Εκείνο το ταξίδι μας, δυο χρόνια πριν, σε Κρακοβία και Aουσβιτς έχει χαραχτεί μέσα μας. Στην Κρακοβία είχαμε περπατήσει σε μια καρτ-ποστάλ –έτσι μοιάζει η Κρακοβία– και σε απόλυτη αντίθεση, στο Aουσβιτς, βουτήξαμε απαρηγόρητοι στα άπατα της διαστροφής του ανθρώπου. Δεν επιτρέπεται να φύγει άνθρωπος από τούτη τη ζωή και να μην επισκεφτεί αυτόν τον τόπο και άλλο τόσο, δεν επιτρέπεται γονιός να μη συνοδεύσει εκεί το παιδί του, γιατί πρέπει να γνωρίζει.
Φέτος και πάλι το ταξίδι μας θα ξεκινούσε από Πολωνία. Συγκεκριμένα από τη Βαρσοβία αλλά –κατά την αγαπημένη μας συνήθεια– θα γράφαμε χιλιόμετρα και χιλιόμετρα διασχίζοντας στη συνέχεια τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Εσθονία. Βλέπετε, έχω τεράστιο ενδιαφέρον για την εξέλιξη των κλειστών εκείνων κόσμων της νιότης μας και την πορεία τους μετά το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου. Κόσμοι που πάλεψαν απανωτά δράματα. Ψυχές που έπρεπε να διαχειριστούν ισοπέδωση ναζισμού, δραματικό πείραμα κομμουνισμού και βίαιης προσαρμογής στον καπιταλισμό. Δεν σας κρύβω, ότι μελετώντας τη διαδρομή τους και τον αγώνα προσαρμογής τους στο σήμερα, πολλές στιγμές ένοιωθα και νοιώθω αμήχανα σκεπτόμενη, σε ποιους κλαιγόμασταν για την ελληνική κρίση και περιμέναμε κατανόηση και δανεικά από τα δικά τους Κοινοβούλια. Τέλος πάντων.
Το ταξίδι μας ξεκίνησε από τη Βαρσοβία. Τη Βαρσοβία την αγάπησα. Τόσο που σοβάρεψε το Βερολίνο, πολλοί πιστεύουν ότι είναι ο διάδοχός του. Αγάπησα και τις γλαδιόλες που συναντάς παντού. Πόσο παρεξηγημένο λουλούδι είναι στα μέρη μας η γλαδιόλα! Η σχέση τους με τα λουλούδια είναι ζωτικής σημασίας. Αρκεί να παρατηρήσεις την τρυφερότητα στην ανθοδετική δημιουργία-τέχνη των πλανόδιων ανθοπωλών.
Περπατήσαμε ώρες ατελείωτες στην Παλιά Πόλη, μπαινοβγαίνοντας την «είσοδο» ενός κάστρου σαν από παραμύθι. Και το καστράκι αγάπησα και τα τείχη που χωρίζουν την Παλιά από την Νέα Πόλη, που παραδόξως είναι κι αυτή παλιά και εξίσου γραφική τόσο, που δεν ξεχωρίζεις παλιά από νέα. Αλλά εντάξει…
Υπάρχει και σύγχρονη-σύγχρονη, το πολυσύχναστο μοντέρνο Srodmiescie, με θηριώδεις ουρανοξύστες και στην καρδιά του το πανύψηλο Παλάτι των Τεχνών και Επιστημών. Αυτό, το τόσο σοβιετικό μεγαθήριο παρά και την αρτ νουβό επέμβαση στην αρχιτεκτονική του, που χτίστηκε το 1955 ως δώρο του Στάλιν προς τον πολωνικό λαό αλλά που στις μέρες μας κρίθηκε αναγκαίο να αφαιρεθούν από πάνω του στοιχεία, για να κατευνάσουν τις τραυματικές μνήμες του Σταλινισμού.
Βεβαίως επισκεφτήκαμε και το φημισμένο Πάρκο Lazienki. Αλλά το ενδιαφέρον μου τράβηξε κυρίως η περιοχή Πράγα, στην άλλη πλευρά του ποταμιού, που βγάζει ανθρωπίλα και αδιαφορεί για τουριστικούς καλλωπισμούς. Περιοχή που οι καλλιτέχνες και οι, ας τους πούμε, μποέμ τύποι βρήκαν τον τόπο «τους» και αφήνουν αβγά δημιουργίας.
Ομορφα «μικρά», ξαφνιαστικά «κάτι». Ενα περίεργο χρώμα σε ένα παράθυρο. Μια ιδιαίτερη ομπρέλα σε ένα μπαλκόνι. Μια ζωγραφιά εκεί που δεν περιμένεις. Ενα καφέ έξυπνο. Μια μπυραρία ζεστή. Μια συνοικία εν ζωή και εν υπνώσει. Που το σοβιετικό παρελθόν της σπαρταράει και κάποιες τεράστιες μαντεμένιες πόρτες σε προκαλούν στα σκοτάδια τους. Και θες να τις ανοίξεις αλλά και λίγο φοβάσαι κι αυτό σ΄αρέσει ακόμα πιο πολύ. Και δραματικά εγκαταλειμμένα αρχοντόσπιτα, που ωστόσο έχουν φως σε κάποια διαμερίσματα κι απορείς ποιος κατοικεί. Και που τα ζώνουν με συρματοπλέγματα σαν τέντες, για να πέφτουν τα κομμάτια τους αποφεύγοντας τον κίνδυνο να τραυματίσουν περαστικούς.
Περίεργο το συναίσθημα να σκάει παρελθόν μπροστά σου! Η Βαρσοβία αγαπιέται γιατί περπατιέται. Πολύ. Μην με υπολογίζεις τουρίστα. Εχω πάρει απόφαση, ότι δεν θα προλάβω να δω ό,τι «πρέπει» αλλά αυτό που με κόφτει είναι, να μυρίζω, να μυρίζω, να μυρίζω όσο πιο πολλά μπορώ. Πες με κόπρο σκύλο! Και δεν θα παρεξηγηθώ.
Ετσι κάπως, ένα από τα βράδια μας καταλήξαμε στο εστιατόριο «U Fukiera». Στη μεγάλη πλατεία της Παλιάς Πόλης. Μακάρι κάποτε να πας! Με συγκινεί πολύ η γνώση, ότι οι Ναζί ισοπέδωσαν τη Βαρσοβία μα ωστόσο οι Πολωνοί ξαναέχτισαν το κάθε τι, στα μεσαιωνικά πρότυπα με κάθε λεπτομέρεια, μελετώντας φωτογραφίες, ζωγραφιές, μαρτυρίες κ.λ.π.
Στην «αναστημένη» Πλατεία λοιπόν υπάρχει το «U Fukiera» της Magda Gessler. Μιας ιδιαίτερης περσόνας. Που κάποτε, όπως σημειώνει η ίδια, γύρισε στον τόπο της και νόμιζε ότι θα ξαναβρεί τις γεύσεις που είχε στη μνήμη της αλλά δεν τις βρήκε. Και ξεσήκωσε τη γιαγιά της από τη Μόσχα και την έφερε να «διδάξει» στους σεφ, την ψυχή των φαγητών. Το εστιατόριο αυτό έχει ψυχή. Κάθε, μα κάθε σημείο του, μια μικρή σκηνή-παράσταση. Λες, σκηνογράφος! Οπωσδήποτε να δοκιμάσεις τη θεϊκή πάπια με μήλα. Οπωσδήποτε. Στην υγεία όλων μας λοιπόν! Με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Σε τούτα τα μέρη, συγγνώμη που γίνομαι προκλητική, θες ζακέτα το βράδυ.
Αύριο θα σας ταξιδέψω στο Βίλνιους της Λιθουανίας και στη Ρήγα της Λετονίας και θα σας φτάσω μέχρι το Ταλίν της Εσθονίας. Θα χορτάσουμε χιλιόμετρα. Πολλά χιλιόμετρα! Αυτά, αγαπητοί μου, μένουν! Αααα! Να σημειώσω και κάτι ακόμα. Σ΄ αυτά τα μέρη σε ξαφνιάζουν ευχάριστα οι φθηνές τιμές.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News