Οι μάχες στην ανατολική Ουκρανία δεν ήταν ποτέ πιο σφοδρές, αλλά φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι για πολύ καιρό ακόμα καμία πλευρά δεν θα είναι σε θέση να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο. Εν τω μεταξύ, το πολιτικό κόστος για τον Βλαντίμιρ Πούτιν θα αυξηθεί. Ως αποτέλεσμα, η αναζήτηση μιας βιώσιμης στρατηγικής που θα τον παρουσιάσει, ούτως ή άλλως, ως νικητή στα μάτια του ρωσικού λαού.
Μια ιδέα που κερδίζει έδαφος, σύμφωνα με τους Sunday Times είναι να απορροφήσει η Ρωσία μια σειρά από κουρελιασμένα πρώην σοβιετικά εδάφη που ήδη εξαρτώνται από την εξουσία της Μόσχας για την ύπαρξή τους, και στη συνέχεια να χαιρετίσει τον Πούτιν ως “συλλέκτη των ρωσικών εδαφών” κατά την παλιά τσαρική παράδοση. Ο ρώσος πρόεδρος το υπαινίχθηκε αυτό την περασμένη Πέμπτη, όταν γιόρτασε την 350ή επέτειο από τη γέννηση του Μεγάλου Πέτρου. Στις εκστρατείες του κατά της Σουηδίας, σημείωσε ο Πούτιν, ο Πέτρος «δεν τους πήρε τίποτα, επέστρεψε [ό,τι ανήκε στη Ρωσία]». Στη συνέχεια πρόσθεσε ότι «προφανώς» το ίδιο καθήκον καλείται να επιτελέσει και ο ίδιος σήμερα…
Ωστόσο, ενώ αυτή η επεκτατική πολιτική λειτούργησε για τον αυτοκράτορα που ίδρυσε τη γενέτειρα του Πούτιν, την Αγία Πετρούπολη, και, πολύ νωρίτερα, για τον Ιβάν τον Μέγα, τον μεσαιωνικό πρίγκιπα της Μοσχοβίας που έθεσε τα θεμέλια του ρωσικού κράτους, όλα δείχνουν ότι θα αποδειχθεί μάλλον λιγότερο επιτυχής στον 21ο αιώνα.
Διαφαίνεται αδιέξοδο
Η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία σημειώνει αργή πρόοδο και η δυναμική της εξαντλείται. Ο Πούτιν αμφιταλαντεύεται για το αν πρέπει να παραδεχτεί ότι η “ειδική στρατιωτική επιχείρησή” του είναι ένας πόλεμος πλήρους κλίμακας και να κινητοποιήσει τις εφεδρείες (κάτι που θα θορυβούσε και θα αποξένωνε τους περισσότερους Ρώσους), παρότι οι στρατηγοί του δεν έχουν το υλικό και το δυναμικό που απαιτείται για να ξεκινήσουν μια νέα ευρείας κλίμακας εκστρατεία στο ουκρανικό έδαφος αυτό το καλοκαίρι.
Οσο για τους Ουκρανούς, ενώ οι προμήθειες εξοπλισμού από τη Δύση τους επιτρέπουν να συνεχίσουν να πολεμούν, οι απώλειες είναι βαριές και δεν θα μπορέσουν να πετύχουν μια σημαντική νίκη στο πεδίο της μάχης.
Η έναρξη του φθινοπώρου, εκτιμά η λονδρέζικη εφημερίδα, θα δυσκολέψει τις όποιες στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς η κακοκαιρία θα εμποδίζει τη χρήση της αεροπορικής δύναμης , οι βροχές θα φουσκώσουν τα ποτάμια και θα μετατρέψουν το ξηρό έδαφος της στέπας σε παχιά, κολλώδη λάσπη. Τον Σεπτέμβριο, οι πιθανότητες οποιασδήποτε ανάκαμψης στα πεδία των μαχών θα λιγοστέψουν ακόμη περισσότερο για τη Ρωσία, σε αντίθεση με το κόστος του πολέμου που θα την πλήξει καίρια: πληθωρισμός, ανεργία, αυξανόμενη συνειδητοποίηση των απωλειών, φθίνουσα ελπίδα.
Επινοώντας μια νίκη
Ετσι, ο Πούτιν μπορεί να βρεθεί να ψάχνει για κάτι άλλο που θα μπορεί να εμφανίσει σαν θρίαμβο. Ενα χαρακτηριστικό του καθεστώτος του είναι ότι σπάνια ο ίδιος ο πρόεδρος αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Αντιθέτως, εκφράζει ευρύτερα τους στόχους του και περιμένει από ανθρώπους εντός και εκτός κυβέρνησης να του προτείνουν ιδέες, από τις οποίες μπορεί να επιλέξει.
Τώρα που οι προσδοκίες για μια γρήγορη και εύκολη νίκη διαψεύστηκαν, αυτό ακριβώς συμβαίνει στη Ρωσία. Μια σειρά από παρασκηνιακές συζητήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη, καθώς όλο το πολιτικό προσωπικό, από υπουργούς της κυβέρνησης μέχρι δεξαμενές σκέψης, προτείνουν διάφορες επιλογές, με την ελπίδα να τραβήξουν το βλέμμα του Πούτιν και να κερδίσουν την εύνοιά του.
Μια συζήτηση αφορά το αν θα πρέπει να προσαρτηθούν άμεσα τα τμήματα της Ουκρανίας που βρίσκονται υπό ρωσικό έλεγχο. Για ορισμένους, όμως, αυτό δεν θα πήγαινε αρκετά μακριά. Οπως το έθεσε ρώσος αξιωματούχος μιλώντας στους Times, «το Κρεμλίνο χρειάζεται ένα μεγάλο μπαμ, να κάνει κάτι πραγματικά δραματικό, ακόμη και σοκαριστικό, αν θέλει να αποσπάσει την προσοχή ενός κοινού που αναρωτιέται πού πήγαν οι οικονομίες του».
Αυτοί δεν είναι οι τεχνοκράτες που απλά θέλουν να τελειώσει ο πόλεμος, ούτε οι πραγματικοί σκληροπυρηνικοί, που πιστεύουν ότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται αρκετά σκληρά. Είναι μια ομάδα στελεχών που θέλει εθνική δόξα, αλλά γρήγορα και φτηνά.
Προσάρτηση των «Λαϊκών Δημοκρατιών»
Αυτοί είναι που υποστηρίζουν την προσάρτηση των δύο «Λαϊκών Δημοκρατιών» στο Ντονμπάς – των οποίων οι πειθήνιοι ηγέτες έχουν ήδη εκφράσει την επιθυμία τους να ενταχθούν επίσημα στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ντένις Πουσίλιν, επικεφαλής της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ», αναδόμησε το υπουργικό του συμβούλιο στελεχώνοντάς το με σημαντικό αριθμό ρώσων πρώην αξιωματούχων, ενώ ο ομόλογός του στη «Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ», Λεονίντ Πάσετσνικ, διόρισε αναπληρωτή πρωθυπουργό του τον πρώην αναπληρωτή κυβερνήτη της ρωσικής περιοχής Κουργκάν.
Υπάρχουν όμως και εκείνοι που θέλουν να προχωρήσουν ακόμη παραπέρα, υποστηρίζουν οι Times.
Αυτοκρατορία του παντοπωλείου
Μια ομάδα στελεχών στο περιβάλλον του Κρεμλίνου εκτιμά ότι είναι μια καλή στιγμή για να αρπάξουν και άλλες περιοχές που ελέγχονται από τη Ρωσία και να υποστηρίξουν μια γενική προσάρτηση – που θα πλαισιωθεί με μια δήθεν ανταπόκριση στα αιτήματα των ρωσικών πληθυσμών – των αποσχισθέντων εδαφών της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, στη Γεωργία.
Αρκετοί, μάλιστα φλερτάρουν ακόμη και με την ιδέα είτε να απορροφήσουν τη Λευκορωσία είτε, λιγότερο δραματικό, να βασιστούν στην υπάρχουσα συνθήκη μεταξύ Μινσκ και Μόσχας για να μετατρέψουν το υπάρχον «ενωτικό στοιχείο της Ρωσίας και της Λευκορωσίας» σε κάτι που θα μοιάζει πολύ πιο πραγματικό.
Τότε, λέει το επιχείρημα, όλα αυτά θα μπορούσαν να παρουσιαστούν στον ρωσικό λαό ως αντιστροφή του κακοσχεδιασμένου κατακερματισμού του σοβιετικού κράτους στα τέλη του 1991, ως κατάργηση των τεχνητών συνόρων και ως εθνικός θρίαμβος.
Ο Πούτιν θα μπορούσε τότε να παρουσιαστεί ως ένας σύγχρονος Ιβάν ο Τρομερός, ο οποίος νίκησε τους Τατάρους και «συγκέντρωσε τα ρωσικά εδάφη» κάτω από την ηγεσία της Μόσχας στα τέλη του 15ου αιώνα, σχολιάζει η βρετανική εφημερίδα.
Μακροπρόθεσμο κόστος
Οι προπαγανδιστές του Πούτιν θα το παρουσιάσουν δεόντως ως νίκη, φυσικά, αλλά αυτή θα είναι μια νίκη που θα αποκτηθεί μόνο με τεράστιο και μακροπρόθεσμο κόστος.
Σε διεθνές επίπεδο, αυτό θα θεωρηθεί ως απόδειξη ενός ακόρεστου ιμπεριαλισμού, μιας αποφασιστικότητας να αποκαταστήσει την τσαρική ή τη σοβιετική αυτοκρατορία. Ο Καρλ Μπιλντ, πρώην πρωθυπουργός της Σουηδίας, αποκάλεσε το σχόλιο του Πούτιν για τον Μέγα Πέτρο την περασμένη εβδομάδα «συνταγή για χρόνια πολέμου». Ακόμη και η Κίνα θα μπορούσε να αισθανθεί άβολα, δεδομένης της επίσημης δέσμευσής της στα κυριαρχικά δικαιώματα των εθνών (βάσει της οποίας διεκδικεί την κυριαρχία της – «επαρχίας» της, όπως θεωρεί – Ταϊβάν).
Αυτό όμωςε που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, αναφέρει το δημοσίευμα των Times, είναι ότι θα πρέπει να βρεθούν χρήματα από τον γεμάτο ρωγμές ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Ρωσίας για την ανόρθωση αυτών των νέων αποκτημάτων, ώστε να επιδειχθεί κάποιο υλικό πλεονέκτημα στους ντόπιους. Δεδομένου ότι η Μόσχα θα πρέπει να εργαστεί μέσω των υφιστάμενων ελίτ σε αυτές τις περιοχές, οι περισσότερες από τις οποίες απαρτίζονται από κακοποιούς και γκάνγκστερ, μεγάλο μέρος αυτής της επένδυσης θα μπορούσε απλώς να κλαπεί.
Διοικητικά, θα ασκούσε επίσης νέα πίεση σε μια κρατική μηχανή που ήδη δυσκολεύεται. Ο Μιχαήλ Μισούστιν, ο ρώσος πρωθυπουργός, είναι ένθερμος υποστηρικτής του σύγχρονου «τεχνοεξουσιασμού» με ενοποιημένες βάσεις δεδομένων και τυποποιημένα συστήματα. Οι επιπλοκές των μαζικών προσαρτήσεων θα υπονόμευαν τη διοικητική μεταρρύθμιση που οραματίζεται.
Υπάρχουν επίσης προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας: οι ένοπλες δυνάμεις αυτών των περιοχών, πολλές από τις οποίες είναι στην πραγματικότητα πολιτοφυλακές, δεν θα ενθουσιαζόντουσαν απαραιτήτως να πάνε να πολεμήσουν στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, σημαντικοί πόροι για τις Ενοπλες Δυνάμεις αλλά και για την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB) ίσως χρειαστεί να εκτραπούν προς αυτές της περιοχές, προκειμένου να εδραιωθεί η κυριαρχία της Μόσχας.
Το προηγούμενο της Κριμαίας
Οι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής μπορεί παρασύρονται από τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι Ρώσοι αλλά και κάτοικοι της Κριμαίας υποδέχθηκαν την προσάρτησή της το 2014. Αλλά αυτή ήταν μια πολύ συγκεκριμένη περίπτωση. Η Κριμαία αποτελούσε τμήμα της Ρωσίας μέχρι το 1954 και οι περισσότεροι Ρώσοι τη θεωρούσαν πραγματικά «δική τους». Δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο για το Ντονμπάς, πόσο μάλλον για την Αμπχαζία.
Ήδη υπήρξε κάποια δυσαρέσκεια για τις επιδοτήσεις που δόθηκαν στην Κριμαία, όπως είχε συμβεί και παλαιότερα στην περίπτωση της Τσετσενίας. Μάλιστα υπήρχαν διαμαρτυρίες με ρατσιστικό πρόσημο κατά της «τροφοδότησης του Καυκάσου», τις οποίες υποστήριξε ακόμη και ο Αλεξέι Ναβάλνι.
Ομοίως, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, εκτιμούν οι Times, ότι οι περιοχές αυτές θα έπεφταν με θέρμη στην αγκαλιά της μητέρας πατρίδας. Ακόμη και στην Κριμαία, υπάρχει μια νέα διάθεση απογοήτευσης, όχι μόνο επειδή ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων εκεί, κλάπηκε ή σπαταλήθηκε.
Στη Νότια Οσετία, ο προηγούμενος πρόεδρος, Ανατόλι Μπιμπίλοφ, τάχθηκε υπέρ ενός δημοψηφίσματος για την προσάρτηση, καθώς αυτό θα ένωνε οριστικά την περιοχή με τη Βόρεια Οσετία, μια ρωσική περιφέρεια, αλλά ο Aλαν Γκαγκλόγεφ, ο οποίος τον νίκησε για να κερδίσει τις εκλογές τον περασμένο μήνα, έκανε πίσω από την ιδέα.
Οσον αφορά τη Λευκορωσία, αν και ο πρόεδρος Αλεξάντερ Λουκασένκο εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την υποστήριξη της Μόσχας, είναι βέβαιο πως θα απαιτούσε υψηλό τίμημα για να προσχωρήσει σε οποιοδήποτε τέτοιο σχέδιο.
Οχι και τόσο «Μέγας»
Παρ’ όλα αυτά, αναφέρουν οι Τimes, ο Πούτιν έχει εξασφαλίσει ένα προφανές βραχυπρόθεσμο όφελος, παρά το κόστος που θα κληθεί να καταβάλει στο μέλλον. Άλλωστε, δεδομένης της επιμονής των φημών για την υγεία του, αυτές τις ημέρες μπορεί να μην τον ενδιαφέρει τόσο πολύ το μακροπρόθεσμο μέλλον.
Είναι σαφές ότι δεν έχει ακόμη αποφασίσει για την επόμενη κίνησή του, αλλά οι φιλοδοξίες του να ακολουθήσει τα βήματα αυτών των «Μεγάλων», του Πέτρου και του Ιβάν, μπορεί ακόμη να τον παρασύρουν προς πιο τολμηρές και τελικά πιο δαπανηρές πολιτικές που, τελικά, θα μπορούσαν να προκαλέσουν την καταστροφή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News