«Είμαι από τις επτά το πρωί στο τιμόνι και μέχρι τώρα έχω βγάλει 32 ευρώ. Θα πρέπει να κάτσω στο τιμόνι τουλάχιστον μέχρι τις επτά με οκτώ το βράδυ για να πάω μεροκάματο στα παιδιά μου», μου έλεγε ο Κώστας, ο ταξιτζής
Η ώρα που έτυχε να μπω στο ταξί του, ένα Skoda Octavia, ήταν περίπου δύο το μεσημέρι. Αρα βρισκόταν ήδη επτά ώρες στο τιμόνι. Και είχε μέλλον ακόμα.
Ο «ταρίφας», παραδοσιακά, είναι μια αντιπαθητική φυλή των ελληνικών δρόμων. Δεν χρειάζεται εξήγηση. Τις τελευταίες δεκαετίες έσκαψε μόνη τον λάκκο της.
Η σημειολογία του «ταρίφα» που έχουμε στο πίσω μέρος του κρανίου μας; Τρίτης κατηγορίας μαγκιά, απουσία κυκλοφοριακής αγωγής, στοιβαγμένο κόσμο σε διπλές και τριπλές κούρσες, το μπεγλέρι στο δεξί σαν κόσμημα, το τσιγάρο να έχει φλομώσει τη νοσηρή καμπίνα, το μπράτσο αριστερά μαυρισμένο και κρυφά «μηχανάκια» να κλέβουν τον ανυποψίαστο. Ολα τα κόπι-ράιτ του ερασιτεχνισμού για πάρτη του.
Είναι αλήθεια πως οι φυλές δύσκολα αλλάζουν. Απαιτεί ένα πολιτισμικό ή, έστω, οικονομικό σοκ για να μεταλλαχθούν. Εχω, όμως, την εντύπωση πως ο κλασικός έλληνας «ταρίφας» το σοκ το ζει. Εδώ και λίγα χρόνια. Ο οδηγός που βρίσκεται στο τιμόνι μού περιγράφει ότι είχε αγοράσει κάποτε την άδεια για 220.000 ευρώ, ότι δανείστηκε από ζωντανούς, θείους, πεθαμένους και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και πως χρόνια τώρα ξεπληρώνει αργόσυρτα το «πακέτο».
«Κάποιοι αγόρασαν άδειες με 40-45.000 ευρώ πριν μερικά χρόνια» συνεχίζει ο Κώστας. «Παίρνεις και ένα Skoda Octavia (σ.σ.: που έχει βγει χρυσό αβγό στην ελληνική αγορά) και βγαίνεις στον “πόλεμο”» περιγράφει λαλίστατος όσο βγαίνουμε στην πηγμένη παραλιακή. Δεν «λέει» η παραλιακή το καλοκαίρι. Κόλαση. Ποιος Δάντης; Δεν εννοώ τον συνθέτη.
Η δουλειά έχει και τα καλά της. Δεν έχεις αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου, αλλάζεις παραστάσεις αντί να είσαι τρόφιμος σε ένα γραφείο με πέντε μαλάκες γύρω σου που δεν χωνεύεις και δεν σε χωνεύουν, ενώ, ακόμα κι αν δεν έχεις ούτε ένα ευρώ στην τσέπη, θα γυρίσεις σπίτι με ένα σαραντάρι καθαρό. Στη χειρότερη.
Φυσικά, τα λεφτά που έβγαζαν κάποτε οι ταξιτζήδες απλώς δεν υπάρχουν πια. Η κρίση, η επέκταση του μετρό και ο υπερπληθυσμός του ίδιου του επαγγέλματος έσφιξαν τα κίτρινα ζωνάρια. Αλλά έτσι είναι πλέον για τους περισσότερους.
Και κάπου εκεί, τσουπ, έρχεται και η εκδίκηση των «γιωταχήδων». Η πρώτη αίσθηση, λοιπόν, εκ μέρους των απλών επιβατών ή οδηγών που μοιράζονται τον δρόμο, ίσως να εμπεριέχει και μια κοινωνική χαιρεκακία. «Μωρέ, καλά να πάθουν οι κωλοταρίφες» ακούγεται στα πίσω ηχεία του μυαλού μου, σαν background vocals. Κλασική ελληνική εκδίκηση. No mercy στα κίτρινα – επίσης, καμία σχέση με τους ΑΕΚτζήδες.
Σύμφωνοι, το προαναφερόμενο είναι το τίμημα για όλες τις αμαρτίες που έχουν προκαλέσει οι ταξιτζήδες στο νευρικό μας σύστημα, ημών των «γιωταχήδων». Ομως η ψυχραιμία είναι καλύτερος σύμβουλος.
Το Skoda που βρίσκομαι μέσα, όπως και τα ταξί κάποιων άλλων που έτυχε να μπω τους τελευταίους μήνες για δουλειές στο κέντρο, είναι πεντακάθαρο. Δεν θυμίζει τεκέ. Και αν θέλει ο οδηγός να καπνίσει, ρωτάει πρώτα. Ο μέσος ταξιτζής είναι ευγενικός. Δεν σέρνεται στη δεξιά λωρίδα, δεν το παίζει πιο βαρύς και από τον Πατσίνο στον «Σημαδεμένο».
Επίσης, πλέον ο ταξιτζής συχνά ρωτάει από ποια διαδρομή προτιμώ να πάω. Μερικοί έχουν και περιοδικά στις πίσω θήκες για να περνάς την ώρα σου. Τα κουτσομπολίστικα που είχε το Skoda είναι και τα καλύτερα για την περίσταση. Α, και κάτι πολύ βασικό: ο ταξιτζής της ημέρας δεν πιάνει κουβέντα αν δεν την ξεκινήσει ο πελάτης.
Nαι, ίσως κάτι αλλάζει στους ταξιτζήδες της πόλης. Σίγουρα δεν είναι η πλειονότητα αυτή που περιγράφεται παραπάνω, όμως δεν είναι και η σπάνια «καρέτα-καρέτα» συμπεριφορά που αποτελούσε την εθνική γενίκευση.
Φτάνουμε Πειραιά. Ηταν η τυχερή του κούρσα. Μαζί με άλλα 25 ευρώ. Ο ταξιτζής έβγαλε το πετρέλαιο της ημέρας. Και εγώ το άρθρο. Αμφότεροι στο μεροκάματο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News