Στα 61 της η Ντέμι Μουρ είναι γυμνασμένη και λεπτή σαν φιγούρα του Μοντιλιάνι. Τα σκούρα μαλλιά της σχηματίζουν δύο ευθείες λαμπερές κουρτίνες που της φτάνουν μέχρι τη μέση και τα νύχια της είναι βαμμένα με ένα «φονικό» κόκκινο βερνίκι, ενώ στη διάρκεια της συνέντευξής της, γράφει στον Guardian η Σάρλοτ Εντουαρντς, έκανε τόσο μεγάλες χειρονομίες ώστε αν την έβλεπε κανείς χωρίς να ακούει τι λέει, θα νόμιζε ότι περιγράφει εκρήξεις. Η δημοσιογράφος της βρετανικής εφημερίδας εξηγεί, δε, ότι εστιάζει στην εμφάνιση της Ντέμι Μουρ επειδή η συζήτησή τους αφορά στη νέα ταινία «The Substance», ένα body horror και ταυτόχρονα μια αστεία, έξαλλη σάτιρα της εμμονής μας με τη νεότητα και την εμφάνιση.
Στην ταινία της Κοραλί Φαρζά η 61χρονη αμερικανίδα ηθοποιός υποδύεται την Ελίζαμπεθ Σπαρκλ, μια πρώην διάσημη ηθοποιό που τώρα παρουσιάζει ένα πρωινό τηλεοπτικό σόου ως γυμνάστρια. Αλλά στα πεντηκοστά της γενέθλια απολύεται από τον Χάρβεϊ, τον διευθυντή του καναλιού (Ντένις Κουέιντ). Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος ο Χάρβεϊ της υπενθυμίζει, όπως πρέπει να θυμούνται όλες οι γυναίκες, ότι η αξία μιας γυναίκας διαρκεί μόνον όσο διαρκεί η γονιμότητά της.
Την ίδια μέρα η Σπαρκλ ανακαλύπτει στη μαύρη αγορά έναν υπερβολικά δελεαστικό ενέσιμο ορό αναπαραγωγής κυττάρων, που κάνει το σώμα να παράγει μια λαμπερή νεανική εκδοχή του – με κάποιες παρενέργειες γραμμένες με μικρά γράμματα. Πρόκειται για μια πλοκή τύπου Ντόριαν Γκρέι, λιγότερο παράλογη ίσως, αν σκεφτεί κανείς την τρέχουσα υστερία που έχει προκαλέσει η σεμαγλουτίδη (η ουσία του φαρμάκου Ozempic για την απώλεια βάρους, η οποία επιπλέον θεωρείται ότι επιβραδύνει τη γήρανση). Η ταινία είναι σουρεαλιστική, ο ήχος της οξύς, το συνολικό αποτέλεσμα ανατριχιαστικό, γράφει η Εντουαρντς στον Guardian.
Η Ντέμι Μουρ, που έχει περάσει την ενήλικη ζωή της με το σώμα της να ελέγχεται συνεχώς από τα ταμπλόιντ για σημάδια πλαστικής χειρουργικής, δεν ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι η γαλλίδα σεναριογράφος/σκηνοθέτης Κοραλί Φαρζά πίστευε ότι ήταν «τέλεια» για τον ρόλο της Ελίζαμπεθ Σπαρκλ. Δεν την πείραξε ότι θα έπρεπε να γυρίσει γυμνές σκηνές, ούτε ότι τον ρόλο της Σου (του αναγεννημένου εαυτού της) θα υποδυόταν η Μάργκαρετ Κουόλι – άρα σε κάποια υπέρ-σεξουαλικοποιημένα πλάνα με πισινούς και βυζιά, που σατιρίζουν την ανδρική ματιά, θα συγκρινόταν με την 29χρονη συνάδελφό της. «Απόλυτα γοητευμένη», λέει, κάθισε και διάβασε το σενάριο: «Σκέφτηκα, “εντάξει, αυτό μπορεί να είναι είτε πραγματικά καταπληκτικό είτε απόλυτη καταστροφή”».
Η Μουρ είχε παρακολουθήσει το «Revenge» (2017) με το οποίο έκανε το ντεμπούτο της η Φαρζά –«οπότε κατάλαβα την ευαισθησία της»–, ωστόσο δεν ήταν εξοικειωμένη με το υποείδος του body horror και μερικές φορές το έβρισκε «τρομερό». Κάποιος της πρότεινε να το σκεφτεί ως «φαντασμαγορικό». Και κάποιος άλλος της εξήγησε ότι η «Μύγα» (1986) του Κρόνεμπεργκ «θεωρείται body horror». Στην πραγματικότητα, παρατηρεί η Εντουαρντς στον Guardian, το «The Substance» αντλεί από όλο το φάσμα των ταινιών κόμικς-τρόμου-φαντασίας.
Αυτό που «προφανώς» συγκίνησε την αμερικανίδα ηθοποιό ήταν «οι συνθήκες μιας γυναίκας στη βιομηχανία του θεάματος, η οποία αντιμετωπίζει την απόρριψη και τη βαθιά απόγνωση. Ο,τι φαινόταν σημαντικό στη ζωή της ξεριζώνεται» λέει στον Guardian. Ακόμη περισσότερο, «αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε ήταν η σκληρή βία κατά του εαυτού της. Δεν είναι αυτό που σου κάνουν, αλλά αυτό που κάνουμε εμείς οι ίδιες στους εαυτούς μας» τονίζει. Ο παραδοσιακός τρόμος, λέει, απλώς τρομάζει, «ενώ υπάρχει ένα βάθος στην εξερεύνηση της ψυχής μας, του εσωτερικού μας διαλόγου, το οποίο φαίνεται να ενισχύεται στο body horror».
Ακόμα και μετά τα γυρίσματα δεν είχε ιδέα αν θα είχε απήχηση στο κοινό. Τον Μάιο στις Κάννες, όταν μπήκε στην αίθουσα των 2.000 θέσεων για να παρακολουθήσει την πρεμιέρα της ταινίας, κοιτούσε γύρω της και σκεφτόταν: «Θα έχει απήχηση; Θα συνδεθεί [το κοινό]; Θα “μεταφραστούν” όλα τα γκροτέσκα σημεία ή θα είναι πολύ απωθητικό;» Ωστόσο, σύμφωνα με αναφορές, οι θεατές «ξετρελάθηκαν». Πώς αισθάνεται τώρα; «Είμαι ακόμα σε κατάσταση σοκ» απαντά χαμογελώντας η ηθοποιός.
Το «Substance» έχει περιγραφεί ως η «επιστροφή» της Ντέμι Μουρ, κάτι που η ίδια βρίσκει περίεργο καθώς «δεν έφυγα ποτέ πραγματικά, ώστε να επιστρέψω. Οπως μου είπε η Μισέλ Γιο, “ήσουν απλώς σε διάλειμμα!”».
Από τη δόξα στα Τάρταρα
Υπενθύμιση: Η Ντέμι Μουρ ήταν η επικίνδυνη καλλονή του κινηματογράφου των δεκαετιών του 1980 και του 1990, η άγρια και δύστροπη επαναστάτρια της πρωτότυπης ταινίας «Το Μπαράκι του Σαν Ελμο» (1985) και πρωταγωνίστρια στον «Αόρατο Εραστή» (1990) και στο «Ζήτημα Τιμής» (1992). Σήμερα, δε, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον τρομερό σάλο που προκλήθηκε το 1991 όταν η Ανι Λάιμποβιτς τη φωτογράφισε έγκυο και γυμνή για το εξώφυλλο του Vanity Fair. Χαρακτηρίστηκε τότε «πορνογραφία» και τα περίπτερα αρνήθηκαν να προμηθευτούν το περιοδικό.
Σε μια εποχή, δε, με μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, είναι επίσης τρελό ότι διαπραγματεύτηκε και έλαβε 12,5 εκατ. δολάρια για το «Striptease» (1996), την υψηλότερη αμοιβή για γυναίκα ηθοποιό μέχρι τότε (την αποκαλούσαν μάλιστα «Γκίμι Μουρ», λογοπαίγνιο με τη φράση «δώσε μου κι άλλα»), όταν ο τότε σύζυγός της Μπρους Γουίλις εισέπραξε σχεδόν τα διπλάσια για την ταινία «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει, η Εκδίκηση» (1995).
Το 2000 έληξε ο γάμος της με τον Γουίλις, με τον οποίο ήταν παντρεμένη από το 1987 και απέκτησε τρεις κόρες. Τα επόμενα χρόνια οι ταινίες της δεν είχαν απήχηση και η καριέρα της πήρε την κατιούσα, ο γάμος της όμως με τον κατά 16 χρόνια μικρότερό της Αστον Κούτσερ θα την έφερνε και πάλι στη δημοσιότητα. Τον γνώρισε όταν ήταν 40 ετών και εκείνος 25, κάτι που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τον σκανδαλοθηρικό Τύπο.
Το χάσμα ηλικίας πυροδότησε μια άγρια εμμονή με την εμφάνισή της. Τη δεκαετία του 2000 ολόκληρα άρθρα αφιερώθηκαν στο πόσες χειρουργικές επεμβάσεις υποτίθεται ότι είχε κάνει, συμπεριλαμβανομένης μιας «ανόρθωσης γόνατος» επειδή (ω ναι!) γιατροί σε στήλες εφημερίδων έκαναν ζουμ στην εικόνα και αποφάσισαν ότι δεν είχε αρκετά «τσακίσματα».
Στο μεταξύ, η Μουρ και ο Κούτσερ έκαναν διακοπές στην Καραϊβική και στο Μεξικό και περνούσαν ατελείωτες μέρες στο κρεβάτι. Της γέμιζε το σπίτι με post-it που έγραφαν πόσο μαγική ήταν και πόσο πολύ την αγαπούσε – μέχρι που έπαψε να την αγαπάει. Υπήρχαν φήμες για δικά της περιστατικά κατάρρευσης και αποκλειστικότητες για τα δικά του one-night stands. Ενα τέτοιο κουτσομπολίστικο ρεπορτάζ εμφανίστηκε στο τηλέφωνό της ως ειδοποίηση της Google ενώ εκείνη μακιγιαριζόταν για την πρεμιέρα του «Five» (2011). Για επτά χρόνια κράτησε σχετικά χαμηλούς τόνους, μέχρι που το 2019 «μοιράστηκε», όπως λέει, τα αποκαλυπτικά απομνημονεύματά της, με τίτλο «Inside Out». Εγιναν αμέσως μπεστ σέλερ στους New York Times.
Η ηθοποιός περιέγραψε την ταραχώδη περιπλανώμενη παιδική ηλικία της, δίπλα σε μια αυτοκτονική διπολική μητέρα και έναν απατεώνα, βίαιο πατέρα, που αργότερα αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν τελικά ο βιολογικός της γονέας. Αφηγήθηκε ότι βιάστηκε στα 15 της από έναν οικογενειακό φίλο που τη ρώτησε μετά πώς είναι «να σε εκπορνεύει η μητέρα σου για 500 δολάρια». Εφυγε από το σπίτι της στα 16, παντρεύτηκε στα 17, γύρισε την πρώτη της ταινία στα 19. Μίλησε για τα προβλήματά της με το αλκοόλ και την κοκαΐνη που έπαιρνε για πρωινό –«παραλίγο να ανοίξω μια τρύπα στα ρουθούνια μου»– και την οποία της προμήθευε, μεταξύ άλλων, ο οδοντίατρός της.
Αποτοξινώθηκε το 1984 αλλά ακολούθησαν διατροφικά προβλήματα, τα οποία τροφοδοτήθηκαν από στελέχη των στούντιο που της έλεγαν ότι έπρεπε να χάσει βάρος. Βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του αδυσώπητου σεξισμού του Χόλιγουντ. Σχεδόν όλοι οι σύντροφοί της, δε, ήταν άπιστοι.
Τον Ιανουάριο του 2012, λίγο πριν τα 50 της, η Μουρ είχε πέσει πλέον στο χαμηλότερο σημείο. Ο Κούτσερ είχε φύγει, η καλή σχέση της με τον Γουίλις είχε χαλάσει, οι κόρες της μιλούσαν ελάχιστα μαζί της, η καριέρα της έμοιαζε να έχει τελειώσει. Βρισκόταν στη μέση μιας υπαρξιακής κρίσης. Αν αυτή είναι η ζωή, σκέφτηκε, «έχω τελειώσει». Ολα αυτά, όμως, ήταν συναρπαστικά για τη Φαρζά, η οποία στην ουσία έφτιαξε μια ταινία στα μέτρα της Ντέμι Μουρ, δίνοντάς της τον πιο συγκλονιστικό, ίσως, ρόλο της, εστιάζοντας στη σχέση της ηθοποιού με το σώμα της.
Τι νόημα έχει το κυνήγι της τελειότητας;
Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 οι γυναίκες δεν ήταν ελκυστικές ή επιθυμητές αν δεν ήταν αδύνατες, λέει η Μουρ στον Guardian. Ρητά και σιωπηρά, το λεπτό σώμα ήταν το ζωτικό στοιχείο στον κινηματογράφο, στη μόδα και στα μέσα ενημέρωσης. Η Φαρζά επέμεινε ειδικά στις δεκαετίες άθλιων βασανιστηρίων στα οποία υπέβαλε τον εαυτό της η Μουρ, με τρομερή πείνα και γυμναστική, για να επιτύχει αυτό το ιδανικό. «Αυτό που έκανα στον εαυτό μου», εξηγεί η ηθοποιός, «μιλάει για μένα. Κοιτάζοντας πραγματικά αυτή τη βία, πόσο βίαιες μπορούμε να είμαστε απέναντι στον εαυτό μας, πόσο βάναυσες».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Γυμνασμένη αλλά πάντα εξαιρετικά αδύνατη η Ντέμι Μουρ
Παρεμπιπτόντως, λέει ότι αυτή η ιδέα σχετίζεται 100% με τους άνδρες. «Η αυτοκριτική, το κυνήγι της τελειότητας, η προσπάθεια να απαλλαγούμε από τα “ελαττώματα”, επίσης το αίσθημα της απόρριψης και της απελπισίας, τίποτε από όλα αυτά δεν αφορά αποκλειστικά τις γυναίκες» τονίζει. «Ολες εμείς, αν αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι η αξία μας είναι μόνο το πώς φαινόμαστε, τελικά θα συντριβούμε».
Με αφορμή, δε, τα αρνητικά σχόλια για την εμφάνισή της το 2021 στην πασαρέλα για τον Fendi, λέει: «Κοιτάξτε, ζούμε σε μια εποχή έντονης κριτικής. Οι άνθρωποι μπορούν ανώνυμα να κρίνουν ο ένας τον άλλον με πραγματικά σκληρούς τρόπους. Νιώθω ότι [αυτό το είδος της κριτικής] είναι μια αντανάκλαση της δυστυχίας κάποιου ή/και ένας τρόπος να ενισχύσει την αίσθηση του δικού του εαυτού. Οταν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, έχω μάθει να τα αφήνω να κυλήσουν». Και προσθέτει: «Είναι αυτό που κάνω για μένα. Αν του δώσω μεγάλη βαρύτητα και αξία και δύναμη, θα τα έχει. Αν δεν το κάνω, δεν θα τα έχει». Με άλλα λόγια, κοίτα τη δουλειά σου, σημειώνει η Σάρλοτ Εντουαρντς στον Guardian.
Μιλώντας για τα γυρίσματα του «Substance» η Ντέμι Μουρ αποκαλύπτει ότι την άλλαξαν: «Ηταν μια πολύ δύσκολη ταινία, πολύ ωμή, πολύ ευάλωτη για να την κάνω. Αλλά ταυτόχρονα ήταν και απελευθερωτική. Είχα λιγότερη πίεση από τη Μάργκαρετ, επειδή εκείνη είχε την πρόσθετη πίεση να δείχνει καταπληκτική. Εγώ υποβαθμίζομαι σε όλη τη διάρκεια και ήξερα από την αρχή ότι δεν θα με κινηματογραφούσαν με τον πιο λαμπερό τρόπο. Ισα-ίσα, έγινε το ακριβώς αντίθετο. Αλλά αυτό είχε κάτι το απελευθερωτικό».
Στην ταινία ο νεότερος και ο παλαιότερος εαυτός εναλλάσσονται κάθε επτά ημέρες, καθώς πρέπει να μοιράζονται την ίδια ζωή. Αναπόφευκτα αποδοκιμάζουν αυτά που κάνει ο ένας στον άλλον. Ο διαχωρισμός εξελίσσεται σε πόλεμο, ο μεγαλύτερος εαυτός εναντίον νεότερου, με όλες τις έμμεσες δυναμικές μητέρας/κόρης που εμπεριέχει. Σε αντίθεση με το παραμύθι, όμως, η κακιά μάγισσα δεν είναι ο μεγαλύτερος εαυτός. Ο νεότερος είναι το εγωπαθές τέρας. Η Μουρ παραδέχεται ότι οι νεότεροι «εαυτοί» μας είναι, πράγματι, «λίγο πιο ναρκισσιστικοί, λίγο περισσότερο “όλα αφορούν εμένα”».
Τονίζει ότι ενθαρρύνθηκε πάρα πολύ από την «όμορφη αλλαγή» στον τρόπο με τον οποίο οι νεαρές γυναίκες περιηγούνται σήμερα στη ζωή τους. Της άρεσε, για παράδειγμα, να παρακολουθεί την Κουόλι στο πλατό: «Εμαθα από αυτήν και εκτίμησα την αυτοπεποίθηση που είχε στο να ζητάει αυτό που θέλει χωρίς να απολογείται, με τρόπο που με έκανε να φωνάξω “ουάου”. Παλαιότερα μια γυναίκα δυνατή συχνά θεωρούνταν σκύλα. Οπότε είναι πολύ σπουδαίο ότι σε τόσο νεαρή ηλικία μπορεί να βρίσκεται σε αυτό το σημείο, και δεν χρειάζεται περισσότερα χρόνια για να φτάσει εκεί».
Οι κόρες της (Ρούμερ, Σκάουτ και Ταλούλα, 36, 33 και 30 ετών αντίστοιχα) έχουν δει μόνο το τρέιλερ της ταινίας, αφού αποφάσισαν να περιμένουν και να τη δουν όλες μαζί στην πρεμιέρα της στις 17 Σεπτεμβρίου στο Λος Αντζελες. Η Εντουαρντς ρωτάει την ηθοποιό πώς είναι η ζωή της τώρα που τα παιδιά της έχουν μεγαλώσει. Η Ντέμι Μουρ απαντά ότι είναι ενδιαφέρον να ζει μόνη της και να θαυμάζει το τοπίο της ζωής στα 60 της. Ζει ακόμα στο ράντσο του Αϊνταχο, όπου εκείνη και ο Μπρους Γουίλις μεγάλωσαν τα παιδιά τους (ο 69χρονος ηθοποιός, ο οποίος πάσχει από άνοια, έχει ένα σπίτι εκεί κοντά, όπου ζει με τη σύζυγό του και ακόμα δύο κόρες).
Μεγαλώνοντας οι γυναίκες χρειάζονται λιγότερο τους άνδρες
Χαίρεται, λέει, να ξυπνάει κάθε πρωί και να σκέφτεται: «Τι θέλω να κάνω;». Να σκέφτεται πως δεν χρειάζεται να ακολουθεί το πρόγραμμα κανενός άλλου, ότι αν ήθελε θα μπορούσε να μπει σε ένα αεροπλάνο και να περάσει το Σαββατοκύριακο κάπου που θα επέλεγε η ίδια, και ότι δεν χρειάζεται να νιώθει άβολα ή ένοχη γι’ αυτό. Κατάφερε να διευρύνει τους ορίζοντές της με άλλους τρόπους, ρωτώντας όχι μόνο τι ήθελε να κάνει, αλλά και ποια ήθελε να γίνει. «Ποια είμαι ως γυναίκα; Οχι ως μητέρα, σύζυγος ή ηθοποιός, αλλά ως άτομο».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η Ντέμι Μουρ είναι πάντα δίπλα στον πρώην σύζυγό της Μπρους Γουίλις
Συνειδητοποίησε ότι είχε μάθει να πιστεύει πως όταν μεγαλώνεις η ζωή σου αμβλύνεται και, σε κάποιο βαθμό, το είχε πιστέψει. «Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν –όπως λέει και η ταινία– ότι η αξία μιας γυναίκας χάνεται μόλις τελειώσει η γονιμότητά της και πως όταν πάψεις να είσαι επιθυμητή τελειώνει και το πάθος σου για ζωή. Για πολύ καιρό αυτή ήταν μια αλήθεια που δεν λεγόταν φανερά. Και συνειδητοποιώ ότι στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου αλήθεια».
Τώρα βλέπει ένα εντελώς διαφορετικό μέλλον, ένα μέλλον που θα καθορίσει η ίδια και που θα περιλαμβάνει περισσότερη υποκριτική, –μεταξύ άλλων και μια επανένωση με το αρχικό καστ της ταινίας «Το Μπαράκι του Σαν Ελμο»–, περισσότερες παραγωγές, ίσως και άλλα απομνημονεύματα, «όταν θα έχω ζήσει λίγο περισσότερο». Οχι μόνο επειδή της αρέσει η ζωή της και όλες οι δυνατότητες που παρουσιάζει, αλλά γιατί θέλει να αντανακλά μια θετική στάση απέναντι στη γήρανση και στις κόρες της, να τους δείξει όλα όσα είναι διαθέσιμα και γι’ αυτές.
Οσο για τους άνδρες, λέει ότι δεν χρειάζεται μια σχέση για να νιώσει ολοκληρωμένη. «Δεν έχω εστιάσει εκεί την προσοχή μου, θα το πω αυτό. Ιδιαίτερα τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια η εστίασή μου ήταν στη δουλειά μου». Προσθέτει ότι ήθελε να δώσει περισσότερη προσοχή στην τέχνη της, να τελειοποιήσει το κομμάτι της που παρέμεινε άτελες όταν «επέλεξε να μη δουλέψει για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Πιστεύει ότι υπάρχει αλήθεια στην ιδέα ότι οι άνδρες χρειάζονται περισσότερο τις γυναίκες καθώς μεγαλώνουν και, αντίστοιχα, οι γυναίκες χρειάζονται λιγότερο τους άνδρες, αφού «από πολλές απόψεις είναι πιο σκληρές, πιο δυνατές. Αλλά πιστεύω επίσης ότι είμαστε συχνά, χωρίς να θέλω να γενικεύσω, φροντιστές. Ετσι, καθώς φτάνουμε σε αυτό το σημείο μεγαλύτερης ανεξαρτησίας και ελευθερίας στην τρίτη ηλικία, δεν ξέρω αν επιδιώκουμε να αναλάβουμε την ευθύνη των άλλων…» λέει προσέχοντας τη διατύπωσή της. «Εχουμε για πρώτη φορά πραγματικό χώρο να κινηθούμε χωρίς το βάρος των άλλων». Και ναι, απολαμβάνει τον χρόνο της μόνη της: «Αλλά απολαμβάνω επίσης να είμαι με άλλους… γιατί πιστεύω ότι είμαστε κοινωνικό είδος».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News