Στο τελευταίο επεισόδιο της υπέροχης σειράς «Ενας Τζέντλεμαν στη Μόσχα», που προβάλλεται στην πλατφόρμα της Cosmote TV, μια νεαρή πιανίστρια καταφέρνει να δραπετεύσει ενώ βρίσκεται σε περιοδεία στο Παρίσι. Η Σοφία, την οποία μεγαλώνει σαν κόρη του ο καταδικασμένος σε εγκλεισμό στο κοσμοπολίτικο ξενοδοχείο «Μετροπόλ» της Μόσχας κόμης Ροστόφ, καταφεύγει στην αμερικανική πρεσβεία και από εκεί θα βρεθεί στις ΗΠΑ, όπου θα κάνει μεγάλη καριέρα.
Αυτά συμβαίνουν στη σειρά και στο ομώνυμο βιβλίο του Βοστωνέζου Εϊμορ Τόουλς, στις σελίδες του οποίου παρουσιάζεται με έναν εξαιρετικά ευφάνταστο τρόπο η ρωσική ιστορία του περασμένου αιώνα. Στην πραγματική ζωή, ωστόσο, ακριβώς 50 χρόνια πριν, ένας μεγάλος ρώσος καλλιτέχνης θα αυτομολούσε από τη Σοβιετική Ενωση ενώ βρισκόταν σε περιοδεία με τα μπαλέτα Μπολσόι στον Καναδά, χορογραφώντας την αποστασία του.
Στα 26 του, ο ρωσολετονός χορευτής, χορογράφος και ηθοποιός Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ ήταν ένα από τα πιο λαμπερά αστέρια των ρωσικών μπαλέτων και ποθούσε να κάνει καριέρα στη Δύση.
Η απόδραση από το κατάμεστο θέατρο
Το βράδυ της 29ης Ιουνίου 1974, λοιπόν, μετά την τελευταία παράσταση των Μπολσόι στο O’Keefe Centre (το σημερινό Meridian Hall) του Τορόντο, ο Μπαρίσνικοφ βγήκε από την πόρτα της σκηνής, προσπέρασε ένα πλήθος θαυμαστών και άρχισε να τρέχει, ενώ εκείνοι έτρεχαν πίσω του ζητώντας του αυτόγραφα. Εκείνη τη βροχερή νύχτα θα κατάφερνε να ξεφύγει από τους πράκτορες της KGB και να συναντήσει μια ομάδα καναδών και αμερικανών φίλων που τον περίμεναν σε ένα αυτοκίνητο λίγα τετράγωνα πιο πέρα.
«Ψιλόβρεχε και ήταν σαν σκηνικό φιλμ νουάρ» θυμάται ο Μπαρίσνικοφ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Toronto Star, «Υπέγραψα μερικά αυτόγραφα και άρχισα να περπατάω προς την κατεύθυνση που μου είχαν πει να πάω». Οταν οι θαυμαστές του τον ακολούθησαν, ο χορευτής άρχισε να τρέχει. «Ευτυχώς, τα πόδια μου δεν με πρόδωσαν. Εφτασα στο αυτοκίνητο. Ανοιξα την πόρτα και είδα ένα φιλικό πρόσωπο» είπε. «Κατάλαβα ότι ήταν η αρχή μιας νέας ζωής».
Σε συνέντευξή του στους New York Times με αφορμή τα 50 χρόνια από την απόδρασή του στη Δύση, ο κορυφαίος χορευτής θυμάται πως όταν είδε μερικά πολύ φιλικά του πρόσωπα στο αυτοκίνητο ένιωσε άνεση και ασφάλεια. «Αλλά ένιωσα επίσης φόβο ότι μπορεί να εξελιχθεί διαφορετικά, ότι ανά πάσα στιγμή το σχέδιο θα κατέρρεε και θα γινόταν σαν μια κακή αστυνομική ταινία. Ξεκινούσα μια νέα ζωή, κάτι εντελώς άγνωστο, και ήταν δική μου απόφαση και ευθύνη. Ηταν καιρός να μεγαλώσω» λέει στον Χαβιέ Σ. Ερνάντεζ.
Ο Μιχαήλ Νικολάιεβιτς Μπαρίσνικοφ γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1948 στη σοβιετική Ρίγα της Λετονίας και το 1964, στα 16 του, μετακόμισε στο Λένινγκραντ, τη σημερινή Αγία Πετρούπολη, για να σπουδάσει με τον διάσημο δάσκαλο Αλεξάντερ Πούσκιν. Τα παιδικά του χρόνια ήταν «όχι ευχάριστα», όπως τα έχει περιγράψει ευγενικά, καθώς υπέφερε από την αυταρχική συμπεριφορά του στρατιωτικού πατέρα του, από τον οποίο σύντομα θα αποξενωνόταν.
Ωστόσο, η πειθαρχία που του επέβαλε ο ρώσος συνταγματάρχης θα τον βοηθούσε να προσαρμοστεί εύκολα στις απαιτήσεις του χορού. Σε ηλικία 19 ετών έγινε δεκτός στα Μπαλέτα Κίροφ, γνωστά πλέον ως Μπαλέτα Μαριίνσκι, και γρήγορα θα γινόταν σταρ του ρωσικού μπαλέτου.
Αφού κρύφτηκε για ένα διάστημα στον Καναδά, ο Μπαρίσνικοφ μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και εντάχθηκε στο American Ballet Theatre (το οποίο αργότερα θα διηύθυνε) και στη συνέχεια στο New York City Ballet. Ηταν ο κορυφαίος χορευτής των δεκαετιών του 1970 και 1980, βοηθώντας με τη λάμψη του το μπαλέτο να ανεβεί στην ποπ κουλτούρα. Εργάστηκε επίσης ως ηθοποιός.
Χάρη στην ερμηνεία του στην ταινία «Η Κρίσιμη Καμπή» («The Turning Point», 1977) κέρδισε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου και για Χρυσή Σφαίρα, ενώ γνωστός υπήρξε και ο ρόλος του ως Αλεξάντερ Πετρόφσκι, συντρόφου της Κάρι Μπράντσοου (Σάρα Τζέσικα Πάρκερ), στην τηλεοπτική σειρά «Sex and the City». Πρωταγωνίστησε επίσης στο δραματικό κινηματογραφικό μιούζικαλ «Λευκές Νύχτες» («1985), μαζί με τους Γκρέγκορυ Χάινς, Γέρζι Σκολιμόφσκι, Ελεν Μίρεν και Ιζαμπέλα Ροσελίνι.
Το 2005, ο μεγαλύτερος εν ζωή χορευτής του 20ού αιώνα ίδρυσε στο Μανχάταν το Baryshnikov Arts Center (BAC), το οποίο παρουσιάζει χορό, μουσική και άλλα καλλιτεχνικά προγράμματα.
Στη συνέντευξή του στους New York Times ο Μπαρίσνικοφ –Μίσα για τους θαυμαστές του– παραδέχεται: «Η αποστασία μου ήταν μεν μια πολιτική απόφαση, ήθελα όμως πολύ να γίνω καλλιτέχνης και κύριο μέλημά μου ήταν ο χορός. Ημουν 26. Είναι η μέση ηλικία για έναν κλασικό χορευτή. Ηθελα να μάθω από Δυτικούς χορογράφους. Και ο χρόνος τελείωνε».
Ο αμερικανός δημοσιογράφος τον ρωτάει αν ανησύχησε μήπως η απόδρασή του στη Δύση θα έθετε σε κίνδυνο τον πατέρα του, ο οποίος ήταν στρατιωτικός στη Ρίγα και δίδασκε στρατιωτική τοπογραφία στην Ακαδημία της Πολεμικής Αεροπορίας. «Ηξερα ότι η KGB θα τον ρωτούσε αν είχε ανακατευτεί και αν θα μου έγραφε ένα γράμμα ή κάτι τέτοιο. Δεν έκανε τίποτα. Πρέπει να πω “Ευχαριστώ, μπαμπά. Ευχαριστώ που δεν λύγισες”» απαντά, προσθέτοντας ότι ο πατέρας του αρνήθηκε να του γράψει ζητώντας του να επιστρέψει.
Ο ίδιος του έστειλε δύο ή τρία γράμματα όπου του έγραφε: «Μην ανησυχείς για μένα, είμαι καλά, ελπίζω να είναι όλοι υγιείς στο σπίτι». Δεν του απάντησε ποτέ. Πέθανε το 1980.
«Φθάνοντας στη Δύση», λέει, «ένιωσα μια τεράστια αίσθηση ελευθερίας. Οταν δεν σε εξουσιάζουν, αρχίζεις να έχεις τρελές ιδέες για τον εαυτό σου: “Ω, είμαι σαν τον Ταρζάν στη ζούγκλα τώρα”. Αρκετά όμως. Είπα στον εαυτό μου: “Πρέπει να ενηλικιωθείς. Πρέπει να κάνεις κάτι σοβαρό”. Ηξερα ότι μπορούσα να χορέψω και είχα ήδη κάποιο ρεπερτόριο στις αποσκευές μου».
Χορεύει ακόμα; «Ο χορός είναι ίσως μια δυνατή λέξη, και οι σκηνοθέτες του θεάτρου μερικές φορές ρωτούν: “Νιώθεις άνετα αν σου ζητήσω να κινηθείς;” Απολύτως, λέω. Το καλωσορίζω. Αλλά δεν μου λείπει το να είμαι στη σκηνή με το κοστούμι του χορευτή» απαντά.
Αν και για μεγάλο μέρος της καριέρας του έχει αποφύγει την πολιτική, τα τελευταία χρόνια ο Μπαρίσνικοφ, ο οποίος έχει αμερικανική και λετονική υπηκοότητα, δεν διστάζει να εκφράζεται ανοιχτά. Εχει επικρίνει τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ παρομοιάζοντάς τον με τους «επικίνδυνους ολοκληρωτικούς οπορτουνιστές» των νεανικών του χρόνων. Το 2022, δε, με ανοιχτή επιστολή του πήρε θέση κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, κατηγορώντας τον πρόεδρο Πούτιν ότι δημιούργησε έναν «κόσμο φόβου». Ακόμη, έχει ιδρύσει το True Russia, ένα ίδρυμα για την στήριξη ουκρανών προσφύγων.
«Η Ουκρανία είναι φίλη μας»
«Η Ουκρανία είναι μια διαφορετική ιστορία. Η Ουκρανία είναι φίλη μας» λέει στους New York Times. «Χόρεψα ουκρανικούς χορούς, άκουσα ουκρανική μουσική και τραγουδιστές. Γνωρίζω ουκρανικά μπαλέτα όπως το “The Forest Song” και έχω εμφανιστεί στο Κίεβο. Είμαι ειρηνιστής και αντιφασίστας, αυτό είναι σίγουρο. Και γι’ αυτό βρίσκομαι σε αυτή την πλευρά του πολέμου» τονίζει.
Ο Μπαρίσνικοφ γεννήθηκε οκτώ χρόνια μετά την αναγκαστική προσάρτηση της Λετονίας στη Σοβιετική Ενωση. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους Ρώσους που στάλθηκαν στη Ρίγα για να διδάξουν. Πώς επηρεάζει το γεγονός ότι έχει μεγαλώσει εκεί τον τρόπο με τον οποίο βλέπει αυτόν τον πόλεμο; «Πέρασα τα πρώτα 16 χρόνια της ζωής μου στη σοβιετική Λετονία και γνωρίζω την άλλη όψη του νομίσματος. Ημουν ο γιος ενός κατακτητή. Είχα την εμπειρία της ζωής υπό κατοχή. Οι Ρώσοι αντιμετώπισαν τη Λετονία σαν δικό τους έδαφος και δική τους περιοχή, και είπαν ότι η λετονική γλώσσα είναι σκουπίδι» λέει.
«Δεν θέλω ο Πούτιν και ο στρατός του να μπουν στη Ρίγα. Επιτέλους, η Λετονία έχει πραγματική ανεξαρτησία και τα πάει πολύ καλά. Εκεί είναι θαμμένη η μητέρα μου. Οταν πηγαίνω στη Ρίγα νιώθω ότι επιστρέφω στο σπίτι μου».
Αναφερόμενος στον Πούτιν, σημειώνει: «Είναι ένας ιμπεριαλιστής με μια εντελώς παράξενη αίσθηση εξουσίας. Ναι, μιλάει τη γλώσσα της μητέρας μου, όπως τη μιλούσε και εκείνη. Αλλά δεν εκπροσωπεί την αληθινή Ρωσία».
Πόσο άλλαξε από τότε που έφυγε από τη Σοβιετική Ενωση, πριν από 50 χρόνια; «Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος» λέει στους New York Times. «Δεν ξέρω, πραγματικά. Θα ήθελα να συνθέσω μια ωραία πρόταση. Αλλά δεν είναι η ώρα για ωραίες προτάσεις, όταν ένα άτομο όπως ο Αλεξέι Ναβάλνι στάλθηκε στη φυλακή και καταστράφηκε για την έντιμη ζωή του».
Χωρίς επιστροφή
Θα επέστρεφε ποτέ στη Ρωσία; «Οχι, δεν νομίζω», απαντά, «δεν μου περνάει καν από το μυαλό». Γιατί; «Δεν έχω απάντηση». Ονειρεύεται καθόλου τα χρόνια που έζησε εκεί; «Φυσικά» παραδέχεται ο κορυφαίος χορευτής. «Περιστασιακά μιλάω ρωσικά και αρκετά συχνά διαβάζω ρωσική λογοτεχνία. Είναι η γλώσσα της μητέρας μου. Ηταν μια πραγματικά απλή γυναίκα από το Κστόβο, κοντά στον ποταμό Βόλγα. Από εκείνη έμαθα τις πρώτες μου ρωσικές λέξεις. Θυμάμαι τη φωνή της, το συγκεκριμένο είδος μουσικής της περιοχής του Βόλγα. Τους ήχους της. Το “ο” της. Τα φωνήεντά της» λέει.
Αναφερόμενος, τέλος, στη σταρ των Μπολσόι Ολγα Σμίρνοβα, η οποία έχει εγκαταλείψει τη Ρωσία λόγω του πολέμου και χορεύει τώρα με το Εθνικό Μπαλέτο της Ολλανδίας, ο Μπαρίσνικοφ λέει ότι την είδε στη Νέα Υόρκη και μίλησαν μετά την παράσταση: «Είναι μια υπέροχη χορεύτρια, μια υπέροχη γυναίκα και πολύ πολύ πολύ γενναία. Είναι μεγάλη αλλαγή να πηγαίνεις στην Ολλανδία όταν είσαι κορυφαία σολίστ στα Μπολσόι. Κι όμως, ήταν σε εξαιρετική φόρμα και πολύ υπερήφανη για την εμφάνισή της με τη χορευτική ομάδα που την υιοθέτησε. Της εύχομαι καλή επιτυχία» τονίζει.
Του κάνει εντύπωση να βλέπει καλλιτέχνες να εγκαταλείπουν και πάλι τη Ρωσία λόγω ανησυχιών για την πολιτική και την καταστολή; «Υπάρχει μια λέξη στα ρωσικά που αναφέρεται σε πρόσφυγες και σε ανθρώπους που το βάζουν στα πόδια: “bezhentsy”. Ισχύει για όσους τρέχουν για να αποφύγουν τις σφαίρες και τις βόμβες σε αυτόν τον πόλεμο. Υπάρχουν μερικοί Ρώσοι –χορευτές, ίσως και αθλητές– που τρέχουν πιο χαριτωμένα από άλλους. Με τον πολύ μικρό μου τρόπο προσπαθώ να τους στηρίξω. Στο τέλος, όλοι τρέχουμε να ξεφύγουμε από κάποιον» σχολιάζει ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News