Πριν από 50 χρόνια, στις 25 Απριλίου 1974, ένα στρατιωτικό κίνημα στην Πορτογαλία ανέτρεψε το δικτατορικό καθεστώς που κυβερνούσε τη χώρα επί 41 χρόνια. Η Επανάσταση των Γαρυφάλλων, που πήρε την ονομασία της από τα λουλούδια που πρόσφεραν οι άνθρωποι στους στρατιώτες στους δρόμους, οδήγησε τη χώρα στη δημοκρατία και σε μια εποχή τεράστιας κοινωνικής προόδου – κατά την οποία μειώθηκαν, για παράδειγμα, τα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας και αναλφαβητισμού, που ήταν πολύ υψηλά το 1974. Εως το 1986 η Πορτογαλία είχε κάνει αρκετά σημαντικά βήματα προς τα εμπρός, ώστε να μπορέσει να ενταχθεί στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και να είναι σήμερα μέλος της ΕΕ.
«Γεννήθηκα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά ακόμα και για πολλούς της γενιάς μου η 25η Απριλίου είναι μια ιερή επέτειος. Μεγαλώνοντας ως έφηβος με ενδιαφέρον για την πολιτική, προσκολλήθηκα συναισθηματικά σε μια εθνική γιορτή με επίκεντρο τον εορτασμό της πολιτικής ελευθερίας» γράφει σε άρθρο του στον Guardian ο Βισέντσε Βαλεντσίμ, πολιτικός επιστήμονας από την Πορτογαλία.
«Αλλά καθώς η συλλογική μνήμη της δικτατορίας καθίσταται ολοένα πιο μακρινή, η κινητοποιητική δύναμη της δημοκρατίας ως ιδεώδους αρχίζει επίσης να εξασθενεί» προσθέτει, αναφερόμενος στην επιστροφή της Ακροδεξιάς και στη χώρα του.
Λόγω της κληρονομιάς εκείνης της επανάστασης και της πολύ πρόσφατης μνήμης από τον ακροδεξιό αυταρχισμό, πιστευόταν ευρέως ότι η Πορτογαλία δεν θα επηρεαζόταν από την άνοδο ακροδεξιών κομμάτων ανά την Ευρώπη. Ωστόσο, αυτός ο εξαιρετισμός τερματίστηκε το 2019, όταν ένα νέο κόμμα ονόματι Chega κατέστη ο πρώτος ακροδεξιός πολιτικός σχηματισμός που κατάφερε να εισέλθει στο Κοινοβούλιο μετά την επανάσταση του 1974.
Ο αρχηγός του κόμματος, Αντρέ Βεντούρα, τράβηξε την προσοχή των μέσων ενημέρωσης με τις ξενοφοβικές δηλώσεις του για την κοινότητα των Ρομά, μια από τις μειονότητες που υφίστανται τις περισσότερες διακρίσεις στη χώρα. Εκμεταλλευόμενο τη δυσαρέσκεια για τις ατέλειες της δημοκρατίας και τις κυβερνητικές επιδόσεις, καθώς και την αντιπάθεια για τους δικαιούχους επιδομάτων, το Chega κατάφερε να αυξήσει το ποσοστό του από 1,3% το 2019 σε 7,2% το 2022 και σε 18,1% στις γενικές εκλογές του περασμένου Μαρτίου.
«Ως κάποιος που μελετά τη δυναμική που συνήθως οδηγεί στην επιτυχία της Ακροδεξιάς σε άλλες χώρες, μία από τις κύριες απογοητεύσεις μου, δεδομένης της ιστορίας της Πορτογαλίας, ήταν η διαπίστωση ότι πάρα πολλά σχετικά μοτίβα παρατηρήθηκαν και στη χώρα μου» γράφει ο Βισέντσε Βαλεντσίμ στο άρθρο του.
Μετά το τέλος της δικτατορίας, στη δημοκρατική εποχή, το πολιτικό σύστημα της Πορτογαλίας εδραιώθηκε πάνω σε ένα παραδοσιακό δικομματικό μοντέλο: το κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) και το κεντροδεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD) εναλλάσσονταν στην εξουσία, ενίοτε σε συνεργασία με μικρότερα κόμματα, ώστε να εξασφαλίζουν την απόλυτη πλειοψηφία.
Στις πιο πρόσφατες γενικές εκλογές, ωστόσο, η Ακροδεξιά σημείωσε ρεκόρ ψήφων για τρίτο κόμμα, αποτέλεσμα που θέτει εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα των παραδοσιακών προτύπων συνασπισμού. Ο ηγέτης του κεντροδεξιού PSD, Λουίς Μοντενέγκρο, κατά την προεκλογική εκστρατεία απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο εκλογικής συνεργασίας με την Ακροδεξιά, τηρώντας στη συνέχεια τη δέσμευσή του – παρά την ισχνή πλειοψηφία που κατάφερε να εξασφαλίσει.
Ομως, όπως εξηγεί ο πορτογάλος πολιτικός επιστήμονας, αυτός ο αποκλεισμός του Chega στα σενάρια συγκυβέρνησης αφήνει την Κεντροδεξιά με λίγες επιλογές, εφόσον θέλει να συνεχίσει να κυβερνά. «Ο πειρασμός για διαπραγμάτευση με την Ακροδεξιά με στόχο μια πιο σταθερή κυβέρνηση θα καταστεί ισχυρότερος. Σε οποιαδήποτε μελλοντική κούρσα για την ηγεσία, ένας εν δυνάμει διεκδικητής είναι πιθανό να κατηγορήσει την τρέχουσα ηγεσία για έλλειψη πραγματισμού και να πιέσει για μεγαλύτερο άνοιγμα στις διαπραγματεύσεις με την Ακροδεξιά» γράφει ο Βαλεντσίμ στον Guardian.
Μια άλλη δυναμική που συνήθως ακολουθεί την επιτυχία της Aκροδεξιάς, και η οποία επίσης παρατηρείται στην Πορτογαλία, είναι ο τρόπος με τον οποίο προωθείται μια πολιτιστική αντίδραση, καθώς ένα σχετικά υψηλό ποσοστό για ακροδεξιό κόμμα δύναται να συμβάλει στο να καταστούν ακροδεξιές ιδεολογίες και συμπεριφορές πιο αποδεκτές κοινωνικά.
Η χώρα αγωνίζεται εδώ και πολύ καιρό να καταπολεμήσει τον ρατσισμό και να εμπλακεί σε έναν ουσιαστικό εθνικό διάλογο όσον αφορά το αποικιακό παρελθόν της. Διαπιστώθηκε, για παράδειγμα, ότι στα σχολικά εγχειρίδια η Πορτογαλία εξακολουθεί να παρουσιάζεται ως «καλός άποικος». Ωστόσο η σταδιακή ισχυροποίηση του Chega φαίνεται πως συνέβαλε στο να υπάρξει μια ισχυρή αντίσταση στην εξέταση αυτών των ευαίσθητων ζητημάτων, ενώ η αύξηση της δύναμης του κόμματος συνοδεύθηκε από έξαρση εγκλημάτων μίσους εναντίον μειονοτήτων.
Η εμφάνιση ενός σύγχρονου ακροδεξιού κόμματος είχε επίσης ως αποτέλεσμα να στραφούν δεξιότερα αρκετές προσωπικότητες από τις ανώτερες τάξεις του πολιτικού κατεστημένου. Στον απόηχο των εκλογών, για παράδειγμα, μια σειρά από επιφανείς εκπροσώπους της Δεξιάς εξέδωσαν ένα βιβλίο στο οποίο απευθύνουν έκκληση για μια πιο συντηρητική στάση απέναντι σε κοινωνικά και πολιτιστικά ζητήματα.
Το βιβλίο λανσαρίστηκε, μάλιστα, από έναν πρώην πρωθυπουργό του κεντροδεξιού PSD, τον Πέντρο Πάσος Κοέλιο. Παλιαότερα υποστηρικτής του δικαιώματος των γκέι ζευγαριών στην υιοθεσία, πλέον αυτοπαρουσιάζεται ως ένας από τους κύριους χορηγούς ενός μανιφέστου υπέρ της «παραδοσιακής οικογένειας» και κατά της «ιδεολογίας του φύλου».
Ο πορτογάλος ειδικός αναγνωρίζει ότι κάποιοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν πως τέτοιες τάσεις αποτελούν θετικό σημάδι για την υγεία της δημοκρατίας στην Πορτογαλία. Θα μπορούσαν να επισημάνουν, λόγου χάρη, ότι η Ακροδεξιά κινητοποίησε ψηφοφόρους που είχαν αποξενωθεί από την πολιτική και συνέβαλε στην αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στις εκλογές μετά από δεκαετίες διαρκούς αύξησης των ποσοστών αποχής. Θα μπορούσαν επίσης να ισχυριστούν ότι η Ακροδεξιά συνέβαλε στο να επανέλθουν στην πολιτική ατζέντα ζητήματα όπως η διαφθορά, με την οποία η χώρα παλεύει εδώ και χρόνια.
«Αλλά ακόμα και αν τα λαϊκιστικά κόμματα είναι καλά στο να εντοπίζουν δυσαρέσκειες που δημιουργούνται μερικές φορές σε μια δημοκρατία, είναι κακά στο να προτείνουν λύσεις. Η λύση στα ελλείμματα δημοκρατίας πρέπει να βρεθεί στην εδραίωση της δημοκρατίας – όχι στην αποδυνάμωση των δημοκρατικών αξιών μέσω της στοχοποίησης μειονοτήτων ή της απόρριψης πολιτικών ενσωμάτωσης» σημειώνει ο Βισέντσε Βαλεντσίμ.
Στην παρούσα φάση δεν είναι ακόμη σαφές πώς θα ανταποκριθεί η πορτογαλική δημοκρατία στις νέες προκλήσεις που θέτει η άνοδος της Ακροδεξιάς και το τέλος του παραδοσιακού δικομματικού συστήματος. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι η Πορτογαλία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο πολιτικό σταυροδρόμι.
«Το ξεπέρασμα της κοινωνικής και οικονομικής υστέρησης που άφησε πίσω της η δικτατορία και η δημιουργία μιας σταθερής, υγιούς δημοκρατίας ήταν η κύρια πρόκληση για την Πορτογαλία στα πρώτα 50 χρόνια μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων. Μια από τις προκλήσεις της δεύτερης πεντηκονταετίας ίσως να είναι η διατήρηση της μνήμης του αληθινού νοήματος της Επανάστασης» καταλήγει ο πορτογάλος πολιτικός επιστήμονας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News