«Ο αντίστροφος μύθος της Ρωσίας, όπως τα κτίρια της Αγίας Πετρούπολης που καθρεφτίζονται ανάποδα στα νερά του Νέβα, επιστρέφει στην Ευρώπη, υπνωτίζοντάς την, αναστατώνοντάς την και – κυρίως – διαιρώντας την», υποστηρίζει και προειδοποιεί ο Ετσιο Μάουρο της La Repubblica.
Ο ιταλός αρθρογράφος κάνει λόγο για μια ανατροπή της Ιστορίας, λαμβάνοντας υπόψη πως παρά την επανάσταση των μπολσεβίκων και την είσοδό τους στο Κρεμλίνο από όπου έθεσαν τις βάσεις για την πραγμάτωση του κομμουνισμού ανά τον κόσμο, η Μόσχα έχει πλέον καταστεί «πρωτεύουσα του συντηρητικού αυταρχισμού, του αντιδραστικού εθνικισμού και κυρίως του αυταρχικού δεσποτισμού», ο οποίος αποτελεί το μοναδικό σταθερό στοιχείο στην πολιτική σκηνή της Ρωσίας, στους τρεις αιώνες τσαρικής κυριαρχίας, στις επτά δεκαετίες κομμουνιστικής εξουσίας και στα είκοσι δύο χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Επικαλούμενος τον βραβευμένο με Νομπέλ Ειρήνης ρώσο δημοσιογράφο Ντμίτρι Μουράτοφ, σύμφωνα με τον οποίο η προπαγάνδα του Κρεμλίνου είναι πιο επικίνδυνη από την ακτινοβολία του Τσερνόμπιλ, ο Ετσιο Μάουρο σημειώνει πως η ρωσική ηγεσία χρησιμοποιεί τον πόλεμο ως μια σύγχρονη ιδεολογία, την πρώτη κατά τη διάρκεια ενός αιώνα στον οποίο επικρατούσε η εντύπωση πως οποιαδήποτε ιδεολογική κληρονομιά ήταν απαγορευμένη.
«Φαινόταν αδύνατο, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού γίγαντα, να μπορέσει το Κρεμλίνο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να ανακατασκευάσει μια τεχνική εξουσίας ικανή να ανακτήσει το χαμένο του κύρος. Και κυρίως να επανεξοπλίσει μια θεωρητική δομή, ένα πραγματικό δόγμα, ικανό να συλλάβει και να νομιμοποιήσει την αποκατάσταση μιας υπερεθνικής εξουσίας, έστω και με τη μορφή της αυθαιρεσίας και της κατάχρησης. Και να επιστρέψει, στο τέλος, στο προσκήνιο, προσποιούμενο ότι γράφει το δικό του μερίδιο ιστορίας αντί απλώς να το διαβάζει», συνοψίζει ο ιταλός αρθρογράφος.
Η Μόσχα έχει πλέον καταστεί «πρωτεύουσα του συντηρητικού αυταρχισμού, του αντιδραστικού εθνικισμού και κυρίως του αυταρχικού δεσποτισμού»
Ωστόσο, αυτό συμβαίνει σήμερα, καθώς επιστρέφουν τα ανατολικά σύνορα και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο πλευρών στο πλαίσιο μιας ατέρμονης διαμάχης που διαρκώς ανανεώνεται. Μετά την πτώση του Βερολίνου, η Ανατολή ως γεωπολιτικός όρος έδειχνε ανίκανη να επιβιώσει. «Πολιτικά αποδυναμωμένη, δίχως μια κυρίαρχη υποκειμενικότητα, εξουδετερωμένη στην αυτοκρατορική της διάσταση, αυτό που απέμενε από την ιστορική αναπαράσταση της Ανατολής περιορίστηκε στην τεχνική λειτουργία ενός απλού σημείου αναφοράς, ενός ορίζοντα όπου ανατέλλει το φως του ήλιου, για να φωτίσει την ηγεμονική Δύση καθώς πορεύεται: της οποίας το σύστημα πεποιθήσεων – η δημοκρατία – είχε επιτέλους κερδίσει, ή έτσι πιστεύαμε», εξηγεί ο Μάουρο.
Ωστόσο αυτή η πολιτική ερμηνεία της ιστορίας και της γεωγραφίας της Ανατολικής Ευρώπης καταρρέει με την Ανατολή να επανέρχεται στο προσκήνιο και να διεκδικεί έναν ρόλο για τον εαυτό της. «Και η ενσάρκωση της άλλης πλευράς του κόσμου είναι για ακόμη μια φορά η Ρωσία, ο “κληρονομικός εχθρός” της Ευρώπης στην οποία ανήκει, η ανταγωνιστική αρχή, ο αυτοκρατορικός διεκδικητής του θρόνου που επανέρχεται».
Οποτε δεν ήταν μόνο «το μπολσεβικικό και λενινιστικό εποικοδόμημα η βάση της διαφορετικότητας της Μόσχας σε σχέση με τη Δύση». Ηταν επίσης η «αυτοσυνείδηση της Ρωσίας», ανά τους αιώνες, «ο εθνικός και λαϊκός της χαρακτήρας που διευρυνόταν ατέρμονα πέρα από τα σύνορά της και εμφανίστηκε αποκαρδιωμένος και διστακτικός, όταν ο νέος κόσμος τον προέτρεψε να επανεισαχθεί σε αυτόν».
Ο Πούτιν ποντάρει ξεκάθαρα σε αυτήν την «ιεραποστολική αυτοαπεικόνιση» της Ρωσίας, σε αυτήν την «σχεδόν ηρωική καταδίκη σε μια μοίρα που βρισκόταν εν υπνώσει, βυθισμένη στην γκρίζα ουδετερότητα του παρακμάζοντος μετασοβιετισμού, και την οποία το Κρεμλίνο έχει αφυπνίσει». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επέρχεται και η «αμοιβαία αναγνώριση» μεταξύ εξουσίας και υποτελών στη Ρωσία η οποία αποτελεί την «αμφιλεγόμενη βάση» της συναίνεσης όσον αφορά την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία.
Πιο σύνθετη είναι η κατανόηση της επίδρασης που ασκεί η «ιδεολογική ακτινοβολία» του Κρεμλίνου στους κόλπους της Δύσης. Εν μέρει οφείλεται στη σαγηνευτική ανάμνηση της Οκτωβριανής Επανάστασης και αυτό ισχύει για την Αριστερά φυσικά καθώς «όταν σβήνει η φωτιά της λενινιστικής εποποιίας, αντέχουν οι διαρκώς φλεγόμενες στάχτες του αντιαμερικανισμού, της αντι-αποικιοκρατίας και του αντιμπεριαλισμού, με τη μορφή μιας ακαταστάλακτης δυσπιστίας για τις αξίες της Δύσης και των θεσμών της».
Η σαγήνη που ασκεί η Ρωσία στη (ακρο)Δεξιά οφείλεται στο ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν ωθεί τη δημοκρατία στα όριά της
Εστιάζοντας στην Αριστερά ο Μάουρο θέτει δύο ερωτήματα. Πρώτον, γιατί δεν αισθάνεται την υποχρέωση να υπερασπιστεί τις δημοκρατικές αξίες που καταπατήθηκαν από την εισβολή, ωσάν να μην την αφορούν, ενώ αντίθετα θα έπρεπε να είναι σημείο αναφοράς της; Δεύτερον, γιατί η αντιαποικιακή και αντι-αυτοκρατορική συνείδησή της δεν καταδικάζει αυθόρμητα τη Μόσχα ενώπιον της κατάχρησης βίας που καταργεί το δίκαιο και αντικαθιστά την ειρηνική συνύπαρξη με τον πόλεμο;
Ομως την ώρα που η Αριστερά αποπειράται να αποκρύψει τις αντιφάσεις της, η «κρυπτο-ρωσική (ακρο)δεξιά» δείχνει σχεδόν ικανοποιημένη με αυτήν την κατάχρηση βίας, επειδή δημιουργεί μια «κατάσταση εξαίρεσης, ακυρώνει όλους τους ρυθμιστικούς περιορισμούς και εγκαθιδρύει μια νέα αυταρχική κυριαρχία, η οποία ζητά υπακοή καθώς θρυμματίζει τον πίνακα των κοινών αξιών».
Αυτό σημαίνει πως στον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία η ευρωπαϊκή (ακρο)δεξιά διακρίνει την πιθανότητα ενός «ξεπεράσματος» της δημοκρατίας στην φιλελεύθερη μορφή της. Συγχρόνως καταδεικνύει το ενδιαφέρον της «για την πολιτική που καθίσταται απευθείας εξουσία, για τη διακυβέρνηση που μετατρέπεται σε διαταγή, για τη διαταγή που γίνεται κυριαρχία», γράφει ο Ετσιο Μάουρο.
Θεωρεί πως η σαγήνη που ασκεί η Ρωσία στη (ακρο)Δεξιά οφείλεται στο ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν ωθεί τη δημοκρατία στα όριά της, στο ότι δεν αναγνωρίζει το δίκαιο, στο ότι αναζητά μια νέα τάξη πραγμάτων ανεξάρτητη από την μεταπολεμική συνταγματική κουλτούρα της Δύσης.
Στρέφοντας την προσοχή του στο πεδίο ο Μάουρο σημειώνει επίσης πως η ιστορία αρχίζει να κινείται εκ νέου, αρνείται το παρελθόν και «αναζητά μια νέα αφετηρία βασισμένη στο τέλος του δημοκρατικού αιώνα, όπως πριν από εκατό χρόνια». Το αξιοσημείωτο σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι οι προασπιστές της δημοκρατίας είναι «αδύναμοι, χλιαροί, διχασμένοι» ενώ καλούνται να αντιμετωπίσουν αντιπάλους «στιβαρούς και άγριους».
Η κατάσταση καθίσταται ακόμη πιο σύνθετη και κρίσιμη λόγω της ύπαρξης μιας «γκρίζας ζώνης» εντός της οποίας «ο ριζοσπαστισμός της Δεξιάς και της Αριστεράς αναμειγνύονται ακούσια με διαφορετικά κίνητρα και κοινές απογοητεύσεις», μια γκρίζα ζώνη εντός της οποίας κυριαρχεί ο λαϊκισμός, «σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής», ένας λαϊκισμός «απολιτικός και τυχοδιωκτικός», που εναντιώνεται στις αξίες, στους θεσμούς και την κουλτούρα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οπότε ο Πούτιν μπορεί να επιδιώξει να επωφεληθεί από την εν λόγω «ευρωπαϊκή απογοήτευση», προτείνοντας ένα διαφορετικό μοντέλο από την ΕΕ, από τις δυτικές αξίες, από τη δημοκρατία όπως την γνωρίζουμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Μπορεί ο ρώσος πρόεδρος, εισβάλλοντας στην Ουκρανία, να απώλεσε την ιδιότητα του φυσικού συνομιλητή και του αναγνωρισμένου πρωταγωνιστή στο κλαμπ των υπερδυνάμεων, αλλά, πλέον, ενισχύεται πολιτικά, διεκδικώντας την ιδιότητα «του αμφισβητία, του αντιπάλου και του επικεφαλής ενός αντι-κόσμου που σχηματίζεται». Και δυστυχώς φαίνεται πως στην Ευρώπη υπάρχουν αρκετοί που μάλλον θα ήθελαν να ανήκουν σε αυτόν τον αντι-κόσμο του Πούτιν, όπως ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, ο Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία και η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News