2052
Η έκθεση «DIVA» αποτίνει φόρο τιμής στο «θέαμα και τη λάμψη, τα φτερά και το επιδεικτικό στυλ» | wikipedia/CreativeProtagon

Ντίβες: Είναι δύσκολες και το αξίζουν!

Protagon Team Protagon Team 1 Ιανουαρίου 2024, 09:00
Η έκθεση «DIVA» αποτίνει φόρο τιμής στο «θέαμα και τη λάμψη, τα φτερά και το επιδεικτικό στυλ»
|wikipedia/CreativeProtagon

Ντίβες: Είναι δύσκολες και το αξίζουν!

Protagon Team Protagon Team 1 Ιανουαρίου 2024, 09:00

Οι ψηλοτάκουνες γόβες, τα υπερβολικά χτενίσματα και η εξαιρετική σκηνική παρουσία δεν αρκούν από μόνα τους. «Χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνεις ντίβα», είπε κάποτε η Νταϊάνα Ρος. «Πρέπει να το δουλέψεις». Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο τι εννοεί με τον όρο «ντίβα», γράφει στο BBC Culture η Ντέμπορα Νίκολς-Λι. Αναφέρεται στο εμβληματικό της status, έχοντας πουλήσει πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους ή μήπως στη φήμη της για τις εκρήξεις θυμού και τις περίεργες απαιτήσεις;

Η έκθεση «DIVA», η οποία συνεχίζεται μέχρι τις 7 Απριλίου 2024 στο Μουσείο V&A του Λονδίνου, εξερευνά ακριβώς την σπάνια ατμόσφαιρα μέσα στην οποία υπάρχουν ο ντίβες με τις αδιάκοπες απαιτήσεις τους. Και δείχνει ότι «υπάρχουν πολλοί ορισμοί και ερμηνείες για μια ντίβα», όπως είπε στο BBC Culture η επικεφαλής επιμελήτρια της έκθεσης Κέιτ Μπέιλι. Ωστόσο, δεν γίνεται κανενός είδους κριτική σε στυλ ταμπλόιντ στην Μαράια Κάρεϊ, για παράδειγμα, που ήθελε να περιβάλλεται από 100 λευκά περιστέρια και 20 λευκά γατάκια, όταν θα άναβε  τα χριστουγεννιάτικα φώτα στο εμπορικό κέντρο Westfield (η απαίτησή της απορρίφθηκε, όμως, για λόγους υγιεινής και ασφάλειας)  ή στην Τζένιφερ Λόπεζ, η οποία -για να τραγουδήσει στο  «Top of The Pops»- ζήτησε από το βρετανικό κανάλι να διακοσμήσει εκ νέου το καμαρίνι της, και να το κάνει ολόλευκο. Αντίθετα όλο αυτό «στην έκθεσή μας, το βλέπουμε ως θετικό», λέει η Μπέιλι.

Η έκθεση «DIVA» στο μουσείο V&A του Λονδίνου αποτίνει φόρο τιμής στο «θέαμα και τη λάμψη, τα φτερά και το επιδεικτικό στυλ» (vam.ac.uk/blog/tag/va-design-studio)

Η «DIVA» αποτίνει φόρο τιμής στο «θέαμα και τη λάμψη, τα φτερά και το επιδεικτικό στυλ», υπογραμμίζει η λονδρέζα επιμελήτρια, με τα κοστούμια των σταρ να βρίσκονται στο επίκεντρο. Κορυφαία είναι η αποκαλυπτική «τουαλέτα φλόγα» που σχεδίασε το 1977 ο Μπομπ Μάκι και φορέθηκε από τέσσερις ντίβες, τις Σερ, Τίνα Τέρνερ, Μπιγιονσέ και Ru Paul. Η νοσταλγία του Χόλιγουντ είναι παρούσα με το μαύρο φόρεμα με κρόσια που φορούσε η Μέριλιν Μονρόε στο «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» (1959) και της (κακόγουστης) αισθητικής high camp με την ροζ-φούξια τουαλέτα με φτερά και τις λαδί γαλότσες διακοσμημένες με στρας, που φόρεσε η ντέιμ Σίρλεϊ Μπάσεϊ στη σκηνή του μουσικού φεστιβάλ Γκλάστονμπέρι το 2007.

Μεταξύ άλλων περίεργων αντικειμένων, δε, εκτίθεται ένα κουτί ραπτικής διακοσμημένο με μαργαριτάρια, που προσφέρθηκε το 1848 στη θρυλική τραγουδίστρια της όπερας Τζένι Λιντ (το «αηδόνι της Σουηδίας») ως αναγνώριση του φιλανθρωπικού της έργου, και ένα σπρέι για το λαιμό της εκπληκτικής Εντίθ Πιάφ (1915-1963), η οποία με τη βραχνή και τρυφερή φωνή της παρηγόρησε τους Γάλλους την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο όρος «ντίβα», που σημαίνει «θεά» στα λατινικά, συνδέθηκε αρχικά με τις πριμαντόνες της όπερας. Ηταν ένας τρόπος για να περιγραφεί το θεϊκό τους ταλέντο, γράφει στο BBC Culture η Ντέμπορα Νίκολς-Λι. Ωστόσο, την εποχή που η ιταλίδα σοπράνο Αντελίνα Πάτι (1843-1919) έγινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα στον κόσμο, ο όρος άρχισε να υποδηλώνει κάτι περισσότερο.

Η ιταλίδα σοπράνο Αντελίνα Πάτι (1843-1919) είχε θεϊκό  ταλέντο και ήταν η πρώτη ντίβα που απαιτούσε υψηλές αμοιβές (vam.ac.uk/exhibitions/diva)

Η ιταλίδα σοπράνο απαιτούσε υψηλές αμοιβές και συγκέντρωσε μια περιουσία, που σπάνια απολάμβανε γυναίκα, επενδύοντας μεγάλο μέρος της σε έναν υπερβολικό τρόπο ζωής (ντυνόταν με ρούχα υψηλής παριζιάνικης ραπτικής και έμενε σε ένα κάστρο στην Ουαλία με 70 άτομα προσωπικό, για παράδειγμα), πράγμα που συνέβαλε στη διατήρηση του ενδιαφέροντος του κοινού, ενισχύοντας παράλληλα τα έσοδά της.

Ταυτόχρονα, οι ντίβες του θεάτρου άρχισαν επίσης να αποκτούν παρόμοιο status. Η ξεροκέφαλη ηθοποιός Σάρα Μπερνάρ (1844-1923) ήταν δεξιοτέχνης του μελοδράματος τόσο επί σκηνής όσο και εκτός, αλλά οι θεατρικές εταιρείες ανέχονταν τις εκρήξεις της γιατί θάμπωνε το κοινό και τα εισιτήρια που κόβονταν στις παραστάσεις της δεν είχαν προηγούμενο. Εκκεντρική ηδονίστρια -και η πρώτη αυθεντική γκοθ- με ιδιαίτερη προτίμηση στο μακάβριο, η Σάρα Μπερνάρ είχε στο καπέλο της μια ταριχευμένη νυχτερίδα, φωτογραφήθηκε μέσα σε ένα φέρετρο παριστάνοντας τη νεκρή, διατηρούσε θηριοτροφείο με εξωτικά ζώα (λέγεται ότι είχε έναν βόα, ένα λιοντάρι, έναν παπαγάλο, ένα πούμα, δύο άλογα, μια μαϊμού ονόματι Δαρβίνο και έναν αλιγάτορα, τον Αλί Γκάγκα, που πέθανε πρόωρα γιατί του έδινε γάλα και σαμπάνια…).

Είχε επίσης μια μεγάλη λίστα με πολύ διακεκριμένους εραστές και υπήρξε μούσα, μεταξύ άλλων, των Οσκαρ Ουάιλντ, Εντμόντ Ροστάν και Μαρσέλ Προυστ. Πόζαρε για πολλούς καλλιτέχνες εξασφαλίζοντας ότι η εικόνα της θα γινόταν γνωστή σε όλο τον κόσμο και έκανε το μάρκετινγκ του εαυτού της με έργα όπως οι περίφημες αφίσες Art Nouveau του τσέχου ζωγράφου Αλφόνς Μούχα, χτίζοντας μια λατρεία διασημότητας.

Η Σάρα Μπερνάρ πόζαρε για πολλούς καλλιτέχνες εξασφαλίζοντας ότι η εικόνα της θα γινόταν γνωστή σε όλο τον κόσμο (vam.ac.uk/exhibitions/diva)

Η γέννηση του κινηματογράφου στις αρχές του αιώνα είδε πολλούς σταρ να μετακινούνται από την θεατρική σκηνή στην κινηματογραφική οθόνη, προσεγγίζοντας ένα τεράστιο και ποικίλο νέο κοινό και μεγεθύνοντας την επιρροή τους στη λαϊκή κουλτούρα. Ανάμεσά τους η Μπέτι Ντέιβις (1908-1989), μια εντυπωσιακή ηθοποιός με λεπτά φρύδια και τεράστια μάτια, άνοιξε τον δικό της δρόμο παίζοντας τολμηρές ηρωίδες που αδιαφορούσαν για την προσοχή των ανδρών. Οπως είπε το 1987 η Μπάρμπαρα Γουόλτερς, η οποία είχε κάνει συνεντεύξεις με τη σταρ: «Ενώ άλλες ηθοποιοί ήταν επικεντρωμένες στο να είναι συμπαθείς, η Μπέτι Ντέιβις έβαλε στόχο να μείνει αξέχαστη».

Το ίδιο ίσχυε και για το πώς χειριζόταν τη δουλειά της. Το 1936, η Ντέιβις δυσαρεστημένη με το συμβόλαιό της στη Warner Bros, που της πρόσφερε μη φιλόδοξους ρόλους και λιγότερα χρήματα από τις σύγχρονές της, έφυγε από το στούντιο. Αν και έχασε την υπόθεση, το μήνυμα ελήφθη. Οχι μόνο ανέβασε το κασέ της, αλλά και ο επόμενοι ρόλοι της, όπως της πεισματάρας και κακομαθημένης Τζούλι Μάρσντεν στο «Jezebel» (1938), που της χάρισε ένα Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου (το δεύτερό της) και της «ηλικιωμένης» ηθοποιού Μάργκο Τσάνινγκ στο «Ολα για την Εύα» (1950), έγραψαν ιστορία στον κινηματογράφο και παγίωσαν το μοτίβο της ντίβας, που λατρεύει τα δράματα.

«Η ντίβα», τραγούδησε η Beyoncé το 2009, «είναι η γυναικεία εκδοχή του “hustler” (λαμόγιου)», πράγμα που η ηθοποιός Μέρι Πίκφορντ το ήξερε, ήδη το 1919. Γνωστή ως «America’s Sweetheart», αλλά αδιάλλακτη σε ό,τι είχε σχέση με την καριέρα της, έφυγε από το ασφυκτικό σύστημα των στούντιο και έγινε συνιδρύτρια της εταιρείας παραγωγής United Artists, ανοίγοντας τον δρόμο σε πολλές άλλες έξυπνες ηθοποιούς, οι οποίες στη συνέχεια  δημιούργησαν τις δικές τους εταιρείες παραγωγής για να αφηγούνται ιστορίες με δυνατούς γυναικείους ρόλους.

Το status  της ντίβας ήταν εξαρτημένο, τότε όπως και τώρα, από το να ελέγχεις την καριέρα σου –δημιουργικά και οικονομικά– και να την προωθείς. Αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να χαρακτηριστείς «δύσκολη», ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν οι ερμηνεύτριες. Η κορυφαία σταρ της όπερας Μαρία Κάλλας (1923-1977), γνωστή για το φλογερό της ταμπεραμέντο, δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να απολογηθεί για αυτό. Ισα-ίσα, δήλωσε: «Θα είμαι πάντα όσο δύσκολη χρειάζεται για να πετύχω το καλύτερο»…

 Ζήτω η ντίβα!

Ωστόσο η ταμπέλα της ντίβας «έχει αλλάξει πολύ», λέει η δρ Κέρστι Φέρκλαφ, διδάσκουσα στο τμήμα Κινηματογραφικών Σπουδών του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και συνεπιμελήτρια του έργου «Diva: Feminism and Fierceness from Pop to Hip-Hop» (2023), από τη στιγμή που η ταμπέλα, ως τρόπος περιγραφής του ταλέντου μιας γυναίκας, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για να την υποτάξει. «Εχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολλές φορές για να υπονομεύσει τις επιτυχημένες γυναίκες, ενισχύοντας τα στερεότυπα, μειώνοντας τα επιτεύγματά τους και υποδηλώνοντας ότι είναι δύσκολες ή ιδιοσυγκρασιακές», τονίζει η Φέρκλαφ στο BBC Culture.

«Τι είναι η συμπεριφορά της ντίβας;» συνεχίζει, η αγγλίδα ακαδημαϊκός, «Στην πραγματικότητα ίσως είναι [απλώς] το να υπερασπίζεται τον εαυτό της ως απάντηση στις προκλήσεις, τις οποίες αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σταρ σε βιομηχανίες που κυριαρχούνται από άντρες και είναι απολύτως γεμάτες με έμφυλες ανισότητες. Μήπως, λοιπόν, αντί για συμπεριφορά ντίβας, δηλώνουν απλά την δύναμή τους, απαιτούν δίκαιη μεταχείριση και αντιμετωπίζουν τις πιέσεις και τον έλεγχο;»

Ο Ελτον Τζον -ντίβα επίσης- ανάμεσα στις Σερ και Νταϊάνα Ρος (vam.ac.uk/exhibitions/diva)

Η -βραβευμένη με διπλό βραβείο Grammy- Αριάνα Γκράντε το πιστεύει. Σε συνέντευξή της το 2020, είπε: «Αν έχω άποψη καλλιτεχνικά, αν σκηνοθετώ κάτι ή έχω κάτι να πω σχετικά με μια επιλογή που γίνεται για την καριέρα μου… πάντα χειραγωγείται και μετατρέπεται σε αυτό το αρνητικό πράγμα, που δεν το βλέπω να γίνεται με τους άντρες». Και πρόσθεσε: «Εχω βαρεθεί να βλέπω γυναίκες να φιμώνονται από αυτό».

Μια γυναίκα η οποία αρνήθηκε να σιωπήσει,  ήταν το μοντέλο, τραγουδίστρια και ηθοποιός Γκρέις Τζόουνς, μας θυμίζει στο BBC Culture η Ντέμπορα Νίκολς-Λι. Η Τζόουνς χαστούκισε τον βρετανό παρουσιαστή Ράσελ Χάρτι στα γυρίσματα του talk show του το 1981. Και υπερασπίστηκε τη συμπεριφορά της στα απομνημονεύματά της το 2015, δηλώνοντας: «Ηθελαν να καθίσω δίπλα στον Ράσελ Χάρτι και να μείνω ακίνητη και ήσυχη. Ημουν ντυμένη σαν σαγηνευτική Αμαζόνα και με αντιμετώπιζαν σαν υπηρέτρια».

Αλλες ερμηνεύτριες εξηγούν την άκαμπτη στάση τους επισημαίνοντας αυτό που η Φέρκλαφ περιγράφει ως «σκληρότητα που γεννιέται από τον αγώνα». Η Μαράια Κάρεϊ είπε πρόσφατα στον Guardian: «Αξίζω [μεγάλη φροντίδα] σε αυτό το σημείο… αφού έχω κοπιάσει πάρα πολύ σε όλη μου τη ζωή», και στο ντοκιμαντέρ «Tina» (2021), η Τίνα Τέρνερ λέει: «Είμαι ένα κορίτσι από τα βαμβακοχώραφα. Ανέβηκα πάνω από όσα δεν μου έμαθαν».

Κοστούμια από παραστάσεις, αξεσουάρ και πολλές φωτογραφίες συνθέτουν την έκθεση «DIVA» (vam.ac.uk/blog/tag/va-design-studio)

Αυτή το αφήγημα του αγώνα και της επιβίωσης έχει μεγάλη απήχηση στην LGBTQ+ κοινότητα, η οποία αποτελεί σημαντικό κομμάτι της βάσης των θαυμαστών πολλών σταρ, όπως η Τζούντι Γκάρλαντ, η Μπάρμπρα Στρέιζαντ και η Μαντόνα, ενώ τραγούδια όπως το «I Am What I Am» της Γκλόρια Γκέινορ (από το μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ «Το Κλουβί με τις Τρελές») και το «Born This Way» της Lady Gaga έχουν γίνει ύμνοι τους. Οι ντίβες, λέει στο BBC Culture η Φέρκλαφ, είναι «σύμβολα ενδυνάμωσης, αποδοχής του εαυτού και γιορτής της ατομικότητας, αμφισβητούν τους κοινωνικούς κανόνες». Και, ως εκ τούτου, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κουλτούρα LGBTQ+.

Η ταμπέλα της ντίβας, ωστόσο, δέχεται μικτή υποδοχή. Στο περυσινό της podcast η Μέγκαν Μαρκλ φάνηκε να ενοχλείται όταν η Μαράια Κάρεϊ την αποκάλεσε την ντίβα, ενώ η Κάρεϊ, κόρη τραγουδίστριας της όπερας, έχει υιοθετήσει τον όρο. «Το παίζω», είπε στο περιοδικό W το 2022, «Και ναι, μέρος αυτού είναι πραγματικό». Η σταρ της χιπ-χοπ Lizzo, βασίλισσα των φτερών, των ψεύτικων γουναρικών και των σέξι εμφανίσεων στη σκηνή, είναι άλλη μια ερμηνεύτρια που κλίνει προς αυτό, ενώ επίσης, ως γυναίκα plus-size, ανατρέπει το αρχέτυπο.

Η σταρ της χιπ-χοπ Lizzo, ως γυναίκα plus-size, ανατρέπει το αρχέτυπο της ντίβας (vam.ac.uk/exhibitions/diva)

Η προώθηση της θετικότητας του σώματος από τη Lizzo είναι μόνο ένα παράδειγμα του πώς οι αφοσιωμένες ντίβες χρησιμοποιούν την πλατφόρμα τους. Η τραγουδίστρια Μπίλι Χόλιντεϊ, για παράδειγμα, απομακρύνθηκε από τη δισκογραφική της εταιρία για να μιλήσει για τα πολιτικά δικαιώματα με την ανεξάρτητη κυκλοφορία του «Strange Fruit» (1939), ίσως του πιο σοκαριστικού τραγουδιού όλων των εποχών όπως έγραψε η Αΐντα Αμοάκο στο BBC Culture, για το λιντσάρισμα των μαύρων που πούλησε εκατομμύρια δίσκους παρά την εκτεταμένη λογοκρισία. Ακόμη, τη δεκαετία του 1980, η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Τέιλορ βοήθησε στον αποστιγματισμό του HIV/AIDS, ενώ η Beyoncé έχει δανείσει τη φωνή της στην καμπάνια «Black Lives Matter».

Πάνω από όλα, λοιπόν, η έκθεση «DIVA» του V&A δοξάζει τις ντίβες. Η επιμελήτρια Κέιτ Μπέιλι θέλησε να αποκαταστήσει μια αδικία που επιβλήθηκε σε αυτές τις εξαιρετικές ερμηνεύτριες. «Νιώθω ότι έχουν παρεξηγηθεί», είπε στο BBC Culture, «Αν κοιτάξετε τη φύση της ντίβας ως καλλιτέχνη και πόσο συχνά δέχονται πολύ αρνητική κριτική, ενώ στην πραγματικότητα, αυτές οι σόλο ερμηνεύτριες είναι σκληρά εργαζόμενες, φιλόδοξες, οραματίστριες, πρωτοπόρες… και πρέπει να δοξάζονται γι’ αυτό», τόνισε.

Σε talk show του 1983, ο Τζόνι Κάρσον ρώτησε την τότε 75χρονη Μπέτι Ντέιβις πώς θα ήθελε περισσότερο να τη θυμούνται. Ντυμένη με ασορτί λεοπάρ καπέλο και ετόλ, και καπνίζοντας, η ντίβα κοίταξε τον παρουσιαστή κατευθείαν στα μάτια. «Ως καλή εργαζόμενη», του απάντησε, «Στόχος μου ήταν να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα», γράφει στο BBC Culture η Ντέμπορα Νίκολς-Λι.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...