1406
| CreativeProtagon

Μήπως ο Γκορμπατσόφ έγραψε Ιστορία κατά λάθος;

Protagon Team Protagon Team 1 Σεπτεμβρίου 2022, 21:12
|CreativeProtagon

Μήπως ο Γκορμπατσόφ έγραψε Ιστορία κατά λάθος;

Protagon Team Protagon Team 1 Σεπτεμβρίου 2022, 21:12

«Ολοι οι σοβιετικοί ηγέτες πριν από αυτόν, γνώριζαν ότι έπρεπε να αποστέλλονται τα τανκς από καιρό σε καιρό. Κατά κάποιο τρόπο το μεγαλείο του Γκορμπατσόφ έγκειται στο γεγονός ότι έκανε λάθος», έχει δηλώσει κατά το παρελθόν ο Καρλ Μπιλντ, πρώην πρωθυπουργός της Σουηδίας.

Παρόμοια άποψη εκφέρει και ο Τζορτζ Γουίλ της Washington Post σημειώνοντας πως ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ «κατέστη ήρωας, επισπεύδοντας τη διάλυση του πολιτικού συστήματος που είχε προσπαθήσει να διατηρήσει με μεταρρυθμίσεις. Μνημονεύεται ως οραματιστής επειδή ήταν κοντόθωρος όσον αφορά την ανίατη συστημική ασθένεια του σοσιαλισμού: δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στην πολυπλοκότητα των πληροφοριών που διαδίδονται σε ένα αναπτυγμένο έθνος. Οπως ο Χριστόφορος Κολόμβος, που ανακάλυψε κατά λάθος τον Νέο Κόσμο, ο Γκορμπατσόφ σκόνταψε στο μεγαλείο, παρανοώντας τον προορισμό του», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Στο ίδιο μήκος κύματος, γράφοντας για την κληρονομιά του τελευταίου σοβιετικού ηγέτη την επομένη του θανάτου του, η Αν Απλμπάουμ του The Atlantic υποστηρίζει πως «σχεδόν κανένας στην Ιστορία δεν είχε ποτέ ασκήσει τόσο μεγάλη επίδραση στην εποχή του ενώ κατανοούσε ελάχιστα για αυτήν». 

«Σε τελική ανάλυση η πτώση του Τείχους του Βερολίνου ήταν ένα τυχαίο γεγονός, δεν ήταν κάτι που είχε σχεδιάσει ποτέ ο Γκορμπατσόφ. Δεν είχε στόχο να διαλύσει τη Σοβιετική Ενωση, να τερματίσει την τυραννία της, να προωθήσει την ελευθερία. Κατείχε την εξουσία κατά το τέλος μιας βάναυσης και αιματηρής τυραννίας, αλλά δίχως να είναι αυτός ο σκοπός του», σημειώνει στο άρθρο της η πολωνοαμερικανίδα δημοσιογράφος και (βραβευμένη με Πούλιτζερ για το «Γκουλάγκ: Η αληθινή ιστορία») ιστορικός.  

Οταν ανήλθε στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, τον Μάρτιο του 1985, ο Γκορμπατσόφ εξακολουθούσε να πιστεύει στη δυνατότητα αναμόρφωσης του κομμουνισμού. «Αλλά παρόλο που ήξερε ότι η σοβιετική κοινωνία ήταν στάσιμη και οι σοβιετικοί εργάτες ήταν αντιπαραγωγικοί, δεν είχε ιδέα γιατί. Στην πραγματικότητα, η πρώτη του διαίσθηση δεν ήταν ότι το σύστημα χρειαζόταν δημοκρατία ή ακόμα και ελεύθερες αγορές. Αντιθέτως σκέφτηκε “οι Ρώσοι πίνουν πολύ”. Μόλις δύο μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, περιόρισε την πώληση βότκας, αύξησε την ηλικία κατανάλωσης αλκοόλ και άρχισε να ξεριζώνει αμπέλια», μας πληροφορεί η Απλμπάουμ.  Ωστόσο σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς η τεράστια απώλεια φορολογικών εσόδων από τα κρατικά ταμεία σε συνδυασμό με τις δραματικές ελλείψεις βασικών αγαθών (οι άνθρωποι αγόραζαν ζάχαρη και άλλα προϊόντα για να παρασκευάζουν αλκοόλ στα σπίτια τους) έπληξαν βαριά την ήδη ασθμαίνουσα σοβιετική οικονομία.

Η πραγματική αλλαγή άρχισε να επέρχεται στην ΕΣΣΔ μετά το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ, τον Απρίλιο του 1986. Το μέγεθος της καταστροφής ήταν τόσο μεγάλο που «ο Γκορμπατσόφ πείστηκε, τελικά, ότι το πρόβλημα της χώρας του δεν ήταν το αλκοόλ αλλά η μανία της με τη μυστικότητα». Η απάντηση του σε πολιτικό επίπεδο ήταν η «Γκλάσνοστ» (διαφάνεια) η οποία αρχικά αποσκοπούσε, όπως και η εκστρατεία κατά του αλκοόλ, στην αύξηση της αποδοτικότητας. Ο Γκορμπατσόφ πίστευε πως ο ανοιχτός διάλογος για τα προβλήματα της ΕΣΣΔ, «θα ενδυνάμωνε τον κομμουνισμό. Οι διευθυντές και οι εργαζόμενοι θα μιλούσαν για το τι πάει στραβά στα εργοστάσια και στους χώρους εργασίας τους, θα έβρισκαν λύσεις, θα διόρθωναν το πρόβλημα», εξηγεί η Απλμπάουμ.

Οταν, όμως, η «Γκλάσνοστ» κατέστη επίσημη πολιτική, από την ημέρα που οι Σοβιετικοί είχαν τη δυνατότητα να μιλούν ελεύθερα για οτιδήποτε, «η αποδοτικότητα δεν ήταν η πρώτη τους επιλογή» ενώ ούτε για τη διάσωση του σοσιαλισμού ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα. Αντιθέτως άρχισαν να συζητούν «για το παρελθόν, για την ιστορία των μαζικών συλλήψεων και των μαζικών δολοφονιών, για τα Γκουλάγκ και τις σοβιετικές πολιτικές φυλακές».

Μόλις οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν ελεύθερα και οι δημοσιογράφοι να ασκούν απρόσκοπτα το λειτούργημά τους, καταγγέλλοντας ανοιχτά τη διαφθορά και την κακοδιαχείρηση, άρχισαν και οι εκκλήσεις για τη δημιουργία μιας «διαφορετικής, πιο δημοκρατικής, πιο νομοταγούς κοινωνίας». Την ίδια ώρα οικονομολόγοι επιχειρηματολογούσαν υπέρ του τέλους του κεντρικού σχεδιασμού ενώ Πολωνοί, Τσέχοι, Ανατολικογερμανοί, Ουκρανοί, Γεωργιανοί και άλλοι λαοί που ανήκαν τότε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας ή και στην ΕΣΣΔ άρχισαν όλοι να μιλάνε για το τέλος της σοβιετικής αυτοκρατορίας. 

Ενώπιον αυτής της πρωτοφανούς κατάστασης ο Γκορμπατσόφ «έδειχνε σαστισμένος», σύμφωνα με την Απλμπάουμ, αλλά το γεγονός δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. «Εχοντας περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του στην κορυφή της σοβιετικής νομενκλατούρας, δεν κατανόησε ποτέ το βάθος του κυνισμού στη χώρα του ή το βάθος του θυμού στα κατεχόμενα δορυφορικά σοβιετικά κράτη, οι περισσότεροι κάτοικοι των οποίων απέρριπταν ακόμη και τον αναμορφωμένο κομμουνισμό της νιότης του: δεν ήθελαν την Ανοιξη της Πράγας. ήθελαν να ενταχθούν στη Δυτική Ευρώπη. Ποτέ δεν συνειδητοποίησε το βάθος της σαπίλας στις σοβιετικές γραφειοκρατίες ή τον αμοραλισμό των γραφειοκρατών. Στο τέλος κατέληξε να τρέχει για να προλάβει την ιστορία, αντί να τη γράφει ο ίδιος», εξηγεί η αρθρογράφος του The Atlantic.

Επειδή δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, ο Γκορμπατσόφ δεν προετοίμασε τους συμπατριώτες του για μεγάλες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Δεν συνέβαλε στο σχεδιασμό δημοκρατικών θεσμών, ούτε έθεσε τις βάσεις για μια ομαλή οικονομική μεταρρύθμιση. Διέλυσε το παλιό σύστημα, δίχως, ωστόσο, να το αντικαταστήσει με κάποιο άλλο, γεγονός που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν διάφορες μαφίες. Ομως η πιο σοβαρή παράλειψη του Γκορμπατσόφ ήταν, σύμφωνα με την Απλμπάουμ, ότι «δεν είπε στους Ρώσους ότι η αυτοκρατορία τους ήταν καταπιεστική και μισητή σε πολλούς από τους μη ρώσους υπηκόους της και πως η διάλυσή της αποτελούσε μια τεράστια επέκταση της ανθρώπινης ελευθερίας».   

Συγχρόνως, όμως, είναι αλήθεια πως οι πιο ριζοσπαστικές από τις πράξεις του Γκορμπατσόφ ήταν όλες όσες δεν έκανε. Δεν διέταξε τους Ανατολικογερμανούς να βάλλουν εναντίον ανθρώπων που περνούσαν το Τείχος. Δεν πρόσφερε στους πολωνούς κομμουνιστές οικονομική στήριξη καθώς η οικονομία τους κατέρρευσε. Δεν κήρυξε έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας για να αποτρέψει την απόσχιση των κρατών της Βαλτικής, ή για να εμποδίσει τους Ουκρανούς να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία τους ή την ίδια τη Ρωσία να εκλέξει τη δική της ηγεσία. Προέβη σε κάποιες αντιδραστικές κινήσεις, επιδιώκοντας να επιβραδύνει τις όποιες εξελίξεις, με ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους (στο Βίνιους και στην Τιφλίδα) αλλά ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, επέλεξε, τελικά, να μην καταφύγει στη μαζική βία για να κρατήσει την αυτοκρατορία του ενωμένη ή για να παραμείνει ο ίδιος στην εξουσία.

«Η αδράνεια του Γκορμπατσόφ προσέφερε στον κόσμο 30 χρόνια ανακούφισης από την πυρηνική αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου, τριάντα χρόνια καιρό για την εφαρμογή ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων σε ορισμένα μέρη της πρώην αυτοκρατορίας του. Παρόλο που καμία από τις δυνάμεις που έθεσε κατά λάθος σε κίνηση δεν απέτρεψε τη Ρωσία από το να καταστεί εκ νέου τυραννία, το τέλος του σοβιετικού κομμουνισμού θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο αιματηρό, πολύ πιο βίαιο και πολύ πιο παρόμοιο με τον τρέχοντα πόλεμο στην Ουκρανία», καταλήγει η Αν Απλμπάουμ.

«Είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι η ισχύς και η απειλή της βίας δεν μπορούν πλέον να είναι και δεν πρέπει να είναι εργαλεία εξωτερικής πολιτικής», είχε υποστηρίξει ο ίδιος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τον Δεκέμβριο του 1988 στα Ηνωμένα Εθνη, υπενθυμίζει σε κείμενό του ο Ρότζερ Κόεν των New York Times, αναγνωρίζοντας και αυτός πως το πιο σημαντικό από όλα όσα έκανε και δεν έκανε ο Γκορμπατσόφ ήταν το ότι απέρριψε τη μαζική βία.  

«Το ότι η Πολωνία διεξήγαγε τις πρώτες ελεύθερες εκλογές από το 1945 το καλοκαίρι του 1989, το ότι στην Τσεχοσλοβακία σημειώθηκε μια “βελούδινη” και όχι μια βίαιη επανάσταση αργότερα την ίδια χρονιά, το ότι το Τείχος του Βερολίνου έπεσε αναίμακτα την 9η Νοεμβρίου το 1989 και μισό εκατομμύριο σοβιετικοί στρατιώτες επέστρεψαν στην πατρίδα τους δίχως να ρίξουν έναν πυροβολισμό, οφείλονται στο ότι ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ γύρισε την πλάτη του στη χρήση βίας», γράφει ο επιφανής αρθρογράφος των New York Times.

Στην ίδια ομιλία του τον Δεκέμβριο 1988 στα Ηνωμένα Εθνη, ο Γκορμπατσόφ υποστήριξε και κάτι άλλο, αδιανόητο έως τότε για έναν σοβιετικό ηγέτη: «Φυσικά, απέχουμε πολύ από το να ισχυριζόμαστε ότι κατέχουμε την απόλυτη  αλήθεια», είχε πει. «Οχι μόνο ο Γκορμπατσόφ απαρνήθηκε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τη βία, απαρνήθηκε και το αλάθητο του κομμουνιστικού δόγματος, την πεποίθηση ότι το σοβιετικό κράτος είχε το μονοπώλιο της αλήθειας και μπορούσε να δημιουργήσει έναν εργατικό παράδεισο, με τα όπλα και τα γκουλάγκ, εάν χρειαζόταν», συνοψίζει ο Κόεν.

«Αυτή ήταν η διπλή απάρνηση του Γκορμπατσόφ και φυσικά αυτό που κάνει σήμερα ο Πούτιν είναι ακριβώς το αντίθετο. Ο Γκορμπατσόφ πυροδότησε κάτι που δεν μπορούσε να ελέγξει. Εγραψε Ιστορία, αλλά δεν ήξερε τι Ιστορία έγραφε», σημείωσε ο Ζακ Ρούπνικ, ένας γάλλος πολιτικός επιστήμονας με ειδίκευση στην κεντρική Ευρώπη, συνομιλώντας με τον αμερικανό δημοσιογράφο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...