Την 15η Οκτωβρίου του 1940, πριν από 80 χρόνια δηλαδή, όταν οι ΗΠΑ δεν είχαν ακόμα εμπλακεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τσάρλι Τσάπλιν παρουσίασε στο φιλοθέαμον κοινό της Νέας Υόρκης τον «Μεγάλο Δικτάτορα», το πολιτικό αριστούργημά του, το οποίο είχε αρχίσει να δουλεύει νοερά ήδη από το 1936, όταν ελάχιστοι πίστευαν ότι ο ναζισμός συνιστούσε απειλή, σχεδόν προβλέποντας τον όλεθρο που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Το 1938 ο Τσάπλιν ολοκλήρωσε τη συγγραφή του σεναρίου (την περίοδο της προσάρτησης της Αυστρίας στο Γ’ Ράιχ) ενώ τα γυρίσματα της ταινίας άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1939, λίγες ημέρες μετά την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στην Πολωνία. Το έργο, με το οποίο ο Τσάπλιν θέλησε να χλευάσει μέσω της φάρσας και της σάτιρας τον ναζισμό και τον φασισμό γενικά και τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Μπενίτο Μουσολίνι ειδικά, αποτέλεσε την πρώτη του «ομιλούσα» ταινία, η οποία προτάθηκε για πέντε βραβεία Οσκαρ.
Ο εμβληματικός βρετανός ηθοποιός, που ήταν ήδη διάσημος ανά τον κόσμο ως «Σαρλό», έδωσε ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας (και ανθρωπιάς) υποδυόμενος δύο ρόλους: του μεγαλομανούς και παράφρονα δικτάτορα της φανταστικής Τομανίας, με το όνομα Αντενόιντ Χίνκελ, και ενός ταπεινού και ντροπαλού εβραίου κουρέα.
Η όχι και τόσο φανταστική υπόθεση
Κατά τη διάρκεια της πρώτης παγκόσμιας σύρραξης, ένας εβραίος κουρέας που πολεμά για την Τομανία, αφού σώζει έναν πιλότο ονόματι Σουλτς, τραυματίζεται σοβαρά και μεταφέρεται σε νοσοκομείο βετεράνων, όπου παραμένει για πολλά χρόνια.
Εν τω μεταξύ ο Αντενόιντ Χίνκελ (αντί για Αδόλφος Χίτλερ) –ο οποίος είναι φτυστός ο εβραίος κουρέας– κατέστη ένας στυγνός δικτάτορας και η Τομανία ένα απολυταρχικό και αντισημιτικό έθνος. Σύμβολο του φασιστικού καθεστώτος είναι ο αγκυλωτός σταυρός, ενώ στο πλευρό του δικτάτορα Χίνκελ στέκονται ο υπουργός Προπαγάνδας Γκάρμπιτς (αντί για Γκέμπελς) και ο υπουργός Πολέμου Χέρινγκ (αντί για Γκέρινγκ).
Ο εβραίος κουρέας δεν θυμάται τα χρόνια του πολέμου, υποφέρει από αμνησία. Επιστρέφει, όμως, στο εβραϊκό γκέτο και ανοίγει το κουρείο του, αλλά σύντομα αντιδρά στα αντισημιτικά αισθήματα που επικρατούν, κερδίζοντας την καρδιά της Χάνα, μιας νεαρής και όμορφης γειτόνισσάς του.
Κάποια στιγμή κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του αλλά επεμβαίνει αναπάντεχα ο Σουλτς ο οποίος πλέον κατέχει υψηλόβαθμη θέση στο διδακτορικό καθεστώς. Χάρη στην απρόσμενη συνάντηση με τον άνθρωπο τη ζωή του οποίου είχε σώσει στον πόλεμο, ο εβραίος κουρέας ανακτά τη μνήμη του.
Ευελπιστώντας να δανειστεί έναν πακτωλό χρημάτων από έναν εβραίο τραπεζίτη, ο δικτάτορας Χίνκελ αποφασίζει να μαλακώσει τη στάση του απέναντι στους εβραίους της Τομανίας. Χρειάζεται επειγόντως το δάνειο για να χρηματοδοτήσει την πολεμική του εκστρατεία κατά της γειτονικής Οστερλιχ (Αυστρίας) την οποία επιδιώκει να προσαρτήσει. Απώτερος σκοπός του δικτάτορα Χίνκελ είναι να γίνει δικτάτορας όλου του κόσμου.
Οταν, όμως, ο εβραίος τραπεζίτης αρνείται να τον ικανοποιήσει, εκείνος εξοργίζεται και εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό κατά των Εβραίων της Τομανίας. Ο Σουλτς δεν διστάζει να εκφράσει την αντίθεσή του, κατηγορείται, όμως, αμέσως για προδοσία και καταλήγει σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει και καταφεύγει στο γκέτο όπου μαζί με τον εβραίο κουρέα και την Χάνα και τους γείτονές τους αναζητούν τρόπους για να απαλλαγούν από τον στυγνό δικτάτορα.
Ο Σουλτς προτείνει να αποπειραθούν να τον δολοφονήσουν, ο κουρέας το σκέφτεται ενώ η Χάνα εμμέσως διαφωνεί. Την ίδια ώρα τα τάγματα ασφαλείας του Χίνκελ αναζητούν τον Σουλτς και τελικά τον συλλαμβάνουν μαζί με τον κουρέα και τους στέλνουν πίσω, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Παρά τις αρχικές αντιπαραθέσεις, ο Χίνκελ συνεργάζεται τελικά με τον δικτάτορα της Βακτηρίας Μπεντσίνο Ναπολίνι – ο οποίος αποτελεί φυσικά παρωδία του Μουσολίνι – για την κατάληψη της Οστερλιχ, όπου έχουν καταφύγει για να σωθούν όλοι οι Εβραίοι της Τομανίας.
Ο Σουλτς και ο εβραίος κουρέας δραπετεύουν από το στρατόπεδο όπου κρατούνταν φορώντας στρατιωτικές στολές και λόγω της εξαιρετικής ομοιότητάς του με τον Χίνκελ, οι φρουροί που τους ελέγχουν στα σύνορα της Τομανίας με την Οστερλιχ, θεωρούν πως έχουν απέναντί τους τον δικτάτορά τους. Συγχρόνως, ο πραγματικός Χίνκελ, ο οποίος είχε πάει να κυνηγήσει, φορώντας ρούχα πολιτικά, συλλαμβάνεται από τους ίδιους τους άνδρες του οι οποίοι νομίζουν πως είναι ο φυγάς εβραίος κουρέας.
Εχοντας φτάσει στην πρωτεύουσα της Οστερλιχ ως κατακτητής – δικτάτορας και εχθρός της ελευθερίας, ο ταπεινός εβραίος κουρέας θα στείλει σε ολόκληρο τον κόσμο ένα μοναδικό μήνυμα υπέρ της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης, της ισότητας και της παγκόσμιας ειρήνης.
Εξι ανεπανάληπτα λεπτά
Με έναν διπλό σταυρό στη θέση της σβάστικας και χάρη στην εξαιρετική ομοιότητά του – λόγω του χαρακτηριστικού μουστακιού του ανεπανάληπτου Σαρλό που ήταν παρόμοιο με εκείνου του Αδόλφου Χίτλερ – ο Τσάρλι Τσάπλιν με τον «Μεγάλο Δικτάτορα» απέδειξε για ακόμη μία φορά το εξαιρετικό του ταλέντο, όχι μόνον στην ηθοποιία αλλά και στην «αναζήτηση της αλήθειας», σύμφωνα με τον Φιλίπο Ματσαρέλα της Corriere della Sera, με στόχο την προάσπιση των αδύναμων και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οσον αφορά την υποκριτική, υποδυόμενος τον Χίνκελ ο Τσάπλιν εφηύρε μια σειρά από λαρυγγισμούς που ακούγονταν σαν τα γερμανικά αλλά ήταν απλά ακατάληπτες κουβέντες. Κατάφερε, έτσι, να αποδώσει μοναδικά τον νοσηρό ψυχισμό του Φύρερ ενώ με την διάσημη σεκάνς στην οποία ο δικτάτορας Χίνκελ/Χίτλερ παίζει με την υδρόγειο/μπαλόνι υπό τους ήχους του Βάγκνερ, ο Τσάρλι Τσάπλιν παρουσίασε με τρόπο «σχεδόν ποιητικό» το παρανοϊκό όραμα του γερμανού δικτάτορα για παγκόσμια κυριαρχία.
Υποδυόμενος τον εβραίο κουρέα, ο Τσάπλιν ανέδειξε – ενισχυμένα μάλιστα, μέσω της ομιλίας – όλα εκείνα τα «ρομαντικά, ιδεαλιστικά και περιθωριακά χαρακτηριστικά του πιο γνωστού δημιουργήματός του», εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος, αναφερόμενος φυσικά στον Σαρλό.
Και στο φινάλε της ταινίας, με τον περίφημο μονόλογό του διάρκειας έξι λεπτών, ο ψευδοδικτάτορας αποκαλύπτει στον κόσμο μια εναλλακτική επιλογή στον ναζισμό και τον φασισμό δηλώνοντας, μεταξύ άλλων τα εξής:
«Λυπάμαι, αλλά δεν θέλω να γίνω αυτοκράτορας. Δεν είναι δική μου υπόθεση. Δεν θέλω ούτε να βασιλεύσω, ούτε να κατακτήσω κανέναν. Θα ήθελα να βοηθήσω όλο τον κόσμο, αν μπορούσα (…) Η πλεονεξία δηλητηρίασε τις ψυχές των ανθρώπων, ανύψωσε τα φράγματα του μίσους, μας καταδίκασε στη δυστυχία και στη σφαγή.(…) Σκεφτόμαστε πολύ και αισθανόμαστε ελάχιστα. Περισσότερο και από τις μηχανές, χρειαζόμαστε την ανθρωπιά. Πιο πολύ από την επιδεξιότητα, χρειαζόμαστε την καλοσύνη και την ευγένεια (…) Το μίσος των ανθρώπων θα περάσει, και οι δικτάτορες πεθαίνουν! Και η δύναμη που αφαίρεσαν από τον λαό θα επιστρέψει σε αυτόν ξανά (…) Μην υπακούτε στους αγροίκους, που σας περιφρονούν και σας σκλαβώνουν, που σας καταδυναστεύουν τις ζωές. Ανθρώπους που σας λένε τι να κάνετε, τι να σκεφτείτε και τι να νιώσετε! Που σας μεταμορφώνουν σε κοπάδι, σε κρέας για τα κανόνια. Μην υποχωρείτε μπροστά σε αυτά τα εκφυλισμένα όντα, στους εγκέφαλους και τις καρδιές των μηχανών! Δεν είστε μηχανές, ούτε κοπάδι, είστε άνθρωποι! Φέρτε την αγάπη της ανθρωπότητας μέσα στις καρδιές σας, σταματήστε το μίσος! Μόνο όσοι στερήθηκαν την αγάπη μισούν! Ας αγωνιστούμε για έναν κόσμο δικαίου, όπου η επιστήμη και η πρόοδος θα φέρουν ευτυχία σε όλους! Στρατιώτες! Στο όνομα της δημοκρατίας, ας ενωθούμε!».
Μετά την αμερικανική πρεμιέρα της ταινίας ο Χίτλερ απαγόρευσε την προβολή της στη Γερμανία και τα εδάφη που κατείχε ενώ το παράδειγμά του ακολούθησαν και ο Μουσολίνι και ο Φράνκο. Ωστόσο ο Φύρερ φέρεται να παρέλαβε μυστικά ένα αντίγραφό της από την Πορτογαλία.
Αργότερα, στην αυτοβιογραφία του, ο Τσάπλιν ανέφερε πως «θα έδινα τα πάντα για να μάθω τι σκέφτηκε για την ταινία». Παραδέχτηκε, ωστόσο, πως εάν γνώριζε την έκταση που επρόκειτο να πάρει η ναζιστική θηριωδία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενδεχομένως να μην γύριζε ποτέ τον «Μεγάλο Δικτάτορα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News