Η Βαρκελώνη είναι μια πόλη που αγαπώ πολύ· για το Μπάριο Γκότικο, τον λαβύρινθο της γοτθικής συνοικίας πίσω από τη Ράμπλα, για την ίδια την πολύβουη Ράμπλα και για την Μποκερία βεβαίως (κι ας τη «θάβουν» οι περισσότεροι ως άκρως τουριστική), αλλά και για την υπέροχη αρχιτεκτονική της. Είναι το μέρος που περπατάω πάντα με το κεφάλι ψηλά για να θαυμάζω τις προσόψεις και τα μπαλκόνια των κτιρίων, και αν με ρωτούσες παλιότερα, άνετα θα τη διάλεγα για να ζήσω· είναι μια πόλη της Ευρώπης, όπου η ώθηση για καταναλωτική μανία δεν σου χτυπάει στο μάτι, όπως αλλού ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Την αρχιτεκτονική της θα την έβαζα πάνω από όλα, αν και θα συμφωνήσω με τον αφορισμό του Αντονι Πέρεγκριν, που γράφει στην Telegraph ότι στη Βαρκελώνη θα δεις τον πιο άσχημο καθεδρικό ναό του κόσμου· όπως τα λέει είναι: η Σαγράδα Φαμίλια -το πιο διάσημο αξιοθέατο της πόλης και ένα από τα πιο περίπλοκα αρχιτεκτονικά έργα στον κόσμο, που τελειωμό δεν έχει εδώ και 140 χρόνια από τότε δηλαδή που την οραματίστηκε ο σπουδαίος Άντονι Γκαουντί- μοιάζει μεν με κανονική εκκλησία αλλά από κερί που λιώνει… Ωστόσο η ύπαρξή της δεν θα με αποθάρρυνε -όσο άσχημη κι αν είναι, έχει μεγάλο ενδιαφέρον-, όπως ούτε και το κίνημα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας.
Αυτό που με αποκαρδιώνει, όμως, είναι ότι πλέον οι μοναχικοί πελάτες, ντόπιοι και ξένοι δεν έχουν θέση στα εστιατόρια της καταλανικής πρωτεύουσας· από κει που αντιμετώπιζαν την ψυχρή υποδοχή των σερβιτόρων, τώρα πια, όπως αναφέρουν ρεπορτάζ στον ισπανικό Τύπο, οι εστιάτορες της Βαρκελώνης απαγορεύουν ξεκάθαρα τα σόλο γεύματα σε εστιατόρια και τάπας μπαρ, ειδικά στο τουριστικό κέντρο της πόλης. Ο λόγος; Μα τι άλλο, το χρήμα. Γιατί προφανώς άλλο έσοδο θα αποφέρει ένα τραπέζι (ενίοτε, μάλιστα, πανάκριβο τραπέζι «φιλέτο» σε μπαλκόνια με θέα) κατειλημμένο από μοναχικό πελάτη και άλλο αν φιλοξενήσει μια τετραμελή οικογένεια.
Με λίγα λόγια σε μια πόλη με δεκάδες μισελενάτα εστιατόρια, γνωστή για την ακριβή της εστίαση και πρωτοπόρο στα φιούζιον, τους αφρούς και τις σφαιροποιήσεις -θυμίζω δικός της ήταν ο μάγειρας που άλλαξε το fine dining σε ολόκληρο τον πλανήτη-, ακόμη κι αν έχεις τα απαραίτητα χρήματα για να πληρώσεις ένα ακριβό δείπνο, δεκτή/ δεκτός δεν γίνεσαι αν είσαι σόλο. Αντίθετα σε άλλα μέρη οι εστιάτορες θα σε καλωσόριζαν.
Μπορεί παλιότερα οι μοναχικοί πελάτες να προκαλούσαν βλέμματα συμπόνιας και σκέψεις του τύπου «Ο καημένος! Γιατί άραγε να τρώει μόνος του…» (πόσο μάλλον αν επρόκειτο για καημένη…). Οχι πια. Το μοναχικό δείπνο δεν αποτελεί πλέον προκατάληψη, αντίθετα είναι cool. Οπως δείχνει μια έκθεση στο Ηνωμένο βασίλειο, βασισμένη σε συζητήσεις ομάδων εστίασης και σε μια έρευνα με τη συμμετοχή 2.000 ατόμων, το 78% των ανθρώπων πιστεύει ότι το να τρωει κανείς μόνος είναι πιο αποδεκτό κοινωνικά από ό,τι πριν από πέντε χρόνια. Επιπλέον, πάνω από το ένα τέταρτο των Βρετανών το είχαν κάνει τον τελευταίο χρόνο, και το 21% το έκανε ενεργά επιδιώκοντας μόνο ποιοτικό χρόνο.
Το Open Table, διαδικτυακή υπηρεσία κρατήσεων εστιατορίων, ανέφερε, ακόμη, ότι μεταξύ των ετών 2014 και 2018, οι κρατήσεις «τραπεζιού για έναν» αυξήθηκαν κατά 160%.
Σε ορισμένα μέρη του κόσμου, εξάλλου, το σόλο δείπνο είναι της μόδας. Οι Νοτιοκορεάτες έχουν βρει ένα ειδικό όνομα για τη νέα τάση, την έχουν βαφτίσει Honbap, γράφει το Food52. Και στο Instagram, μέσα σε έναν χρόνο υπάρχουν περισσότερες από 29.300 αναρτήσεις με το hashtag #solodining.
Στο λονδρέζικο «Hotel Café Royal», συχνά, τα μισά τραπέζια είναι κατειλημμένα από πελάτες που τρώνε μόνοι τους. Στη Νέα Υόρκη το «Dirt Candy» (το ένα από τα δύο χορτοφαγικά εστιατόρια της πόλης με αστέρι Michelin) ευνοεί το μοναχικό δείπνο. Μάλιστα, εδώ και 15 χρόνια η Αμάντα Κοέν, σεφ και πατρόν του «Dirt Candy», τιμά στο εστιατόριό της τους μοναχικούς πελάτες με την «Solo Diner’s Week», και ένα προκαθορισμένο χορτοφαγικό μενού για την εβδομάδα της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου (την οποία η ίδια μισεί). Γιατί όπως λέει στο Eater, «δεν πρέπει να τιμωρούνται» οι άνθρωποι, που δειπνούν μόνοι.
Γεγονός είναι, ακόμη, ότι σε όλο τον κόσμο –προφανώς παντού αλλού εκτός από τη Βαρκελώνη– οι εστιάτορες θυμούνται τα χρόνια της Covid, όταν κανείς δεν εμφανιζόταν στην πόρτα τους. Αυτοί οι άνθρωποι αγωνίστηκαν –κάποιοι μάλιστα αναγκάστηκαν να κλείσουν για πάντα την επιχείρησή τους- και πολλοί εξακολουθούν να παλεύουν, καθώς ο πληθωρισμός, η άνοδος των επιτοκίων και η έλλειψη προσωπικού δεν τους βοηθούν να ορθοποδήσουν. Το να τρως έξω είναι «φιλανθρωπικό έργο υπέρ των αναξιοπαθούντων ανθρώπων της εστίασης», γράφει ο Πέρεγκριν στην Telegraph. Και εκείνοι αντίστοιχα οφείλουν να είναι χαρούμενοι, όταν μπαίνουν στο μαγαζί τους πελάτες, ανεξάρτητα από το αν είναι μόνοι ή συνοδευόμενοι.
Το να τρως μόνη / μόνος, εξάλλου, είναι μια μοναδική ιεροτελεστία, αφού καμιά συζήτηση περί ανέμων ή υδάτων δεν σε αποσπά από την απόλαυση του φαγητού, κάτι ανάλογο δηλαδή με το να πηγαίνεις χωρίς συνοδεία στο σινεμά ή στο θέατρο.
Κατ’ αρχάς μπορείς να παρατηρήσεις ελεύθερα τους άλλους πελάτες και να κάνεις υποθέσεις για την προέλευσή τους. Εχοντας προχωρήσει πολύ την έρευνά του, ο Περεγκρίν λέει ότι υπάρχει ένας εμπειρικός κανόνας: όσοι μελετούν το μενού σαν να διαβάζουν τα θέματα των εξετάσεων είναι Γάλλοι· αυτοί που θέλουν απελπισμένα να διασκεδάσουν αλλά δεν είναι σίγουροι αν τους επιτρέπεται είναι Βρετανοί· αν στο τραπέζι τους υπάρχει ήδη ένα δεύτερο μπουκάλι κρασί πριν καν παραγγείλουν φαγητό είναι Γερμανοί (σόρι ντίαρ μίστερ Πέρεγκριν, σύμφωνα με τις δικές μου παρατηρήσεις, αυτοί είναι Βρετανοί)· και οι δύο φίλοι, που πίνουν ένα μπουκάλι κονιάκ με τα ψαρικά τους, είναι Ιάπωνες…
Υπάρχουν, όμως, και άλλες χαρές. Σόλο δείπνο, σημαίνει αυτόματα ότι κανείς δεν θα σε κρίνει αν πιεις και ένα τέταρτο ποτήρι κρασί ούτε θα σου υπενθυμίσει ότι η μπριζολάρα (ειδικής κοπής κλπ) που έχεις μπροστά σου είναι κίνδυνος θάνατος τόσο για σένα (ας όψεται η χοληστερίνη) όσο και για τον πλανήτη εξ αιτίας των εκπομπών μεθανίου των βοοειδών.
Ωστόσο η αληθινή κορυφαία απόλαυση, όταν τρώει κανείς μόνος του, είναι η ευκαιρία να διαβάζει ταυτόχρονα: την εφημερίδα του (ή τον τουριστικό οδηγό της περιοχής) μαζί με το πρωινό στη σάλα του ξενοδοχείου ή σε ένα ωραίο καφέ, ή απλά το αστυνομικό του σε ένα μοναχικό τραπέζι δίπλα στο κύμα ξεκοκκαλίζοντας ένα θεσπέσιο ψάρι, κάτι αναμφίβολα προσβλητικό αν συνοδεύεται (εκτός κι αν το πράγμα έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων).
Το διάβασμα βιβλίου, βέβαια, δεν πολυσυνηθίζεται στην εποχή μας και είναι κρίμα· νεότεροι και μεγαλύτεροι προτιμούν, μόνοι ή με παρέα, να σερφάρουν στο κινητό τους, αλλά αυτό δεν έχει καμιά ουσία, χαμένος χρόνος είναι δυστυχώς.
Εχει, όμως, δυσκολία το να κρατάς το βιβλίο ενώ τρως, και θέλει μεγάλη δεξιοτεχνία να κρατάς το πιρούνι με το δεξί και το βιβλίο με το αριστερό ή ανάποδα. Το βρίσκετε αποτρεπτικό; Κανένα πρόβλημα. Η τεχνολογία το έχει λύσει και αυτό, απλά φτηνά και εύκολα. Γκουγκλάρεις «αναλόγιο βιβλίου» ή «βάση ανάγνωσης» και βρίσκεις αυτό που θέλεις. (Πλαστικό κατά προτίμηση γιατί τα ξύλινα είναι πιο ογκώδη). Σε συνδυασμό δε με έναν φακό βιβλίου είναι τα τέλεια αξεσουάρ ανάγνωσης. Και όλοι θα σας κοιτάζουν με ζήλεια ή θαυμασμό, όπως το πάρει κανείς, ειδικά εκείνοι που αναγκάζονται να μοιράζονται την απόλαυση του φαγητού με θανάσιμα βαρετούς συντρόφους.
Αν πάλι βρεθείτε μόνοι στη Βαρκελώνη, δεν χρειάζεται να υποστείτε το βλοσυρό βλέμμα αρνητών του μοναχικού γεύματος. Στη Μποκερία και σε άλλες συνοικιακές αγορές, στις οποίες προτιμούν να ψωνίζουν οι ντόπιοι, θα βρείτε εξαιρετικές λιχουδιές για ένα πικ νικ στον λόφο του Μοντζουίκ με ολόκληρη την πόλη απλωμένη στα πόδια σας και το βλέμμα σας να φθάνει μέχρι τη θάλασσα. Και εκεί, πιστέψτε με, δεν χρειάζεται καν βιβλίο για συντροφιά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News