Οι κόκκινοι σκίουροι στη μεσαιωνική Βρετανία ήταν πολύ της… μόδας. Κάποιοι -ιδίως κυρίες- τους είχαν για κατοικίδια, ενώ η γούνα τους ήταν σε πρώτη ζήτηση αφού τη χρησιμοποιούσαν ως επένδυση σε πολλά ρούχα.
Τώρα, μια επιστημονική μελέτη συνδέει τον κόκκινο σκίουρο με τη λέπρα, η οποία μέχρι σήμερα θεωρείτο ανθρώπινη νόσος (μεταδιδόμενη δηλαδή από άνθρωπο σε άνθρωπο).
Επιστήμονες από τα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Λέστερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, της Ζυρίχης και της Βασιλείας στην Ελβετία και του Κολοράντο στις ΗΠΑ μελέτησαν οστά ασθενών με λέπρα και κόκκινων σκίουρων από αρχαιολογικούς χώρους στο Γουίντσεστερ, στη νότια Αγγλία.
Ανέλυσαν 25 ανθρώπινα δείγματα από ένα μεσαιωνικό λεπροκομείο της περιοχής και 12 δείγματα σκίουρων από μια μονάδα επεξεργασίας της γούνας. Και βρήκαν τα ίδια στελέχη του βακτηρίου που προκαλεί τη λέπρα (mycobacterium leprae).
Το ότι οι σκίουροι είχαν λέπρα δεν αποτέλεσε έκπληξη για τους επιστήμονες. Το βακτήριο έχει ανιχνευθεί και άλλες φορές στα ζώα αυτά όχι μόνο στον Μεσαίωνα αλλά και στη σύγχρονη εποχή, σε κάποιες περιοχές της Σκωτίας. Λέπρα έχει ανιχνευθεί και σε άλλα είδη ζώων όπως τα αρμαντίλλο. Ως σήμερα δεν έχει καταγραφεί μετάδοση του στελέχους που φέρουν τα ζώα σε ανθρώπους.
Είναι όμως η πρώτη φορά, όπως αναφέρει η μελέτη που δημοσιεύεται στο Current Biology, που εντοπίζονται στα ζώα στελέχη ίδια με τα ανθρώπινα. Είναι, με άλλα λόγια, η πρώτη φορά που ένα μεσαιωνικό ζώο αναγνωρίζεται ως ξενιστής για το βακτήριο της λέπρας.
Το εύρημα αυτό αλλάζει όσα μέχρι σήμερα θεωρούσαν οι επιστήμονες ως δεδομένα για αυτή τη νόσο και ανοίγει πλέον το ενδεχόμενο η λέπρα να μεταδόθηκε στο παρελθόν από τα ζώα στον άνθρωπο. Κανείς, φυσικά, δεν αποκλείει να συνέβη και το αντίστροφο.
«Μέχρι σήμερα, θεωρούσαμε δεδομένο ότι η λέπρα είναι ανθρώπινη νόσος γι’ αυτό και μοιάζει απίστευτο που βρήκαμε τα ίδια στελέχη του βακτηρίου στους κόκκινους σκίουρους», είπε στο BBC η Δρ Σάρα Ινσκιπ, από το πανεπιστήμιο Λέστερ, μια από τους συγγραφείς της μελέτης.
Από την πλευρά της η καθηγήτρια Βερένα Σίνεμαν από το πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία που επίσης συμμετείχε στην έρευνα, αναφέρει στο BBC ότι υπό το φως των νέων δεδομένων, η ιστορία της λέπρας φαίνεται πιο περίπλοκη από όσο η επιστήμη θεωρούσε προηγουμένως. «Δεν έχει ληφθεί υπόψη ο ρόλος που μπορεί να έπαιξαν τα ζώα στη μετάδοση και εξάπλωση της νόσου στο παρελθόν, και ως εκ τούτου, η κατανόησή μας για την ιστορία της λέπρας είναι ατελής μέχρι να διερευνηθεί ο ρόλος των άλλων ξενιστών πλην του ανθρώπου».
Για (σχεδόν) εξαφανισμένη νόσος, η λέπρα θέλει ακόμη δουλειά.
Για τη νόσο του Χάνσεν
Η λέπρα είναι μια πανάρχαια λοιμώδης ασθένεια, που περιγράφεται στις γραφές πολλών αρχαίων πολιτισμών και φυσικά στη Βίβλο.
Για αιώνες συνοδευόταν από βαρύ στίγμα και συνδεόταν με θεοκρατικές αντιλήψεις περί αμαρτίας και μιάσματος. Τον Μεσαίωνα, οι λεπροί θεωρούνταν αμαρτωλοί και η Εκκλησία στην Ευρώπη ίδρυε λεπροκομεία που προορίζονταν περισσότερο για την απομόνωσή τους παρά για την φροντίδα τους. Μέχρι το 1200 μ.Χ. υπήρχαν τουλάχιστον 19.000 λεπροκομεία στην Ευρώπη.
Το 1873 ο νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Αρμάουερ Χάνσεν ταυτοποίησε το βακτήριο που προκαλεί τη λέπρα (mycobacterium leprae), ανοίγοντας το δρόμο για τη θεραπεία της.
Η λέπρα προσβάλλει το δέρμα, το νευρικό ιστό, τους βλεννογόνους και τους οφθαλμούς και αν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές και μόνιμες αναπηρίες. Σε αντίθεση, με ό,τι πιστευόταν στο παρελθόν η νόσος δεν μεταδίδεται εύκολα. Μπορεί να μεταδοθεί από τα σταγονίδια της μύτης και του στόματος, ύστερα από παρατεταμένη και στενή επαφή με ασθενή. Δεν μεταδίδεται μέσω των κοινωνικών επαφών, ούτε με χειραψία ή αγκαλιά. Επιπλέον, οι χανσενικοί ασθενείς παύουν να είναι μεταδοτικοί μόλις ξεκινήσουν τη θεραπεία. Θεραπεύεται με ευρέως διαθέσιμα αντιβιοτικά φάρμακα.
Πάντως, η λέπρα δεν θεωρείται πλέον απειλή για την παγκόσμια Δημόσια Υγεία αφού η επίπτωσή της είναι χαμηλή (με λιγότερα από 1 κρούσμα ανά 10.000 πληθυσμού).
Η λέπρα στην Ελλάδα
Η είσοδος της λέπρας στον ελλαδικό χώρο υποστηρίζεται ότι συνέβη τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου επέστρεψαν από την Ασία, φέρνοντας μαζί τους τη νόσο.
Μέχρι σχεδόν τα τέλη του 19ου αιώνα, η νόσος θεωρείτο κληρονομική! Τα κύρια λεπροκομεία της Ελλάδας λειτούργησαν στη Σπιναλόγκα της Κρήτης (στο νησί καταγράφεται και η μεγαλύτερη δραστηριότητα της νόσου κατά τον 19ο και 20ο αιώνα), στη Λέρο, τη Χίο, τη Σάμο και το νοσοκομείο «Αγία Βαρβάρα» στην Αθήνα (το γνωστό Λοιμωδών).
Το πιο πρόσφατο κρούσμα λέπρας στην Ελλάδα αναφέρθηκε τον Μάιο του 2022 και αφορούσε μια 65χρονη γυναίκα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News