Στο παρελθόν έχουμε επισκεφθεί μουσεία ελιάς, μαστίχας, μανιταριών, οίνου και μπίρας αλλά μουσείο αλευροβιομηχανίας δεν γνωρίζαμε καν ότι υπάρχει. Όταν όμως μάθαμε ότι έχει δημιουργηθεί ένα τέτοιο στους Μύλους Αγίου Γεωργίου, κάναμε μια πολιτιστική εκδρομή κάτω στο Κερατσίνι. Εκείνη την ημέρα, η Όλγα Μάνου, υπεύθυνη του Μουσείου Λούλη και Διευθύντρια του Τμήματος Εταιρικής Υπευθυνότητας της εταιρείας, ξεναγούσε μια ομάδα φοιτητών της Γεωπονικής Σχολής Αθηνών.
Έτσι θαυμάσαμε μαζί τους τα εξαιρετικά εκθέματα που με υπομονή και μεθοδικότητα έχει αρχίσει να συλλέγει η οικογένεια Λούλη εδώ και πολλά χρόνια. Και μας εντυπωσίασε πραγματικά η πληροφορία ότι, μπορεί η τεχνολογία να έχει δώσει μηχανήματα που έχουν απογειώσει το μέγεθος της παραγωγής, η λογική της λειτουργίας τους όμως δεν έχει αλλάξει από την εποχή της μυλόπετρας και της οικιακής παραγωγής.
Την αρχή έκανε ο Νικόλαος Λούλης, παππούς του σημερινού διευθυντή και συνομόματού του Νίκου Λούλη, που ανέλαβε τη διοίκηση της εταιρείας από τον πατέρα του Κωνσταντίνο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, λοιπόν, ο παππούς Νικόλαος Λούλης άρχισε να συλλέγει αντικείμενα σχετικά με τον κύκλο «σιτάρι – αλεύρι – ψωμί» και η συλλογή συνεχίστηκε από τον γιο του και τον εγγονό του, που είναι πλέον η 7η γενιά στην ιστορία της οικογένειας των αλευροβιομηχάνων.
Οι Λούληδες συγκέντρωσαν συλλεκτικά αγροτικά αντικείμενα σχετικά με τη σπορά, τον θερισμό, τον αλωνισμό, την άλεση και το ζύμωμα, όπως παλιά εργαλεία, μυλόπετρες, χειρόμυλους, φόρμες ζύμης, αλλά και παλαιά μηχανήματα, που δεν χρησιμοποιούνται πλέον και τα οποία, μέχρι την δημιουργία του μουσείου, φυλαγόντουσαν στις αποθήκες των μύλων της οικογένειας και αλλού ή προέρχονται από δωρεές άλλων οικογενειών.
Ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της συλλογής είναι οι σφραγίδες άρτων, ευχαριστίας και ευλογίας, που αριθμούν περίπου 500 κομμάτια, αρκετές είναι από τους πρώτους Βυζαντινούς χρόνους αλλά οι περισσότερες είναι μεταγενέστερες, μεταβυζαντινές και «έχουν αγοραστεί είτε ατομικά είτε από συλλέκτες, αλλά έχουν περιέλθει στο μουσείο και από δωρεές», μας είπε η κυρία Μάνου.
Όλα αυτά τα αντικείμενα στεγάστηκαν τελικά στο Μουσείο Λούλη, που άρχισε να λειτουργεί τον Ιανουάριο του 2013 και το ποδαρικό έκαναν τα πιτσιρίκια της Α’ τάξης του 130ου Δημοτικού Σχολείου Κάτω Πατησίων μαζί με τους δασκάλους τους. Γιατί πρωτίστως το μουσείο απευθύνεται σε παιδιά, ήδη το έχουν επισκεφτεί περισσότεροι από 20.000 μαθητές, όμως είναι ανοιχτό σε όλους, και η είσοδος είναι δωρεάν οπότε αν τύχει να βρεθείτε στον Πειραιά, επισκεφτείτε το, έχει πραγματικό ενδιαφέρον.
Η κυρία Όλγα Μάνου μας είπε ακόμη ότι διαθέτουν ένα μεγάλο αρχείο από τις αλευροβιομηχανίες Λούλη και Μύλοι Αγίου Γεωργίου που αποτελεί πραγματικά σημαντικό κομμάτι της βιομηχανικής ιστορίας της χώρας μας και το οποίο πρόκειται να ψηφιοποιηθεί ώστε να είναι προσβάσιμο στο κοινό, αφού ενδιαφέρει μελετητές από πολλούς διαφορετικούς κλάδους.
Συμβόλαια, πρακτικά γενικών συνελεύσεων, τιμολόγια, αρχιτεκτονικά σχέδια, η πρώτη τηλεφωνική γραμμή που δόθηκε στο εργοστάσιο, πώς έγινε ανώνυμη εταιρεία είναι μερικά από τα στοιχεία που πρόκειται μελλοντικά να εκτεθούν σε πλαϊνό χώρο ενώ στα σχέδια υπάρχει και η έκδοση ενός βιβλίου με την ιστορία της αλευροβιομηχανίας.
«Έχει ενδιαφέρον γιατί είμαστε η μοναδική αλευροβιομηχανία που λειτουργεί τόσα χρόνια συνεχόμενα», επεσήμανε η ξεναγός μας. Όπως φαίνεται στο γενεαλογικό δέντρο που υπάρχει στο μουσείο, η ιστορία της ιστορία της οικογενειακής επιχείρησης που διοικείται πλέον από την έβδομη γενιά. ξεκινάει το 1872 όταν ο Ζώης Λούλης εγκαταστάθηκε στην Αετοράχη Ιωαννίνων και κατασκεύασε έναν πετρόμυλο.
Στη συνέχεια, ο γιος του Ιωάννης Λούλης ίδρυσε στα Γιάννενα μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της περιοχής και παράλληλα ανέπτυξε μια σημαντική φιλανθρωπική και κοινωνική δράση. Μετά το θάνατό του, με εντολή του, όλη του η περιουσία περιήλθε στο κληροδότημα Λούλη, το οποίο μέχρι σήμερα συνεχίζει να κρατά ζωντανό το πέρασμα της οικογένειας από τα Γιάννενα διαθέτοντας όλα του τα έσοδα σε κοινωφελή έργα στην ευρύτερη περιοχή.
Το 1912 κατά την οπισθοχώρηση των Τούρκων, η περιουσία της οικογένειας στην Ήπειρο καταστρέφεται και ο Μύλος καίγεται. Όμως νωρίτερα το 1898, ο Χρήστος Λούλης φρόντισε να εγκατασταθεί στον Βόλο (στην ελεύθερη Μαγνησία) και εργάζεται σε έναν υδροκίνητο μύλο. Περίπου 10 χρόνια αργότερα μαζί με τα αδέλφια του Κωνσταντίνο και Νίκο Λούλη, ενοικιάζουν τον μύλο και ξεκινούν τη δική τους επιχειρηματική δραστηριότητα.
Και το 1914 ιδρύουν έναν κυλινδρόμυλο που θα εξελιχθεί στον μεγαλύτερο μύλο της εποχής του στη Θεσσαλία. Μάλιστα, όταν ο μύλος καταστρέφεται το 1926 από πυρκαγιά, στην ίδια θέση θα χτιστεί ένας καινούργιος. Το 1927 ο Μύλος Λούλη μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία. Η εκβιομηχάνιση της Ελλάδας έχει αρχίσει και σε αυτήν συμμετέχουν δυναμικά. Την δεκαετία του 1940 η πορεία ανακόπτεται, όμως μετά την απελευθέρωση ο μύλος ξαναλειτουργεί.
Σταθμοί στην ιστορία της είναι η εισαγωγή, το 1951, της Κυλινδρόμυλος Λούλη ΑΕ στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών όπως και η ανέγερση τον επόμενο χρόνο, του πρώτου σιμιγδαλόμυλου στην Ελλάδα που φέρνει επανάσταση στην μακαρονοποιία αφού επιτρέπει πλέον και στη χώρα μας την παραγωγή ελληνικών ζυμαρικών από σιμιγδάλι. Εντωμεταξύ ο εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων συνεχίζεται.
Σήμερα στην υπερσύγχρονη Βιομηχανική Μονάδα Σούρπης παράγονται 1400 τόνοι αλεύρων το 24ωρο, ενώ επιπλέον λειτουργούν παραδοσιακός πετρόμυλος αλλά και πρότυπος βιολογικός μύλος. Ακόμη, μέσω του Χρηματιστηρίου, το 1999 η εταιρεία εξαγόρασε τους Μύλους Αγίου Γεωργίου ΑΕ με αποτέλεσμα τη δημιουργία της μεγαλύτερης ελληνικής αλευροβιομηχανίας με γερές ρίζες στις βαλκανικές χώρες, αφού πλέον διαθέτει 7 μονάδες σε 4 χώρες (Αλβανία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία) που παράγουν δεκάδες συναφή με το αλεύρι, προϊόντα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News