Το γεγονός είναι σίγουρα δυσάρεστο, αν όχι εξοργιστικό. Eνας πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που έπληξε βαριά την αμερικανική δημοκρατία – αμφισβητώντας εντελώς αυθαίρετα το εκλογικό αποτέλεσμα και προτρέποντας τους οπαδούς του να εισβάλουν στο Καπιτώλιο για να το ανατρέψουν – όχι μόνον δεν καταδικάστηκε, όπως θα του άξιζε, αλλά θα είναι σε θέση να θέσει ξανά υποψηφιότητα για την αμερικανική προεδρία σε λιγότερο από μία τετραετία, τον Νοέμβριο του 2024.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η δεύτερη δίκη (μέσα σε διάστημα δύο ετών) του Ντόναλντ Τραμπ στη Γερουσία ήταν μάταιη. Μάλιστα αρκετοί πιστεύουν πως το τελικό αποτέλεσμα είναι καλύτερο από ό,τι αναμενόταν και μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και οι Financial Times.
Η λονδρέζικη εφημερίδα υποστηρίζει πως σε μια χώρα τόσο διχασμένη όσο οι ΗΠΑ σήμερα, το ότι πενήντα επτά συνολικά, όλοι οι Δημοκρατικοί και 7 Ρεπουμπλικάνοι, γερουσιαστές ψήφισαν υπέρ της καταδίκης ενός προέδρου με την κατηγορία της υποκίνησης σε εξέγερση, αποτελεί «ιστορικό» γεγονός.
Ποτέ ξανά τόσοι πολλοί γερουσιαστές δεν είχαν ταχθεί υπέρ της καταδίκης ενός προέδρου ενώ οι επτά Ρεπουμπλικάνοι που ψήφισαν κατά του Ντόναλντ Τραμπ απέδειξαν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι υπάρχει μία μειονότητα στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που επιχειρηματολογεί και ενεργεί με γνώμονα όχι την κομματική γραμμή ή ιδιοτελή συμφέροντα αλλά τις αρχές της δημοκρατίας.
Δεν ξεχνούν ότι απειλήθηκαν
Παρότι δεν καταδικάστηκε και μπορεί εάν το θελήσει να διεκδικήσει εκ νέου την αμερικανική προεδρία, είναι αναντίρρητο πως ο Ντόναλντ Τραμπ επλήγη σημαντικά από την όλη διαδικασία.
Σίγουρα δεν είναι υπέρ του ότι κατά την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο κινδύνευσαν ιδιαίτερα ακόμη και Ρεπουμπλικάνοι, όπως ο γερουσιαστής Μιτ Ρόμνεï και ο πρώην αντιπρόεδρος Μάικ Πενς και στην περίπτωση που ο Ντόναλντ Τραμπ αποφασίσει να διεκδικήσει ξανά την προεδρία, οι πρώτοι που θα το θυμηθούν θα είναι οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι.
Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ θα πρέπει να ανησυχεί ιδιαίτερα για τη στάση του Μιτς ΜακΚόνελ. Ο επικεφαλής της μειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, παρότι ψήφισε υπέρ του Τραμπ, μετά το τέλος της δίκης θέλησε να υπενθυμίσει με νόημα πως «έχουμε κι ένα σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης σε αυτήν τη χώρα».
Το πιο σημαντικό, όμως, όσον αφορά την άκρως επεισοδιακή ολοκλήρωση της προεδρίας Τραμπ έγκειται στο ότι η ιστορική δεύτερη δίκη του συνέβαλε στο να αποκατασταθεί εν μέρει η υπόληψη της αμερικανικής δημοκρατίας.
Γιατί η όλη διαδικασία δεν εξελίχθηκε σε σίριαλ που θα κούραζε την κοινή γνώμη και θα υπονόμευε την έναρξη της προεδρίας Μπάιντεν κατά τη διάρκεια μίας ιδιαίτερα κρίσιμης περιόδου για τις ΗΠΑ. Ολοκληρώθηκε γρήγορα αλλά δεν ήταν επιφανειακή ενώ ιδιαίτερα σημαντικό είναι επίσης ότι δεν αποτέλεσε αφορμή για να ενταθεί η κοινωνική αναταραχή. Συγχρόνως, το ότι ο Τζο Μπάιντεν επέλεξε «σοφά» να αποστασιοποιηθεί, επέτρεψε στο αποδυναμωμένο αμερικανικό Κογκρέσο να επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο ως ελεγκτικός μηχανισμός της εκτελεστικής εξουσίας.
«Αυτή δεν είναι η αναγέννηση της αμερικανικής δημοκρατίας», επισημαίνουν οι FT, καθώς ο Τραμπ εξακολουθεί να αποτελεί απειλή ενώ για μια μεγάλη μειονότητα αμερικανών πολιτών, εξακολουθεί να είναι ο αναντικατάστατος ηγέτης τους.
Ομως πριν από έναν μήνα ελάχιστοι θα στοιχημάτιζαν πως επτά Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές θα ψήφιζαν κατά του πρώην προέδρου τους. Οπότε εναπόκειται στους ευσυνείδητους Ρεπουμπλικάνους να ανακόψουν τον ξεπεσμό της αμερικανικής Δεξιάς, θέτοντας, συγχρόνως, τις βάσεις για μία νέα αρχή.
«Το κόμμα πρέπει να απορρίψει όχι μόνον τον Τραμπ αλλά και την παράνοια και τον εξτρεμισμό που επέφερε την φονική βία της 6ης Ιανουαρίου», ακολουθώντας το παράδειγμα των επτά ευσυνείδητων γερουσιαστών του, καταλήγουν οι Financial Times.
Ωστόσο η κατάσταση που επικρατεί στο περίφημο, κάποτε, Grand Old Party, στο Μέγα Παλαιό Κόμμα της αμερικανικής δημοκρατίας, είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική. Σύμφωνα, μάλιστα, με μία άλλη κορυφαία ευρωπαϊκή εφημερίδα, την γαλλική Le Monde, το ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Ντόναλντ Τραμπ δικάστηκε δύο φορές από τη Γερουσία με βαρύτατες κατηγορίες αλλά δεν καταδικάστηκε καμία, καθιστά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τον μεγάλο «ασθενή της αμερικανικής δημοκρατίας». Στο κόμμα της «ατομικής ευθύνης», υπενθυμίζουν οι Γάλλοι, πλέον «κανένας δεν είναι υπόλογος για τίποτα» και αυτό σίγουρα δεν είναι καλό για την Αμερική.
Βαρίδι ο τραμπισμός
Τους Ρεπουμπλικάνους, ωστόσο, και το κόμμα τους προασπίζεται (αναμενόμενα) η Wall Street Journal. Συγχρόνως όμως έρχεται σε ρήξη με τον τραμπισμό και τον Τραμπ ο οποίος γλίτωσε την καταδίκη «κυρίως – ίσως κι αποκλειστικά – γιατί δεν είναι πλέον πρόεδρος». Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν καταδίκασαν τον Ντόναλντ Τραμπ, όχι επειδή τον έκριναν αθώο, αλλά γιατί θεωρούν πως σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ ζήτημα καθαίρεσης μπορεί να τεθεί μόνον για ενεργεία προέδρους. Ωστόσο μετά το τέλος της δίκης ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία Μιτς ΜακΚόνελ επισήμανε πως «δεν υπάρχει αμφιβολία – καμία – ότι ο πρόεδρος Τραμπ είναι πρακτικά και ηθικά υπεύθυνος για τα γεγονότα» της 6ης Ιανουαρίου.
H Wall Street Journal θεωρεί πως αυτά τα λόγια συνεπάγονται το τέλος του Ντόναλντ Τραμπ. «Μπορεί να θέσει υποψηφιότητα ξανά, αλλά δεν θα κερδίσει άλλη μία πανεθνική εκλογική αναμέτρηση. Ενόσω ήταν πρόεδρος το ποσοστό δημοτικότητάς του δεν ξεπέρασε το 50%. Θα μπορούσε να διεξάγει μία εκδικητική προεκλογική εκστρατεία, ή να θέσει υποψηφιότητα με ένα νέο κόμμα, αλλά το μοναδικό που θα καταφέρει θα είναι να διχάσει την Κεντροδεξιά και να οδηγήσει ξανά στη νίκη τους Δημοκρατικούς», προβλέπει η WSJ, προτρέποντας τους Ρεπουμπλικάνους να απαλλαγούν από τον Τραμπ και την κληρονομιά του, ακολουθώντας το παράδειγμα της πλειονότητας των Αμερικανών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News