Για να σε ταξιδέψω Λισαβόνα πρέπει να σε βάλω στο σουρεαλιστικό κομμάτι του μυαλού μου. Εντάξει. Τόσα χρόνια που γράφω και με διαβάζεις, μπορώ να σου ανοιχτώ. Αλλά κοίτα, ό,τι πούμε να μείνει μεταξύ μας. Αν σκεφτείς ότι έτσι το είχε φέρει η μοίρα για μένα, που από την εφηβεία μου πηγαινοερχόμουν Ιαπωνία… Πόσο δύσκολο να το είχα να πεταχτώ μια Λισαβόνα; Εδώ δίπλα παραδίπλα. Κι όμως, δεν προγραμμάτιζα ταξίδι. Λες και ήταν το άκρο του κόσμου, ένα πράγμα, που για να το επισκεφτείς θέλει μεγάλη απόφαση. Γιατί έτσι; Εδώ ξεκινάει το «σουρεάλ» που σου πρωτανέφερα. Είχα δει ένα κινηματογραφικό έργο μικρή, που δυο εραστές έφευγαν για Λισαβόνα. Μέχρι εκεί «το έχω» το έργο. Στο αεροδρόμιο. Και μη με ρωτήσεις ούτε καν το όνομά του. Σημείωσε τώρα και ένα ελληνικό τραγούδι. Τον στίχο του κυρίως. «Η στιγμή που περνάει και χάνεται, μάτια μου». Με συγκινεί πολύ και ιδίως το «μάτια μου» στο τέλος. Και σ΄αυτά τα δυο πρόσθεσε -εδώ σε θέλω να αφεθείς σε γενναία φαντασία- και μια φράση από τη μαυρόασπρη Καζαμπλάνκα, ναι αυτή με τον Χάμφρεϊ και την Ιγκριντ. Στην τελευταία σκηνή πριν αποχωριστούν, που μονολογούν «We will always have Paris». Paris σαν ένα σημείο στον πλανήτη των αιμοσταγών ερώτων, σε ένα δικό τους εδώ και κάπου και πουθενά…
Ολα αυτά κάπως, μη με ρωτάς πώς, τα ένωσα σε ένα δικό μου We will always have Λισαβόνα. Δεν ταξιδεύεις λοιπόν εύκολα στη «μυθιστορηματική» σου Λισαβόνα! Την είχα τόσο τόπο ιερό, που να φανταστείς όποτε τσακωνόμουν μαζί του, όποτε ξέρναγε η ψυχή του σκορπιού μου μαύρα ζουμιά και τον μισούσα… Λίγα δευτερόλεπτα πριν τον ξαναγαπήσω δηλαδή (τραβάω κάτι τέτοιες αυξομειώσεις) το χειρότερο που του πέταγα στα μούτρα ήταν, «μαζί σου δεν θα ταξιδέψω ποτέ στη Λισαβόνα!». Και πέρασαν τα χρόνια! Ταξιδέψαμε, και πού δεν ταξιδέψαμε! Αλλά ποτέ στη Λισαβόνα. Μέχρι που μας προσκάλεσε ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Εκείνη Πορτογαλέζα, εκείνος Ελληνας. Και έλαμπαν τόσο τα μάτια τους, που ‘ναι! Θέλησα να γίνουν ξεναγοί μας. Θ’ ακολουθούσα το γέλιο τους. Τι ωραία γελάνε οι ερωτευμένοι! Δυο μέρες μόνο στη Λισαβόνα.
Λισαβόνα. Μια γοητευτική, παιχνιδιάρικη πόλη. Το νιώθεις από την πρώτη στιγμή. Είναι η μορφολογία του εδάφους της. Οσες ανηφόρες, τόσες κατηφόρες. Γεμάτη ανηφόρες και κατηφόρες. Δεν είναι flat όπως το Παρίσι, να το περπατήσεις όλη μέρα. Εδώ θα παίξεις σαν παιδί σε λούνα παρκ. Θα περπατήσεις όσο αντέχεις, μετά θα μπεις στα τραμ που θα τα βρίσκεις συνεχώς μπροστά σου σαν παλιομοδίτικα παιχνίδια, σιδερένια κουτάκια, πότε κόκκινα και πότε πράσινα, θα χωθείς και σε ένα «τουκ τουκ» δηλαδή κάτι αστεία μηχανάκια με σκέπαστρο που αγκομαχούν ήχο κουνουπιού στον ανήφορο… Και θα απλώνονται μπροστά σου όμορφες συνοικίες και θέα μαγευτική όπως στο σημείο «Portas do sol», Πόρτες του ήλιου, της περιοχής ALFAMA. Στα στενά της συγκεκριμένης παλιάς συνοικίας αξίζει να περιδιαβείτε ώρες. Από ψηλά θ’ αγναντεύετε στέγες κεραμιδένιες, και θα φαντάζεστε ότι πατώντας στέγη τη στέγη θα φθάσετε στη θάλασσα, που απλώνεται στο βάθος κάθε πλάνου. Και κόσμος πολύς σε κάθε ύψωμα ν’ απολαμβάνει, με ένα κοκτέιλ στο χέρι, γαλήνιοι και εκστασιασμένοι, όπως ας πούμε για το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης
Η ψευδαίσθηση του νησιού
Η Λισαβόνα σου δίνει την ψευδαίσθηση καλοκαιρινού νησιού, τίποτα δεν φέρνει σε πολύβουη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Ακόμα και οι ρυθμοί της, οι ρυθμοί των κατοίκων στους δρόμους, στα μαγαζιά, στις υπηρεσίες, ρυθμοί νησιού είναι. Καθόλου άγχος. «Και μεις περάσαμε κρίση και μας πνίγουν οι θυμοί. Στα νύχια στεκόμαστε για καβγά. Θαυμάζω το πόσο γαλήνιοι είστε!» είπα στη Μόνικα μιλώντας της και για μας. «Εσείς βιώνετε θυμό. Εμείς, Ρέα, βιώσαμε λύπη. Αλλά καταλάβαμε ότι πρέπει να προχωρήσουμε πέρα απ’αυτό» μου απάντησε.
Η Πορτογαλία γύρισε σελίδα. Το βλέπεις. Το «διαβάζεις» και στα οικονομικά της στοιχεία. Μια χώρα με χαρακτηριστικά δικά «της». Αξιαγάπητη. Εγχρωμη. Οπως τα δικά «της» πλακάκια. Στις προσόψεις των κτιρίων, στα δάπεδα και όπου βάλει ο νους σου. Με έντονα χρώματα… Οσο τιμούν το χρώμα στην Ινδία, άλλο τόσο στην Πορτογαλία. Ιδίως εκείνο το χαρακτηριστικό μπλε των «Αζουλέζου». Που είναι ζωγραφική σε σμαλτωμένα κεραμικά πλακάκια. Η τέχνη αυτή μεταφέρθηκε στην Πορτογαλία από τους Μαυριτανούς της Βόρειας Αφρικής τον 14ο αιώνα. Αλλά τον 16ο αιώνα άρχισε η παραγωγή τους στην Πορτογαλία σε ευρεία κλίμακα και με σπουδαίους κεραμίστες ν’ αφήνουν το καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα. Τα πλακίδια πλέον εξάγονταν και κατέκτησαν τον κόσμο όλο, από Ευρώπη μέχρι Ασία και Αμερική. Αξίζει να επισκεφτείτε το Εθνικό Μουσείο Αζουλέζου, το οποίο στεγάζεται στο ιστορικό μοναστήρι Μάντρε ντε Ντέους.
Ενα άλλο «οπωσδήποτε» του γρήγορου ταξιδιού είναι η περιοχή Belem. Μια παραλιακή συνοικία στη νοτιοδυτική πλευρά, που παλιά ήταν προσεγγίσιμη μόνο από θαλάσσης. Εκεί απλώνεται το περίφημο Μοναστήρι των Ιερωνυμιτών. Στην εκκλησία του Μοναστηριού μάλιστα προσευχήθηκε ο Βάσκο ντα Γκάμα και το πλήρωμά του πριν φύγουν για το ταξίδι τους. Περπατώντας στον παραλιακό πεζόδρομο θα συναντήσετε δυο σημαντικά μνημεία της περιοχής που σχετίζονται βέβαια με το ναυτικό παρελθόν ετούτης της χώρας. Το «Μνημείο των Ανακαλύψεων», στο οποίο έχουν αποδοθεί σε μάρμαρο 33 προσωπικότητες από τη Χρυσή εποχή των Ανακαλύψεων και μπροστά από το τεράστιο άγαλμα υπάρχει στο έδαφος, από μωσαϊκό, ένας χάρτης που θα σας κάνει ν΄αναρωτηθείτε με θαυμασμό «Μα, πού έφθασαν οι θαλασσοπόροι τους!». Και μετά θα συνεχίσετε την παραθαλάσσια διαδρομή μέχρι τον Πύργο του Belεm, που αποτελούσε τμήμα των οχυρώσεων της πόλης.
Η βόλτα πρέπει να κλείσει στο φημισμένο ζαχαροπλαστείο PASTEIS DE BELEM. Η επίσκεψη είναι εμπειρία. Ο,τι ώρα και να πάτε, θα τρομάξετε από την ουρά. Είναι για όσους θέλουν ν΄αγοράσουν το φημισμένο γλυκό take away. Δασκαλεμένοι παρακάμψτε και εισχωρήστε στα δωμάτια που θ΄ανοίγουν διαδοχικά… Τόσα πολλά δωμάτια, τόσες πολλές αίθουσες που δεν φαντάζεστε! Λαβύρινθος. Και πάτε και πιο μέσα και πιο μέσα και παντού πλακάκια Αζουλέζου και κάποτε θα βρεθεί και ένα τραπεζάκι και για σας. Κι εκεί θ’ απολαύσετε με τον καφέ σας μια λιχουδιά, με τη μεγαλειώδη σοφία της απλότητάς της. Πώς είναι; Ας το «χαμηλώσω» για να συνεννοηθούμε, σαν ένα σπουδαίο «μπουγατσάκι» που τα φυλλαράκια του κάνουν «κρακκκκκ» στο στόμα σας και η κρέμα του γαληνεύει τον ουρανίσκο χωρίς όμως ν΄αφήνει παραπάνω γλύκα απ’ ό,τι πρέπει.
Και που η ιστορία που το συνοδεύει το κάνει νοστιμότερο. Ξεκινάει το 1834 όταν μετά από την Επανάσταση Ανεξαρτησίας του 1820, τα μοναστήρια έκλεισαν και οι μοναχοί εξορίστηκαν. Σε μια προσπάθεια λοιπόν επιβίωσης, κάποιος από το μοναστήρι άρχισε να πουλάει το συγκεκριμένο γλυκό που τη συνταγή του γνώριζαν μόνο τρεις άνθρωποι, κρατώντας την ως επτασφράγιστο μυστικό μέχρι και σήμερα και παρασκευάζοντας τα γλυκά σε μυστικό δωμάτιο. Και από μυστικό σε μυστικό, όλοι βέβαια θέλουν να γευτούν το «μυστικό» γλυκό! Που θα γευτείτε παντού στην Πορτογαλία, αλλά πουθενά δεν θα έχει τη γεύση που έχει εκεί, στο πανέμορφο ζαχαροπλαστείο στο Belem.
Και μια που πιάσαμε τις γεύσεις, θέλετε να σας πω και πού να φάτε οπωσδήποτε θαλασσινά; Γιατί πουθενά δεν θα γευτείτε θαλασσινά όπως σε τούτη τη χώρα. Τόση θάλασσα στα πόδια της! RAMIRO. Cervejaria Ramiro. Θα τρομάξετε από την ουρά κι εδώ. Δεν δέχεται κρατήσεις. Υπομονή, πατριώτες! Ενα μαγαζί-ύμνος στην απλότητα. Ολες οι θάλασσες στο πιάτο σας και ο Ατλαντικός επίσης… Τι γαρίδες καραμπινέιρο! Και τι καβούρι και τι και τι! Χωρίς πολλά πολλά. Γεύσεις καθαρές. Απλά πράγματα. Και οι τιμές τόσο έντιμες. Μου έκανε εντύπωση, πόσο έντιμες είναι οι τιμές στην Πορτογαλία. Ενας ακόμα λόγος που σκίζει τουριστικά.
Fado, saudade και νοσταλγία…
Αν το βράδυ αφεθείτε και στη μελωδία των fado… Fado στα πορτογαλικά σημαίνει μοίρα, πεπρωμένο και είναι ένα είδος μουσικής που εντοπίζεται τη δεκαετία του 1820, αν και πιστεύουν ότι έχει παλαιότερες ρίζες. Η μουσική είναι μελαγχολική, το ίδιο και οι στίχοι που συχνά μιλούν για θάλασσα. Εχει σχέση με τη πορτογαλική λέξη «saudade», μια από τις δυσκολότερες λέξεις για να μεταφραστούν, όπως για παράδειγμα το δικό μας «φιλότιμο»… Μεταφράζεται σαν ένα είδος προσμονής αλλά και μείγμα νοσταλγίας, λύπης, πόνου, ευτυχίας, αγάπης… Οποτε σκέφτομαι fado… πάντα στον νου μου η λατρεμένη μου Αμαλία Ροντρίγκεζ. Τι φωνή! Σαν να τη φέρνει η θάλασσα με αεράκι… Και εκείνες οι γυναίκες που κρεμούσαν στο στήθος τους εκείνη την τεράστια καρδιά, που θα συναντήσετε σε κάθε βήμα σας, σε φθηνές και ακριβές εκδοχές, σε κοσμηματοπωλεία και καταστήματα σουβενίρ. Τις φορούσαν σαν υπόσχεση, σαν δύναμη ψυχής που προσμένει και κοιτάζοντας τη θάλασσα θαλασσοπεριμένει… Saudade. Τα fado μέσα μου (γέφυρες που κάνει η καρδιά) με στέλνουν σ’ έναν στίχο του Τάσου Λειβαδίτη: «Απ΄όλα μπορείς να σωθείς, εκτός απ΄τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό, που δεν το θυμάσαι». Δυο μέρες όλες κι όλες στη Λισαβόνα. Με ξεναγούς ένα ζευγάρι… Τόσο ερωτευμένο! Τι ωραία γελάνε οι ερωτευμένοι! Και πόσο λάμπουν τα μάτια τους!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News