Ο Ντένζελ Ουάσινγκτον έχει δεχτεί μεγάλους επαίνους για τις ερμηνείες του, είναι εξάλλου βραβευμένος με τρεις Χρυσές Σφαίρες και δύο Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Αυτή την εβδομάδα όμως δέχεται μερικές από τις πιο λαμπρές κριτικές της καριέρας του για τον ρόλο του Μακρίνου στον «Μονομάχο ΙΙ», το σίκουελ του βραβευμένου με πέντε Οσκαρ επικού «Μονομάχου»(2000), με το οποίο επιστρέφει ο Ρίντλεϊ Σκοτ 24 χρόνια μετά. Στο νέο έπος του Σκοτ, ο Μακρίνος, πρώην σκλάβος και ο ίδιος, σχεδιάζει να ανατρέψει τους αυτοκράτορες Γέτα και Καρακάλλα, και να καταλάβει τη Ρώμη.
Διαβάζει τις κριτικές; «Τις διαβάζω όλες», λέει ο αμερικανός σταρ στους Times μιλώντας στον δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας Τζόναθαν Ντιν με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ταινίας, στην οποία υποδύεται έναν διασκεδαστικό πλην όμως αδίστακτο χαρακτήρα «με περισσότερα δαχτυλίδια, περισσότερα ρούχα, περισσότερα [απ’όλα]», λέει. Kαι προσθέτει: «Θέλει εξουσία. Πώς; Με κάθε δυνατό τρόπο, με γοητεία, χαμόγελα, σεξ, φόνους, σχέσεις και πολιτική. Ο,τι χρειαστεί».
Κάποια στιγμή και ενώ αναφέρεται στις σεξουαλικές προτιμήσεις του αμφιφυλόφιλου Μακρίνου, ο Ουάσινγκτον ξεσπάει: «Βάλτε τις παρθένες στη σειρά!», εννοώντας αγόρια και κορίτσια. Ολα του κάνουν. Ο ηθοποιός αποκάλυψε, μάλιστα, ότι φίλησε έναν άνδρα ηθοποιό στα γυρίσματα της ταινίας, αλλά το γκέι φιλί κόπηκε στο μοντάζ, μάλλον γιατί «φοβήθηκαν».
Ο πραγματικός Μακρίνος, ήταν ο πρώτος ρωμαίος αυτοκράτορας, που κυβέρνησε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία -από τον Απρίλιο του 217 έως τον Ιούνιο του 218- χωρίς να περάσει προηγουμένως από το αξίωμα του συγκλητικού. Ο Ουάσινγκτον χλευάζει. «Εχω κάνει αρκετές βιογραφίες», λέει. «Και είμαι βέβαιος ότι οι άνθρωποι λένε ήδη, “Ο Μακρίνος δεν ήταν μαύρος!” ότι “δεν υπήρχαν μαύροι στη Ρώμη”. Αλήθεια; Και λοιπόν, πώς έγιναν τόσο μελαχρινοί; Ξέρετε, κάποιος πέρασε από εκεί. Για θυμηθείτε τον Αννίβα. Ισως εκείνος το έκανε».
Τον επόμενο μήνα, ο Ουάσινγκτον γίνεται 70 ετών. Γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1954 στη Νέα Υόρκη, και ήταν γιος ενός πάστορα και μιας ιδιοκτήτριας ινστιτούτου καλλονής. Στα 14 του οι γονείς του χώρισαν και έζησε με τη μητέρα του. Ασχολείται, δε, με την υποκριτική εδώ και σχεδόν 50 χρόνια, έχοντας σπουδάσει Θέατρο στο Πανεπιστήμιο Φόρνταμ στη γενέτειρά του τη Νέα Υόρκη. Υπάρχει κάποια ομοιότητα ανάμεσα στην υποκριτική επί σκηνής όταν ήταν φοιτητής και σε μια ταινία 250 εκατ. δολαρίων; «Δεν υπάρχει καμία διαφορά», ισχυρίζεται. «Είσαι πάντα μέσα στο σκηνικό. Και απλά παίζεις. Οι άνθρωποι λένε ότι ο Ρίντλεϊ έχτισε τη Ρώμη, αλλά, όχι, έφτιαξε ένα σκηνικό που έμοιαζε με τη Ρώμη. Το πίσω μέρος του ήταν ξύλινο. Δεν ήταν όλη η Ρώμη», λέει.
Ο Ντένζελ Ουάσινγκτον γεμίζει την οθόνη, μια ικανότητα, την οποία διαθέτουν οι μεγάλοι βρετανοί σαιξπηρικοί ηθοποιοί, αλλά οι νεότεροι, που παρέλειψαν το θέατρο για να παίξουν στην τηλεόραση, δεν την έχουν, σημειώνει στους Times ο Τζόναθαν Ντιν. Και προσθέτει ότι ο αμερικανός ηθοποιός, ο οποίος έχει παίξει και τον Μακμπέθ, θα επιστρέψει του χρόνου στο θεατρικό σανίδι, στο Μπρόντγουεϊ, για να ερμηνεύσει τον Οθέλλο, με συμπρωταγωνιστή του τον Τζέικ Γκίλενταλ ως Ιάγο. Ο «Οθέλλος» ήταν ένα από τα πρώτα έργα στα οποία εμφανίστηκε ο Ουάσινγκτον, «στα 22» του. Τι καινούργιο φέρνει τώρα στον ρόλο; «Πενήντα χρόνια καινοτομίας», απαντάει ο σταρ, ο οποίος έμαθε την τέχνη του στο θεατρικό σανίδι, μάλιστα, πριν από δύο χρόνια χαρακτηρίστηκε από τους New York Times ο καλύτερος ηθοποιός του 21ου αιώνα.
«Υπάρχει μια αναλογία με το μπάσκετ, που σχετίζεται επίσης με την υποκριτική», παρατηρεί. «Ολοι πιστεύουν ότι μπορούν να το κάνουν, αλλά δεν υπάρχουν πολλοί ΛεΜπρον. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Και δεν χτυπάω τους ηθοποιούς που ίσως δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία, αλλά μπορώ να σας πω για τα δικά μου παιδιά…»
Ο Ουάσινγκτον έχει αποκτήσει με τη σύζυγό του, Πολέτα, τέσσερα παιδιά, δύο από τα οποία – ο Τζον Ντέιβιντ και η Ολίβια- είναι ηθοποιοί. «Τους είπα ότι πρέπει να ανέβουν στη σκηνή γιατί εκεί μαθαίνεις να παίζεις. Δεν μαθαίνεις να παίζεις στην τηλεόραση. Δεν μαθαίνεις να παίζεις σε ταινίες. Μαθαίνεις να παίζεις στο θέατρο. Η τηλεόραση και οι ταινίες είναι το μέσο ενός σκηνοθέτη, εκεί έχει τον έλεγχο».
Βλέπει τις ταινίες του; «Τις βλέπω ώστε να ξέρω για τι πράγμα μιλάω», λέει στους Times. «Αλλά δεν έχω παρακολουθήσει καμία ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος, ούτε καν τον “Μάλκολμ Χ” (1992). Το μόνο που βλέπεις είναι τι έχεις κάνει λάθος. Επίσης, [αναρωτιέσαι] γιατί το έκανες;». Ούτε διαβάζει παλιά άρθρα: «Είναι το ίδιο. “Ω, ήμουν υπέροχος εδώ, τι πρόταση. Θα πρέπει να το δοκιμάσω ξανά”…», λέει.
Ο δημοσιογράφος των Times τον ρωτάει για την καριέρα του το 2000, όταν ο βγήκε ο «Μονομάχος». Η αλλαγή του αιώνα ήταν μια πυρετώδης περίοδος για τον Ντένζελ Ουάσινγκτον. Μετά την επιτυχία της ταινίας «Glory: Ο δρόμος για τη δόξα» (1989) για τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, που του χάρισε το πρώτο του Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στρατιώτη Τριπ, η καριέρα του μπήκε σε μια τροχιά εμβληματικών ρόλων που δεν ανακόπηκε ποτέ. Ακολούθησαν συνολικά εννέα υποψηφιότητες, -οκτώ για υποκριτική και μία Καλύτερης Ταινίας για τα «Εμπόδια» (2016), διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου του Ογκαστ Γουίλσον «Fences», ταινία της οποίας ήταν παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής-, και ένα δεύτερο Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του επιθεωρητή Αλόνζο Χάρις στην «Ημέρα Εκπαίδευσης» (2001).
«Λοιπόν, το 2000…» σκέφτεται και συνεχίζει. «Λοιπόν, στη ζωή, μαθαίνεις, κερδίζεις και μετά επιστρέφεις, δίνοντας πίσω. Αν λοιπόν η ζωή σου είναι 90 χρόνια, μέχρι τα 30 μαθαίνεις και από τα 30 μέχρι τα 60 κερδίζεις». Το 1984, ο Ουάσινγκτον ήταν 30 ετών . «Εκείνη την εποχή λοιπόν κέρδιζα», λέει γελώντας. «Με έναν σπουδαίο ατζέντη, η καριέρα μου χτίστηκε έτσι ώστε να βγάζω χρήματα. Ετσι άρχισαν τα κέρδη και μετά ξεκίνησε και η ζωή, με λογαριασμούς, τέσσερα παιδιά και ένα σπίτι…»
Και προσθέτει: «Μετά τον “Μάκολμ Χ” έφτιαξα μερικά πραγματικά “σκουπίδια”. Ψάξτε τα, δεν θα πω τους τίτλους τους». Ωστόσο, αν πληκτρολογήσει κανείς το όνομά του στο Google, μια από τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις είναι «Υπάρχει κακή ταινία του Ντένζελ Ουάσινγκτον;» «Είναι όλες της δεκαετίας του 1990. Αλλά κέρδιζα. Είχα ευθύνες», δικαιολογείται.
Ο δημοσιογράφος των Times στοιχηματίζει ότι εννοεί ταινίες όπως το sci-fi «Εντολή Εξόντωσης» (1995). Αλλά η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σε μια κακή ταινία του Ουάσινγκτον εξακολουθεί να παίζει ο Ουάσινγκτον, εξυψώνοντας τη μετριότητα. Υπάρχει επίσης η σειρά «The Equalizer» με τρεις ταινίες δράσης. Και είναι προφανές ότι ο σπουδαίος ηθοποιός βάζει περισσότερα στους χαρακτήρες του από ό,τι οι περισσότεροι συνάδελφοί του: κάνει τους πιο απλά γραμμένους χαρακτήρες πιο ανθρώπινους και δίνει καρδιά στους πιο προβληματικούς χαρακτήρες.
«Φέρνεις τον εαυτό σου στον ρόλο», εξηγεί, απλά. «Και, κοίτα, νομίζω ότι είμαι καλός τύπος. Προσπαθώ να κάνω το σωστό. Είμαι ένας απλός τύπος και έχω μια υπέροχη δουλειά και έτσι, ίσως, βλέποντας τις ταινίες μου, πείτε “Ο Ντένζελ; Είναι καλός τύπος, τον έχουμε δει και σε άλλα πράγματα, όπου έχει αυτό το καλό μέσα του”. Φέρνεις τον εαυτό σου στη δουλειά σου, ό,τι κι αν γίνει. Και προσπαθώ να βοηθάω τους ανθρώπους».
«Ξέρεις, σταμάτησα για βενζίνη τις προάλλες και είδα μια γυναίκα αγχωμένη», συνεχίζει. «Είμαι απλώς ευαίσθητος, υποθέτω. Η αδερφή μου είναι διπολική, οπότε μπορούσα να καταλάβω ότι ήταν ψυχικά άρρωστη. Τη ρώτησα, “Τι κάνεις, γλυκιά μου;” ,και αν χρειαζόταν χρήματα. “500 δολάρια;” Μου είπε “όχι 1.000”! Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι δεν ήταν και τόσο τρελή!»
Τον αναγνώρισε; «Δεν νομίζω, αλλά της έδωσα χρήματα. Στη συνέχεια, καθώς έβαζα βενζίνη, πήγε στη βιτρίνα του καταστήματος και κουνιόταν απαλά. Βγήκε έξω μια γυναίκα που φαινόταν σαν να ήθελε να τη διώξει. Μετά με είδε και είπε, “Σ’ αγαπώ!” Της είπα, «Eχεις την ευκαιρία να βοηθήσεις κάποιον, όπως τη βοήθησα εγώ». Και η γυναίκα το έκανε. Και μου αρέσει αυτό».
Εχει κι άλλες ιστορίες σαν κι αυτή, δημιουργεί, μάλιστα, την εντύπωση ότι απλώς οδηγεί στο Λος Αντζελες αναζητώντας απελπισμένες ψυχές: για ένα «διαταραγμένο» παιδί που ρωτούσε για τον Θεό, έναν «αγχωμένο» άστεγο στη λεωφόρο Λα Σιενέγκα -μια ιστορία που ξεκινά με τον Ουάσινγκτον να λέει: «Δεν έχω πιει ούτε ένα ποτό εδώ και δέκα χρόνια, δεν καπνίζω και δεν πίνω. Αλλά πάχυνα κατά τη διάρκεια του Covid. Ετρωγα παγωτό.» Ενας παπαράτσι, λέει στους Times, τον τράβηξε με τον άστεγο και οι φωτογραφίες τον ενόχλησαν.
Με ποιον θα ήθελε να συνεργαστεί στη συνέχεια; Η απάντηση είναι άμεση: «Με τον Στιβ ΜακΚουίν», λέει. Οσο για τον αδερφό του Ρίντλεϊ Σκοτ, Τόνι, με τον οποίο έκανε πέντε ταινίες, λέει: «Ηταν ο τύπος μου. Μάλλον θα είχαμε κάνει άλλες δύο ταινίες μέχρι τώρα». Ο Τόνι, όμως, πέθανε το 2012.
Μετά η συζήτηση περνάει στην πολιτική. Ενας βασικός άξονας του «Μονομάχου ΙΙ» είναι ότι «οι αυτοκρατορίες πέφτουν, το ίδιο και οι αυτοκράτορες», κάτι που έγινε και στις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές: «Ξέρετε, είναι πολύ εύκολο να είσαι έξω από την Αμερική και να λες το ένα και το άλλο», λέει ο Ουάσινγκτον, και προσθέτει: «Γυρίστε από την άλλη και διαλέξτε μια χώρα. Οποιαδήποτε». Και με αυτό εννοεί, ουσιαστικά, ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να επικρίνουν άλλους για ελαττώματα, που έχουν και οι ίδιοι.
«Ακούστε όμως», προσθέτει. «Ολα είναι πολιτική. Δεν τηρήθηκαν όλες οι υποσχέσεις. Και τώρα, στην εποχή της πληροφορίας, όπως είναι —αν μη τι άλλο— στην Αριστερά, τη Δεξιά, οπουδήποτε, έχουν μάθει πώς να χρησιμοποιούν αυτά τα εργαλεία για να χειραγωγούν τους ανθρώπους. Υπήρχε μια υπέροχη ατάκα στην πρώτη ταινία που έκανα, το “Carbon Copy” (“Λευκός γάμος, μαύρο παιδί”, 1981): “Η εξουσία στους ανθρώπους; Ναι, την είχαν κάποτε, λεγόταν Λίθινη Εποχή”», λέει και παρατηρεί ότι «Τώρα είμαστε όλοι σκλάβοι της πληροφορίας. Είμαστε πραγματικά όλοι σκλάβοι. Ο,τι κι αν αισθάνεστε, λοιπόν, για τους ηγέτες, όπως ότι αυτός ο τύπος είναι τρελός ή ότι ο άλλος είναι λογικός, θα πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι έχετε χειραγωγηθεί και από τις δύο πλευρές. Τελεία και παύλα»
Κάτι που, βέβαια, είναι λίαν καταθλιπτικό. «Ναι», λέει ο αμερικανός σταρ και προτείνει: «Πηγαίνετε λοιπόν σινεμά».
Ο Ντένζελ Ουάσινγκτον μεγάλωσε σε διάφορα μέρη, αλλά κυρίως στην πολιτεία της Νέας Υόρκης και στη Φλόριντα. Μάλιστα, όταν ήταν παιδί έκανε κακές παρέες. «Θέλαμε να είμαστε έξω στους δρόμους», λέει. «Οπως οι τύποι στο “Shaft” (2000) και το “SuperFly” (2018). Ηθελες να πουλάς ναρκωτικά και να πάρεις αυτοκίνητο, να μοιάζεις με νταβατζή. Λοιπόν, πούλησα ναρκωτικά, αλλά δεν πήρα αυτοκίνητο». Αντ’ αυτού, ασχολήθηκε με την υποκριτική, εμπνεόμενος από τους «Πατσίνo, Ντε Νίρο, Χόφμαν» και τον Μάρτιν Σκορσέζε, βεβαίως, επειδή ένιωθε ότι είχε κάτι κοινό με το στυλ και την αυθάδειά τους.
«Αλλά από τότε μέχρι σήμερα βλέπω πολύ λίγες ταινίες», παραδέχεται ο Ουάσινγκτον,
«Οπότε δεν μπορώ να σας πω ότι μεγάλωσα αγαπώντας τις ταινίες και ότι δραπέτευα σε αυτές», προσθέτει. Χαμογελά με ένα πλατύ, αστραφτερό χαμόγελο, αναπολώντας την υπέροχη ζωή του. «Μπα, ήθελα να είμαι έξω παίζοντας», λέει στους Times, σε ένα μέρος όπου η φωνή του και η ενέργειά του μπορούσαν να γεμίσουν τον ουρανό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News