάδειξη και τη μερική, έστω, μυθοποίησή του Στεπάν Μπαντέρα στην μετασοβιετική Ουκρανία δεν συνέβαλε μόνον η ρωσική προπαγάνδα. «Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και έπειτα από αιώνες κυριαρχίας από ξένες δυνάμεις, οι ουκρανικές αρχές εργάστηκαν για να συνθέσουν ένα εθνικό αφήγημα διαφορετικό από εκείνο της Ρωσίας», υπενθυμίζει ο Τομά ντ’ Ιστριά στο κείμενό του.
Και το πρώτο βήμα το έκανε ο Βίκτορ Γιούσενκο, πρόεδρος της Ουκρανίας από το 2005 έως το 2010, όταν αναγνώρισε επίσημα, στα τέλη του 2006, το Χολοντόμορ ως γενοκτονία. «Αυτή η “εξόντωση διά της πείνας” που οργανώθηκε από τη σοβιετική εξουσία την περίοδο 1932-1933, σκότωσε εκατομμύρια Ουκρανούς. Η Μόσχα συνεχίζει να αρνείται τη γενοκτονική φύση αυτού του σημαντικού επεισοδίου στην ιστορία της χώρας», σημειώνει ο γάλλος δημοσιογράφος.
Στη συνέχεια, όμως, ο Γιουσένκο πραγματοποίησε και ένα δεύτερο, αμφιλεγόμενο από πολλές απόψεις, βήμα με στόχο τη σύνθεση ενός αμιγώς ουκρανικού και αντιρωσικού εθνικού αφηγήματος: απένειμε στους ιδρυτές και στα ηγετικά στελέχη της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών, περιλαμβανομένου, φυσικά, και του Στεπάν Μπαντέρα, τον τίτλο του ήρωα, εκδίδοντας, συγχρόνως, διάφορους νόμους μνήμης. Οταν, όμως, στην εξουσία ανήλθε ο φιλορώσος Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ανακάλεσε τους τίτλους και κατήργησε τη σχετική νομοθεσία, πριν αναγκαστεί να εγκαταλείψει άρον άρον, έπειτα, από μία τετραετία, την Ουκρανία, υπό την ασφυκτική πίεση των εξεγερμένων της Μαϊντάν.
Αργότερα, οι φονικές συγκρούσεις στο Ντονμπάς ώθησαν τους Ουκρανούς να ενστερνιστούν «μια αμυντική ιδεολογία εντός ενός επιθετικού πλαισίου», ανέφερε από την πλευρά του ο Αντριάν Νονζόν, ένα γάλλος ιστορικός με ειδίκευση στην Ουκρανία και στα μετασοβιετικά ακροδεξιά κινήματα. «Για αυτό ο Στεπάν Μπαντέρα επέστρεψε στο προσκήνιο. Ο Πέτρο Ποροσένκο (πρόεδρος της Ουκρανίας από το 2014 έως το 2019) επέτρεψε ακόμη και να πραγματοποιηθούν κάποιες παρελάσεις προς τιμήν του», συμπλήρωσε.
Οσον αφορά το παρόν, όμως, ο Στεπάν Μπαντέρα «δεν εγκωμιάζεται από την τωρινή ουκρανική κυβέρνηση, ή τουλάχιστον δεν είναι μια προσωπικότητα που προβάλλεται σήμερα από τον πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Τον επικαλούνται κυρίως ουκρανικά εθνικιστικά κινήματα όπως το Σβόμποντα και ο Δεξιός Τομέας που προέρχονται από τη Δύση», σημείωσε ο γάλλος ιστορικός. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές το 2019, αυτά τα ακροδεξιά, υπερεθνικιστικά κινήματα, παρότι συνασπίστηκαν, έλαβαν μόλις το 2,3% των ψήφων.
Σύμφωνα με τον Περς Αντερς Ρούντλινγκ, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λουντ στη Σουηδία, το ότι ο Στεπάν Μπαντέρα εξακολουθεί να θεωρείται ήρωας από κάποιους, οφείλεται και στο ότι η «πλειονότητα των ανθρώπων δεν γνωρίζουν την Ιστορία. Εάν είχαν ακούσει τις αφηγήσεις για τα πογκρόμ στο Λβιβ ή τις μαρτυρίες των Πολωνών επιζώντων του 1943, δεν θα χρησιμοποιούσαν αυτά τα πανό. Δεν θα δόξαζαν τον Μπαντέρα», είπε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News