«Πείτε το ψιθυριστά, αλλά στην Ευρώπη, την ιστορική γενέτειρα του αντιαμερικανισμού, η στάση των πολιτικών και της κοινής γνώμης προς τις ΗΠΑ γίνεται πιο θετική. Πρόκειται απλώς για μια βραχυπρόθεσμη τάση που συνδέεται με τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία ή άραγε θα διαρκέσει;». Με τη φράση αυτή συνοψίζει το υπό διερεύνηση ζήτημα ο Τόνι Μπάρμπερ των Financial Times.
Με βάση τις αναλύσεις, τις εκθέσεις και τις έρευνες κοινής γνώμης του Πανεπιστημίου του Cambridge, της London School of Economics, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Pew Research Center, ο αρθρογράφος των FT παρατήρησε: Το κοινό συμπέρασμα είναι ότι οι Ευρωπαίοι αισθάνονται πλέον πιο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι απόψεις τους για τη Ρωσία –και σε μικρότερο βαθμό την Κίνα– έχουν γίνει έντονα αρνητικές.
Να, λοιπόν, άλλη μια περίπτωση που η Ελλάδα μοιάζει να κινείται με τον δικό της ρυθμό σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Διότι σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, στη χώρα μας, πέρα από την κατακραυγή (που μείωσε όσους δηλώνουν υποστηρικτές της Ρωσίας), εκφράστηκε έντονα και ο θαυμασμός προς τον Πούτιν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισμένοι τραγουδοποιοί-παρουσιαστές και άλλοι αριστεροί καλλιτέχνες οργάνωσαν ακόμη και συναυλίες συμψηφισμού –που ουσιαστικά λειτουργούσαν υπέρ του Πούτιν– καταγγέλλοντας το ΝΑΤΟ.
Αλλά και σε ό,τι αφορά το ζήτημα του αντιαμερικανισμού που επισήμανε ο Μπάρμπερ, και εδώ πρωτοτυπήσαμε. Γιατί ήμασταν «μπροστά»… Για άλλους λόγους, αλλά συνέβη.
Ηδη από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, η οργή εναντίον της Γερμανίας για τα μνημόνια –που προσωποποιήθηκε στη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ και τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε– λειτούργησε ως κανάλι ανακατεύθυνσης της καχυποψίας για τον ρόλο του ξένου παράγοντα. Η ένταση του φαινομένου πέρασε από τις ΗΠΑ στη Γερμανία.
Ηδη από τον Νοέμβριο του 2016, έρευνα της Κάπα Research έδειξε ότι οι θετικές γνώμες για τη Γερμανία είχαν υποχωρήσει από το 78,5% το 2005 σε 44,5% το 2016. Αντίθετα, το 56% των Ελλήνων δήλωναν φιλοαμερικανοί (έναντι 28% το 2015), ενώ το 80% εκτιμούσε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρεί φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ
Στην υποχώρηση του αντιαμερικανισμού τη δεκαετία που μας πέρασε συνέβαλαν επίσης καθοριστικά ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του, Αλέξης Τσίπρας. Γιατί κατάφερε να συνδυάσει τις διαδηλώσεις έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ με την πολύ στενή συνεργασία με τους διπλωμάτες που βρίσκονταν εντός της πρεσβείας. Αλλά και ευρύτερα με την αμερικανική ηγεσία, επιφυλάσσοντας επαινετικές αναφορές ακόμη και για τον πρόεδρο Τραμπ. Κάπως έτσι, ένα κόμμα που είχε συνδεθεί ταυτοτικά με τον αντιαμερικανισμό, βοήθησε με τη στάση του να υποχωρήσει (αποδομώντας στην ουσία τον εαυτό του).
Σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, το παρήγορο είναι ότι δεν κινήθηκαν όλοι οι πολίτες στο κλίμα στήριξης του Πούτιν που επέλεξε μερίδα προβεβλημένων καλλιτεχνών. Διότι σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Δημόσιας Πολιτικής Bennett του Πανεπιστημίου Cambridge, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία ψαλίδισε τις θετικές γνώμες για τη Ρωσία. Και, ναι, αυτό αφορά και την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τους Financial Times και την έρευνα του Ινστιτούτου Bennett, μετά τον εισβολή στην Ουκρανία το ποσοστό όσων δήλωσαν στην Ελλάδα ότι έχουν θετική γνώμη για τη Ρωσία υποχώρησε από το 69%, την περασμένη δεκαετία, στο 30%. Βεβαίως, το να δηλώνει σχεδόν ένας στους τρεις υποστηρικτής του Πούτιν όταν βομβαρδίζονται άμαχοι και παιδιά από τον ρωσικό στρατό, παραμένει δείγμα κάποιας ιδιαιτερότητας. Για παράδειγμα, το ίδιο ποσοστό στην Ιταλία είναι πλέον μόλις 14%.
Η ευρύτερη τάση που παρουσίασαν οι FT μέσω των ερευνών είναι σαφής. Οι δημοκρατικές κοινωνίες είναι σήμερα πολύ πιο αρνητικές απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία. Το αντίστροφο ισχύει σε χώρες με αυταρχικά καθεστώτα όπως το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία και η Μαλαισία. Αυτή η συσχέτιση, που δεν υπήρχε πριν από δέκα χρόνια, σήμερα είναι πολύ ξεκάθαρη.
Παράλληλα, έρευνα κοινής γνώμης από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έδειξε ότι η επιθυμία για μεγαλύτερη ανάμειξη των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή άμυνα έχει αυξηθεί μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Περίπου το 72% των Ευρωπαίων θέλουν τώρα οι ΗΠΑ να εμπλέκονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ενώ μόνο το 19% θέλει να παραμένουν εκτός. Οι απαντήσεις μοιάζουν λογικές και δικαιώνουν τους αναλυτές που παρατήρησαν πως όταν ο Πούτιν απείλησε με πυρηνικά, η πυρηνική ομπρέλα της Αμερικής πρόσφερε αίσθημα ασφάλειας στους Ευρωπαίους.
Το συμπέρασμα του Τόνι Μπάρμπερ είναι ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι αγριότητες κατά του άμαχου πληθυσμού και η απάντηση της Δύσης υπό την ηγεσία του Μπάιντεν έφεραν τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους πιο κοντά. Ο ίδιος σημειώνει θετικά το γεγονός και εκφράζει την ανησυχία του για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν οι Ρεπουμπλικανοί κέρδιζαν την προεδρία το 2024, με τον Τραμπ ή κάποιον άλλο υποψήφιο με ανάλογες αντιλήψεις για τις διεθνείς υποθέσεις.
Ο δημοσιογράφος των FT πιστεύει ότι μεγάλο μέρος της μεταστροφής υπέρ των ΗΠΑ μοιάζει να μπορεί να αντέξει στον χρόνο καθώς απορρέει από μια «ενδυνάμωση της αίσθησης ότι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ συμμερίζονται, στην πραγματικότητα, κοινές αξίες όπως ο πολιτικός πλουραλισμός και η ατομική ελευθερία».
Πάλι καλά βέβαια που δεν ήταν ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος στην Ελλάδα τον περασμένο Μάρτιο, όταν οι (υποτιθέμενοι) υπερασπιστές των ατομικών ελευθεριών, των δικαιωμάτων και του πλουραλισμού έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεπλύνουν τον Πούτιν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News