«Σήμερα, σωτήριον έτος 2020, κάθομαι σκυμμένος πάνω από ημερολόγια τρύγου και αδειανά σημειωματάρια, έχοντας αποφασίσει να γράψω ένα βιβλίο. Εγώ, ένας αλκοολικός που δεν μέθυσε ποτέ με κρασί, να γράψω για τα κρασιά και για μένα – ή ανάποδα – μετά από τόσα χρόνια».
Έτσι, τολμηρά, ξεκινάει ο Γιάννης Μπουτάρης την αποτίμηση, ανακεφαλαίωσή του, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του «Εξήντα χρόνια τρύγος…» (Εκδόσεις Πατάκη – Βιογραφίες / Ντοκουμέντα, 2020). Γραμμένο, με τη συνεργασία της συγγραφέως Μαρία Μαυρικάκη, το καλοκαίρι που πέρασε. Εν μέσω πανδημίας.
Γράφει με ορμή φουσκωμένου χειμάρρου. Και ρωτά ο – κατά πολλούς – Κυρ Γιάννης των κρασιών:
«Γιατί άραγε; Ο τρόπος που αναρωτιέμαι μπορεί να ακούγεται γλυκερός, ποιητικός, ακόμα και αυτάρεσκος. Δεν είναι παρά η αλήθεια μου.
»Μια αλήθεια που παλεύει να κρατηθεί ως υστεροφημία της ταραγμένης επίγειας διάβασής μου, ανάμεσα σε αμπελώνες και κελάρια, σε δάση και άγρια ζώα, λύκους, σκυλιά και αρκούδες, σε μπαρ, ντίσκο και μπουζούκια, σε ταβέρνες και ρεστοράν για να πουλήσω κρασιά, σε ομάδες Ανώνυμων Αλκοολικών, σε ατέλειωτα ταξίδια».
Όσο κι αν έλεγε στην πρόσφατη διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου του ότι «κύριος πρωταγωνιστής δεν είμαι εγώ, αλλά το κρασί», η ματιά του και οι αφηγήσεις του στο «Εξήντα χρόνια τρύγος…» συνοψίζουν το απαύγασμα της ζωής του.
Το ίχνος του. Ή όπως το τιτλοφορεί, στην εισαγωγή της, η συγγραφέας Μαρία Μαυρικάκη, που οργάνωσε, στο βιβλίο, τις αφηγήσεις του, «Μεταφέροντας στο χαρτί το ίχνος του Γιάννη Μπουτάρη».
Και τι ίχνος. «Ταμπέλες μού κολλήσαν πολλές. Το κάνουμε συχνά. Αρπάζουμε ένα χαρακτηριστικό του άλλου και τον βουτάμε ολόκληρο μέσα. Εντάσσουμε τους ανθρώπους σε κατηγορίες και τους προσάπτουμε κατηγόριες, όμως δεν είναι όλα τόσο απλά. Πώς να κοτσάρεις στο ένδυμα που φέρει ο καθείς μας ετικέτα που να γράφει μία μόνο μάρκα;
»Δεν είναι χιτώνας, είναι φούστα πλισέ – ή, αν προτιμάτε, φουστανέλα – που η μία της τσάκιση γράφει ολόκληρη ιστορία δίπλα στην άλλη.
Ο κουλτουριάρης και το αλάνι
»Για παράδειγμα, εμένα ο αδερφός μου με θεωρούσε πάντα κουλτουριάρη. Μπορεί όμως οι κουλτουριάρηδες να άφηναν να με περιμένει μια θέση στην παρέα τους, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να ενσωματωθώ στον χώρο τους γιατί δεν άντεχα θεατρίνους και ξερόλες.
»Άλλοι πάλι με αποκαλούσαν “αλάνι”. Κι αν τα βρίσκω με τύπους λαϊκούς και περιθωριακούς, οι αυθεντικοί μάγκες δε με νιώθουνε δικό τους όμως, με τέτοια καταγωγή και τέτοιο βαλάντιο που διαθέτω.
Μάλλον δεν ανήκω πουθενά, πράγμα που μου βγήκε τελικά σε καλό, γιατί αναγκάστηκα να ψάξω ποιος πραγματικά είμαι και τι θέλω».
Διάσημος οινοποιός, πολυσυζητημένος δήμαρχος, άνθρωπος που χτυπήθηκε από πολλά αλλότρια βέλη σε κάθε έκφανση της ζωής του. «Η δημοσιότητα και η εξουσία είναι αφροδισιακά για τους γύρω. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να την πατήσεις και να περάσεις στην υπεροψία, νομίζω παίζει μεγάλο ρόλο η παιδεία. Όσο πιο απαίδευτος είσαι, τόσο πιο επιρρεπής γίνεσαι στο καβαλίκεμα και δεν καλοχαιρετάς τους πεζούς.
»Προσέχω να μην ξεφεύγω και την πατήσω κι εγώ. Στη διαχείριση της εξουσίας το πετυχαίνω, στον διάλογο όχι πάντα. Κάποιες φορές μού βγαίνει αυταρχισμός ακόμα και με τα παιδιά μου, κόβω τη συζήτηση, τους παρατάω και σηκώνομαι και αποχωρώ».
Μετανιώνει για κάτι ο Γιάννης Μπουτάρης; Όχι, τελικά. «Όσα πέρασα με το ποτό, τα βλέπω πια με συμπάθεια. Νομίζω ότι αν ξαναζούσα τα ίδια θα έκανα, δε μετανιώνω για τα καλά και τα κακά που έζησα. Με το πρόγραμμα συνειδητοποίησα ότι το μερίδιό μου από αυτή την κατάσταση το πήρα.
»Υπάρχουν πολλά ακόμη, από τα οποία θεωρώ ότι δεν έχω πάρει ό,τι μου αναλογεί. Μπορεί να είμαι αχόρταγος, υπερβολικός, πάντως το ποτό αποτελεί για μένα παρελθόν. Δε μου προκαλεί αίσθηση ούτε νοσταλγία, δε λέω ποτέ «αχ, να έπινα ένα ποτηράκι».
«Πέφτανε τα στοιχήματα σωρό…»
»Όταν πέθανε η Αθηνά (σσ: η μεγάλη αγάπη της ζωής του) πέφτανε τα στοιχήματα σωρό για το πότε θα χτυπήσω το πρώτο μπουκάλι. Και όμως, ούτε στις χειρότερες στιγμές δεν πέρασε από το μυαλό μου «να πιω ένα ποτό για να χαλαρώσω».
Κι έπειτα το δημαρχιλίκι:
«Την πρώτη φορά που έβαλα υποψηφιότητα για δήμαρχος, ξόδεψα ένα κάρο χρήματα και ούτε καν το ευχαριστήθηκα όπως με τα λεφτά που έδωσα αλλού.
»Πήρα ένα 15%, θεωρήθηκε επιτυχία. Είχα λίγη διάθεση, λιγότερη υπομονή, έλεγα πως δε με ενδιαφέρει, εντούτοις συνέχισα να παλεύω για τα τοπικά θέματα και την επόμενη φορά εκλέχτηκα.
»Και τι κατάφερα; Οι επόμενοι προτιμούν να καταστρέφουν το έργο των προηγούμενων και να ξεκινούν από το μηδέν. Χαμένα λόγια, χαμένος κόπος. Κάποια πράγματα τα έσπρωχνα κι εγώ πριν έρθει η ώρα τους, δεν είχα υπομονή να περιμένω να ωριμάσουν και τα έκαιγα.
»Η πολυπραγμοσύνη που με χαρακτηρίζει, το ανακάτεμά μου με πολλά και διάφορα, έχει θεωρηθεί συχνά επιπολαιότητα, όμως δεν είναι, εγώ θα την αποκαλούσα «οριζόντια δράση».
»Από όσα έκανα ως δήμαρχος, συνοψίζω τη σημαντικότερη καινοτομία μου σε μία φράση: αναδείχτηκαν τα στοιχεία που έχτισαν την ταυτότητα της Θεσσαλονίκης τα τελευταία εκατό χρόνια, έπαψε να αγνοείται η πολυεπίπεδη υπόσταση της πόλης μας».
Κάπου εκεί μπαίνει στο πλάνο και η θρυλική, πλέον, ομιλία του, ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης, στην Εθνική Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος, στις 29 Ιανουαρίου 2018.
Όπου, μιλώντας ουσιαστικά – για πρώτη φορά από βήματος – για τη διαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών στην πόλη, τόνιζε, σθεναρά:
«Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε όταν άλλοι, πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων».
Η αλυσίδα βίας του Ολοκαυτώματος
Και, καταλήγοντας: «Το Ολοκαύτωμα στη Θεσσαλονίκη είναι ο πιο βαρύς κρίκος σε μία μακρά αλυσίδα βίας και εξανδραποδισμού».
Στο βιβλίο, ξεκινάει την αναδρομή του σε αυτό το, σημαντικό του, κεφάλαιο με τους χαραγμένους αριθμούς (από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης) στα χέρια δυο ισραηλιτών:
«Μικρό παιδί ακόμη, είχα δει στο χέρι πρώτα του Νταβίκο και μετά της Σαρίκα χαραγμένο έναν πενταψήφιο αριθμό και παραξενεύτηκα, χωρίς να τολμήσω να το σχολιάσω. Για καιρό περίμενα πότε θα τραβηχτεί ξανά προς τα πάνω το μανίκι τους για να φανεί το μυστήριο σημάδεμα – φορούσαν και το καλοκαίρι μακριά μανίκια.
»Ο μπαμπάς είχε αρκετούς προμηθευτές Εβραίους, αγόραζε μπουκάλια και φελλούς, ανάμεσά τους και το ζεύγος Μπενφοράδο που ήταν εκτός από συνεργάτες και φίλοι του. Έκαναν παρέα, πήγαιναν μαζί ταξίδια, σε ένα με πήραν κι εμένα όπου, μακριά από την ασφάλεια του μαγαζιού, βρήκα το θάρρος να ρωτήσω τι σήμαινε το τατουάζ τους. Μήπως ήταν όρκος ερωτικός;
»Βρισκόμασταν έξω από το Λονδίνο, σε ένα εργοστάσιο παραγωγής αιθέριων ελαίων και αρωματικών ουσιών. Οι μεγάλοι μόλις είχαν τελειώσει τις δοκιμασίες εσάνς γλυκάνισου για το ούζο και καθόμασταν κάτω από ένα υπόστεγο στο προαύλιο, περιμένοντας να σταματήσει η βροχή.
»Ο Νταβίκο μου ψέλισε μια σύντομη ιστορία, η Σαρίκα στεκόταν παράμερα, δακρυσμένη. Έτσι έμαθα ότι ήταν δύο από τους χίλιους Θεσσαλονικείς Εβραίους που κατάφεραν να επιζήσουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι υπόλοιποι σαράντα τέσσερις χιλιάδες δεν είχαν την τύχη τους. Αν το λες τύχη, που στην επιστροφή τούς αντιμετώπιζαν οι μεν σαν δαίμονες “οι κακοί οβριοί!”, οι δε σαν προδότες “καλά, πώς και γλιτώσατε;”.
»Στο μυαλό μου ήταν απλώς άνθρωποι που δεν όριζαν τη μοίρα τους, χωρίς να υπάρχει λόγος για μια τέτοια καταδίκη. Όλοι οι πόλεμοι που είχα διδαχτεί στο σχολείο, οι ξεριζωμοί, ακόμη και οι γενοκτονίες είχαν κάποια αιτία, μια εξήγηση. Το Ολοκαύτωμα ακουγόταν εντελώς ανεξήγητο, χωρίς λογική. Άφησα σε μιαν άκρη της ψυχής μου τον παραλογισμό σε ύπνωση και ασχολήθηκα με τα της ηλικίας μου».
Μεγάλος, συνεχίζει, διάβασε πολλά για την υπόθεση, μαζί και το βιβλίο του Μαζάουερ «Θεσσαλονίκη, η Πόλη των Φαντασμάτων». «Την αποκαλούσαν Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων. Στη διάρκεια πεντακοσίων χρόνων ιστορίας, άνθρωποι με ξεχωριστές θρησκείες, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και Εβραίοι συζούσαν χωμένοι στη ζεστασιά του κόλπου της.
»Σκαλίζοντας βαθύτερα, είδα ότι δεν ήταν όλα ρόδινα. Τα ιστορικά βιβλία μιλούσαν για καταπάτηση των περιουσιών των Εβραίων της πόλης. Σαν να μην έφταναν τα αίσχη των Γερμανών κατακτητών, το ελληνικό κράτος είχε διαπράξει απέναντί τους πολλά αδικήματα.
»Η αντίφαση ήταν τερατώδης: μπορούσα, για παράδειγμα, να καμαρώνω που διάβαζα ότι ο προ-προπάππους μου Ιωάννης Μπουτάρης υπήρξε πρωτεργάτης της Μακεδονικής επανάστασης το 1866, αλλά δε χρειαζόταν να ντρέπομαι για όλα αυτά που ανακάλυπτα για τους Εβραίους.
Οι επιβήτορες και ο «κωλοεβραίος»
»Πήρα θέση, η οποία μου κόστισε ακριβά- σε κλίμα εκφοβισμού, ξεπήδησαν επιβήτορες έτοιμοι να “με γαμήσουν, τον κωλοεβραίο”.
»Λάβαινα απειλές, το καθημερινό μου πρόγραμμα επηρεάστηκε για μεγάλο διάστημα, όμως δεν είμαι η περίπτωση που θα υπολογίσω τέτοιες παραμέτρους για να κινηθώ στη ζωή μου.
»Αμέσως μόλις ανέλαβα δήμαρχος της πόλης, παραδέχτηκα δημόσια το αμαρτωλό κομμάτι του παρελθόντος μας σε μια εποχή που επικρατούσε σιγή ιχθύος από παντού.
»Για μένα δεν ήταν επιτρεπτό να κρύβουμε άλλο τη στάση μας, έπρεπε να πάρουμε ένα μάθημα, ακόμα κι αν τέτοια πράγματα δεν πρόκειται να ξανασυμβούν.
»Φρόντισα να μπουν Δείκτες Μνήμης στους δρόμους, να γίνουν αναγνωρίσεις των επιζώντων από τα στρατόπεδα και καθιερώθηκε η σιωπηλή πορεία μνήμης: η πομπή ξεκινούσε από την Πλατεία Ελευθερίας και κατέληγε στον σταθμό των τρένων, εκεί από όπου μετέφεραν τους Εβραίους Θεσσαλονικείς στα επαίσχυντα κολαστήρια».
Η πρόταση για ανέγερση Μουσείου Ολοκαυτώματος, καταγράφει ο Γιάννης Μπουτάρης, ήρθε από το Ισραήλ μέσω της εβραϊκής κοινότητας «και αγκαλιάστηκε από εμένα, ως δήμαρχο. Μαζί με τον πρόεδρο της Ισραηλίτικης Κοινότητας Θεσσαλονίκης, Δαυίδ Σαλτιέλ, παλεύουμε για την ολοκλήρωση του Μουσείου, που θα έχει διεθνή εμβέλεια και θα αποτελέσει τοπόσημο, με τη συμβολική πιστοποίηση της Θεσσαλονίκης ως μητρόπολης των Σεφαραδιτών όλης της Μεσογείου.
»Στο μεταξύ, εξακολουθούν οι κατηγόριες στο πρόσωπό μου, το ίδιο όμως και οι δράσεις μου· παλεύω, με το πείσμα που με διακρίνει, ώστε να μην απωθείται στο συλλογικό ασυνείδητο αλλά να αναδύεται στην επιφάνεια η μακρά διαδρομή της πόλης μου μέσα από πολιτισμούς και θρησκείες, η γενική διοίκηση του 1912, οι Σλάβοι, το μακεδονικό ζήτημα, το προσφυγικό, οι καπνεργάτες, η Φεντερασιόν.
»Μάλιστα, έχω κατεβάσει και την ατάκα: “Αν δε γνωρίζεις το παρελθόν σου δεν μπορείς να χτίσεις το μέλλον σου“, που επαναλαμβάνω συχνά».
«Ήμουν πεταμένος»
Στο πιο δραματικό, ίσως, για την προσωπική του ιστορία κεφάλαιο, υπό τον τίτλο «Ήμουν πεταμένος», ο Γιάννης Μπουτάρης ξεκινάει την αφήγησή του από τη μόδα με τα μπουζουξίδικα.
«Ξενυχτάγαμε μαζί με την Αθηνά στη Μαρινέλλα, στον Ζαμπέτα, στον Βοσκόπουλο, στον Διονυσίου, στον Μητροπάνο, στη Μοσχολιού, στη Δούκισσα. Έφτανα να νιώθω μια ελαφρά μέθη, αλλά ήμουν ακόμα μακριά από τα μπλακ άουτ και τα κενά μνήμης που θα πάθαινα αργότερα.
»Πάντως ήδη αισθανόμουν τον διχασμό που σέρνει το αλκοόλ πίσω του, όντας μαγικό και καταστροφικό συγχρόνως.
Το μπάσκετ του Άρη και το αλκοολίκι
»Σαν να μην έφταναν τα καμώματά μου με το ποτό, εκείνη την περίοδο έμπλεξα και με το μπάσκετ. Άρης από γεννησιμιού, ήταν η μόνη ομάδα που θα μπορούσα να το παίξω παράγοντας κι έτυχε να συμπέσει με τη χρυσή εποχή του αθλήματος. Κατακτήσεις, θρίαμβος, φτάσαμε να είμαστε πια πρωταθλητές.
»Απέφευγα τις θέσεις των επισήμων, δεν πρόβαλα την ενασχόλησή μου με τα μπασκετικά, ούτε καν αντιπρόεδρος δε βγήκα για να μην το μπλέκουν με τη δουλειά μου.
»Λες και δεν ήταν συνδεδεμένο κάργα, αφού είχα τον Άρη στο payroll μου. Τράβηξα από την εταιρεία έναν σκασμό λεφτά, σαν να υπήρχε καμιά τράπεζα να κόβει χρήμα.
»Ακούγεται ανατριχιαστικό, όμως η εργασιομανία μου δεν επηρεάστηκε αμέσως από το αλκοολίκι. Συνέχιζα να ανταποκρίνομαι στα επαγγελματικά μου καθήκοντα, που πλέον ήταν πιο επιτελικά εφόσον υπήρχε τεχνικός διευθυντής στην Οινοποιητική, και το ωράριό μου παρέμενε από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, χωρίς καν να απολαμβάνω μια σιέστα όπως έκανε ο μπαμπάς.
»Οι συνεργάτες δυσκολεύονταν με τον ρυθμό μου. Τελευταία θεσπίστηκε ο όρος “λειτουργικός αλκοολικός”, νομίζω μου ταιριάζει γάντι για τα πρώτα χρόνια του εθισμού. Στη διάρκεια της μέρας διεκπεραίωνα τα πάντα και το βράδυ έλεγα “πάω για ένα ποτάκι”, που σήμαινε παραστράτημα.
»Πιωμένος έκανα χαριτωμενιές, χωρίς υπερβολές ή έριδες. Γκομένιζα κιόλας, ήμουν χωρισμένος τότε, όλοι έλεγαν ο Γιάννης ο γκομενιάρης που πίνει λίγο παραπάνω, δηλαδή δύο πράξεις κοινωνικά αποδεκτές. Για να σε πούνε μέθυσο πρέπει να σε μαζεύουν από τον δρόμο, κάποτε έγινε κι αυτό.
»Ο μηχανισμός της εξάρτησης είναι κοινός για όλες τις ουσίες, φυγή από την πραγματικότητα θέλει ο εξαρτημένος, δοκιμάζει τα πάντα κι όποιο του κάτσει, δεν έχει σημασία το είδος.
»Οι παρεκκλίσεις κάθε τύπου ήταν και στο δικό μου πρόγραμμα, αλλά δε μου πήγαινε τίποτε άλλο, μόνο το οινόπνευμα. Στην εταιρεία βίωνα όλο και μεγαλύτερη απόρριψη, που με έσπρωχνε όλο και βαθύτερα στο πιοτό».
«Η στεναχώρια των αγαπημένων μου»
Την ίδια επίδραση είχε επάνω του, γράφει, και «η στενοχώρια που προκαλούσα στους αγαπημένους μου. Δυσβάσταχτες ενοχές. Όσο πιο πολύ ντρεπόμουν που τους απογοήτευα, τόσο πιο συχνά ξυπνούσα σε άγνωστα δωμάτια ξενοδοχείων, χωρίς να έχω ιδέα ποιος με είχε κουβαλήσει ως εκεί.
»Όταν ήταν σειρά μου να φυλάξω τα παιδιά και τύχαινε να σηκωθούν τη νύχτα, δεν μπορούσα να τα εξυπηρετήσω από το βάρος του πιοτού στο κεφάλι μου.
»Ήμουν πεταμένος. Αυτό τον μηχανισμό, που λειτουργούσε στο ρελαντί με μόνο καύσιμο το οινόπνευμα, γρήγορα θα τον σταματούσε ο θάνατος. Ή ένα θαύμα.
»Ένιωσα να μην μπορώ να ζήσω χωρίς την Αθηνά και της ζήτησα να ξανασμίξουμε. Ανταποκρίθηκε αμέσως, αφού το διαζύγιό μας ήταν μόνο στα χαρτιά· στην πραγματικότητα, ο δεσμός μας δεν έσπασε ποτέ. Μου χτύπησε καμπανάκι για τα μεθύσια μου κι εγώ της υποσχέθηκα ότι θα σταματήσω να πίνω, χωρίς να καταφέρω να το τηρήσω.
Το «βρόμικο ‘89» και η γελοιοποίηση
»Το “βρόμικο ’89”, που τα ξαναφτιάξαμε, ήταν πράγματι βρόμικο όσον αφορά τις πομπές μου. Έφευγα να δω τάχα έναν φίλο και γυρνούσα λιώμα το ξημέρωμα, ακροπατώντας να μην ακουστώ.
»Πλήρης γελοιοποίηση. Να έρχεται η Αθηνά να με μαζεύει από όπου με έβρισκε και να πληρώνει γιατί είχα ξεμείνει από λεφτά, η αποθέωση της ξεφτίλας. Θυμάμαι τα παρακλητικά σημειώματά της, τη θλίψη στα μάτια των παιδιών, τη σιωπή στο σπίτι».
«Είναι το κεφάλαιο, ηλίθιε!»
Στο βιβλίο του, ο Μπουτάρης μπαίνει, τολμηρά πάντα, ως χείμαρρος, ακόμη και στις ταξικές συζητήσεις με φίλους:
«Ζητήματα της λεγόμενης αντίθεσης κεφαλαίου-εργατικής τάξης μονοπωλούσαν τις συζητήσεις που είχαμε με τον Τάκη και τους συντρόφους του, οι οποίες κρατούσαν ως αργά. Αν και βρισκόμουν ξεκάθαρα από τη μια πλευρά, τόνιζα πως το κεφάλαιο δεν μπορεί να τα απομυζά όλα, αλλιώς μοιραία θα εκραγεί όπως έσκασαν στο “Μεγάλο Φαγοπότι”.
»Βαριά ταξικό το θέμα, δεν είναι μαύρο άσπρο. Υπάρχουν και οι ενδιάμεσες τάξεις που εμπλέκονται στα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας και χρειάζεται να είναι ευχαριστημένες και να μπορούν να ανεβούν ψηλότερα, εφόσον το παλέψουν.
»Δεν είναι όμως δυνατόν να ισοπεδώνεται το σύμπαν, γιατί τότε παύει να υπάρχει ενδιαφέρον, το είδαμε ξεκάθαρα στη Σοβιετική Ένωση. Όσο για τις ταξικές διακρίσεις, μετά λύπης πιστεύω ότι δε θα εκλείψουν ποτέ.
Το ταξικό κοιμητήριο των Βλάχων
»Στο Νυμφαίο υπήρχαν δυο μαχαλάδες, ο πάνω των πολυχρονεμένων αφεντάδων και ο κάτω μαχαλάς της αγροτιάς και της εργατιάς.
»Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ανέθεσα στην κοινωνική ανθρωπολόγο Φωτεινή Τσιμπιρίδου να κάνει μια μελέτη για τα ταφικά έθιμα των Βλάχων. Έψαξε στο χωριό μου, όπου τι ανακάλυψε; Ότι το νεκροταφείο ήταν δομημένο ακριβώς στην ίδια λογική της διάκρισης. Το ταξικό σύνορο ανάμεσα στους πάνω και στους κάτω επεκτεινόταν μέχρι και στον άλλο κόσμο και αυτός ο άλλος κόσμος, ω ναι, είναι εφικτός για όλους μας ανεξαιρέτως».
Η οικογένειά του, ο παππούς, ο πατέρας
Ο μεγάλος όγκος των αφηγήσεών του αφορά τις αναμνήσεις από την οικογένειά του, τον παππού του, που ήταν πρότυπο για κείνον, τον πατέρα του, τους αμπελώνες, τους τρύγους τα οινοποιεία. Αλλά και στα πολύτιμα κειμήλια, όπως αυτό:
«Όταν αξιώθηκα να χρηματοδοτήσω έρευνα σχετικά με τον Μακεδονικό Αγώνα, η οποία έγινε από τον καθηγητή Βασίλη Γούναρη στα αρχεία της Βιέννης. Με την ευκαιρία, του ζήτησα να φέρει ό,τι υπάρχει καταγεγραμμένο για το κρασί και ανάμεσα στο υλικό εντόπισα ένα απόκομμα αυστριακής εφημερίδας που εξέδιδαν Έλληνες ομογενείς.
»Εκεί υπήρχε η καταχώριση «Ιωάννης Μπουτάρης & Σία, εν Θεσσαλονίκη. Κατάστημα ιδρυθέν τω 1857. Ειδικόν των οίνων της Ναούσης. Κατανάλωσις φιαλών ετησίως 1.000.000. Βαρέλια υπέρ των 3.000».
Η χάλκινη ταμπέλα και η πρώτη ετικέτα «Νάουσα Μπουτάρη»
»Βρέθηκαν κάμποσα κιτάπια με δοσοληψίες και στοιχεία της δραστηριότητας του παππού, καθώς και η χάλκινη ταμπέλα του μαγαζιού με την επωνυμία της εταιρείας σκαλισμένη σε τρεις γλώσσες, όλα σωσμένα από τις φλόγες της τρομερής πυρκαγιάς του 1917. Μαζί, η πιστοποίηση του Εμπορικού Συλλόγου, «Γνήσια Κρασιά της εν Μακεδονία Ναούσης», η οποία μαρτυρούσε ότι: «ο Ιωάννης Μπουτάρης εκ Νεβέσκης τυγχάνει οινοπνευματοποιός και οινοπνευματοπώλης εν τη αγορά Θεσσαλονίκης από του έτους 1879».
»Κάποια στιγμή κράτησα στα χέρια μου την ετικέτα του πρώτου κόκκινου κρασιού που κυκλοφόρησε εμφιαλωμένο στη χώρα μας, γραμμένη στα ελληνικά, τα γαλλικά, τα εβραϊκά και τα οθωμανικά· του Νάουσα Μπουτάρη».
Η ηλιθιότητα του «χύμα»
Ιδού και μία ακόμη αφήγηση, που καταλήγει στην άποψή του για το χύμα κρασί:
«Ο παππούς και ο μπαμπάς ήταν άσοι στη διακίνηση των επώνυμων κρασιών που κυκλοφορούσαν τότε με ετικέτα – η Δεμέστιχα και η Σάντα Έλενα της Αχάια Κλάους, η Πεντέλη και ο Υμηττός του Καμπά και φυσικά η Νάουσα Μπουτάρη – τα οποία ο πολύς κόσμος δεν εκτιμούσε. Το ποτό πολυτελείας εκείνα τα χρόνια, ειδικά στην επαρχία, ήταν η μπίρα».
Κι εδώ ξεσπαθώνει:
«“Το εμφιαλωμένο το φτιάχνουν στο εργοστάσιο και του ρίχνουν χημικά, αγνό κρασί είναι το χύμα”, η μόνιμη επωδός στα χείλη κάθε πότη. Μετά λόγου γνώσεως αναφέρω ότι πρόκειται για μεγάλη ηλιθιότητα.
»Το χύμα κρασί έχει τέτοιο χάλι, που αν δεν προσθέσεις συντηρητικό, με το που τελειώνει η ζύμωση θα ξινίσει. Συνήθιζαν να το πλακώνουν, λοιπόν, στο σορβικό για να κρατηθεί. Δεν έχετε ακούσει στα χωριά να λένε: “Ρίξε ρε και τρεις παστίλιες να είσαι σίγουρος!”;
»Διπλή ήταν η πληγή. Δεν έφτανε που το κρασί ήταν της κακιάς ώρας, το πουλούσαν κιόλας λαθραία, προκαλώντας ακατάσχετη διαρροή εσόδων για το δημόσιο. Υπολογίζεται ότι το 60% του χύμα διακινείται στη χώρα μας παράνομα, άρα χωρίς να καταβάλλονται φόροι».
Το όραμα για μια Κιβωτό
Στο φινάλε, ο Μπουτάρης, επιλέγει να ολοκληρώσει την εξιστόρηση, όπως γράφει, «με το απραγματοποίητο (μέχρι στιγμής) όραμά μου. Αυτό που ονειρεύομαι από χρόνια είναι η δημιουργία μιας Κιβωτού του Ελληνικού Αμπελώνα, με τις τριακόσιες πενήντα γηγενείς ποικιλίες σταφυλιού που υπάρχουν στη χώρα μας.
»Συχνά με αποκαλούν ‘Πάπα των Ελληνικών Κρασιών’, φράση που πολύ με τονώνει και με κολακεύει. Όσο όμως δεν εκπληρώνεται το όραμά μου, η προσφώνηση παραμένει τίτλος τιμής ατελής.
»Εύχομαι, μέχρι να πεθάνω, η Κιβωτός του Ελληνικού Αμπελώνα στο Τατόι να είναι έτοιμη να σαλπάρει, ακόμα κι αν γίνει στο μεταξύ κατακλυσμός».
Info
Γιάννης Μπουτάρης, «Εξήντα χρόνια τρύγος…»
Εκδόσεις Πατάκη – Βιογραφίες / Ντοκουμέντα, 2020
Σε συνεργασία με τη Μαρία Μαυρικάκη
Σελ. 350
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News