Συνήθως τα κόμματα επιλέγουν έναν απολογισμό από την ανάποδη για να παρουσιάσουν το κυβερνητικό τους πρόγραμμα. Αραδιάζουν μια αλληλουχία από αριθμούς και έναν (αφόρητα κουραστικό) κατάλογο από «πυλώνες» και «άξονες» για τις πολιτικές που σχεδιάζουν να εφαρμόσουν. Μετά από δέκα λεπτά καταλήγεις απλά να ακούς ένα βουητό.
Κάπως έτσι, εδώ και πολλά χρόνια, παρότι η αποκάλυψη του προγράμματος είναι πάντοτε μια σημαντική στιγμή της προεκλογικής καμπάνιας, οι παρουσιάσεις προκαλούν χασμουρητά —κυρίως λόγω της αίσθησης ότι το έργο το έχουμε ξαναδεί. Και όπως είναι επόμενο, χάνονται ανάμεσα στα άλλα γεγονότα της ημερήσιας προεκλογικής ατζέντας των πολιτικών αρχηγών. Αν δε έχει συμβεί την ίδια μέρα ένα ενδιαφέρον ενσταντανέ με έναν άλλο αρχηγό (ή και τον ίδιο) και τη συνομιλία του πχ. με μια γιαγιά στον δρόμο, οι ατελείωτες ώρες προετοιμασίας για το πρόγραμμα και την παρουσίαση πάνε (επικοινωνιακά μιλώντας) στράφι.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του απέφυγαν την Τετάρτη την παραδοσιακή συνταγή. Το ρίσκο ήταν ίσως και αναγκαστικό. Διότι τα προγράμματα που ίπτανται υπερβατικά σε μια άλλη σφαίρα, μακριά από όσα ζούμε, δεν ταιριάζουν στην εποχή μας. Ιδίως δε όταν ένα κόμμα έχει κυβερνήσει. Αν η πολιτική επικοινωνία δεν είναι γειωμένη με το μέτρο του κοινού βιώματος θυμίζει το χθες των μεγάλων «θα» και τα σποτ με τις γέφυρες πριν από 20 και 30 χρόνια. (Το αναλυτικό ρεπορτάζ του Protagon για το περιεχόμενο του προγράμματος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ)
Μετά την εισαγωγή από τον υπουργό Επικρατείας, Ακη Σκέρτσο, ο Πρωθυπουργός μιλούσε όρθιος στη σκηνή στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Θέλησε να αφηγηθεί, όπως είπε, μια ιστορία για αυτά που θέλει να κάνει ως το 2027, έχοντας πίσω του δύο μεγάλες οθόνες. Εκεί, μέσα από βίντεο και φωτογραφίες, βρίσκονταν ψηφίδες των έργων που έγιναν ήδη, η πρότασή του για όσα ο ίδιος λέει ότι μπορεί να αλλάξει, αλλά και όψεις της χώρας και της καθημερινότητας που παραμένουν στο χθες. Δίνοντας τον τόνο, ο Πρωθυπουργός θύμισε από την αρχή τη φράση που έλεγε ο ίδιος πριν από τις εκλογές του 2019: «Η Ελλάδα δεν μπορεί να αλλάξει σε μια τετραετία»…
Με όρους πολιτικής επικοινωνίας, ήταν η πρώτη φορά που οι πάντοτε λαμπερά εικονογραφημένες κομματικές εξαγγελίες (γιατί αυτό είναι κάθε πρόγραμμα, μην κρυβόμαστε) επιχειρήθηκε να συνδεθούν, ακόμη και στο ίδιο καρέ, με τη λιγότερο λαμπερή πραγματικότητα που -ακόμη κι αν βελτιώνεται- συχνά μπορεί να είναι γκρίζα.
Για παράδειγμα, είδαμε στην οθόνη ράντζα σε διάδρομο του Ευαγγελισμού, σε αντιδιαστολή της σύγχρονης ΜΕΘ που χτίστηκε για την Covid στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Ο κ. Μητσοτάκης παραδέχτηκε ότι και επί των ημερών του τα ράντζα παραμένουν πραγματικότητα και εξήγησε τι θέλει να αλλάξει. Οπως η άψογη διαδικασία εμβολιασμού ήταν ένα θετικό βίωμα (το είδαμε στην πράξη), έτσι χρεώνεται στα αρνητικά το φαινόμενο των ράντζων μετά τις εφημερίες των μεγάλων νοσοκομείων. Και ένας πολιτικός κερδίζει σε αξιοπιστία όταν πρώτα απ’ όλα αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα.
«Θέλουμε την δεξιά εικόνα, δεν θέλουμε την αριστερή εικόνα (σ.σ.: τα ράντζα). Πώς θα το πετύχουμε; Με το να εκσυγχρονίσουμε σε 80 νοσοκομεία τα τμήματα επειγόντων περιστατικών και να ανακαινίσουμε δραστικά και τα 156 Κέντρα Υγείας της χώρας με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης» είπε μπροστά στις δύο φωτογραφίες ο κ. Μητσοτάκης.
Η τομή, λοιπόν, με επικοινωνιακούς όρους σε σύγκριση με το παρελθόν είναι η συνειδητοποίηση ότι οι πολίτες ούτε συγκινούνται, ούτε ενδιαφέρονται για μια γυαλιστερή εικόνα που βρίσκεται «αλλού», σαν διαφημιστικό σποτ ασφαλιστικής εταιρείας. Περιγράφοντας με εικόνες την πραγματικότητα, ο κ. Μητσοτάκης οπτικοποίησε τον πολιτικό λόγο με έναν τρόπο εύληπτο —κυρίως γιατί οι εικόνες ήταν σε επαφή με το βίωμα.
Η διάρθρωση του περιεχομένου είχε ασφαλώς στο επίκεντρο την οικονομία, το θεωρούμενο ισχυρό «χαρτί» της κυβέρνησης. Οχι όμως με όρους δισεκατομμυρίων ευρώ του Προϋπολογισμού και του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά με τα μεγέθη που αντιλαμβάνεται ο πολίτης. Στο επίκεντρο ήταν τα λεφτά με τα οποία βγάζει τον μήνα ο μέσος Ελληνας. Η βασική δέσμευση του προγράμματος παρουσιάστηκε ως εξής: «Αύξηση του μέσου μισθού πάνω από 25% μέσα στην τετραετία 2023-2027, στα 1.500 ευρώ από 1.170 ευρώ και αύξηση κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ, εντός της τετραετίας».
Επικοινωνιακά, μια τέτοια αναφορά «γράφει» πολύ περισσότερο, όντας κατανοητή στο επίπεδο της καθημερινότητας και της τσέπης, από αθροίσματα και ποσοστά όπως πχ. «η συνολική αύξηση των επενδύσεων κατά 70%». Παρότι χωρίς το δεύτερο δεν μπορεί ποτέ να συμβεί το πρώτο…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News