Για περισσότερο από έναν αιώνα, οι μελέτες για τις ρίζες των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών έχουν τροφοδοτήσει άγριες θεωρίες για το πώς η Δύση κατέκτησε τον κόσμο.
Σύμφωνα με ορισμένους, συμπεριλαμβανομένων των Ναζί, η ταχύτητα με την οποία οι «πρωτο-Ινδοευρωπαίοι» κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και μεγάλα τμήματα της Ασίας ήταν απόδειξη της εγγενούς υπεροχής τους.
Πιο πρόσφατα, μάλιστα, κάποιοι στο κίνημα της αποαποικιοποίησης δείχνουν ότι η καυκάσια φυλή ήταν πάντα βίαιη, πολεμοχαρής και γενοκτονική, όπως απεικονίζεται στην ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία.
Ωστόσο, όπως γράφει ο Ρίτσαρντ Σπένσερ στους βρετανικούς Times, μια πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη πρώιμου DNA υποστηρίζει το αντίθετο: ότι, δηλαδή, οι ομιλητές πρώιμων ευρωπαϊκών γλωσσών συχνά ζούσαν δίπλα σε ανθρώπους των οποίων τις γλώσσες αντικατέστησαν.
Σε ένα παράδειγμα, η ταφή ενός ομιλητή «υψηλού επιπέδου», που ομιλούσε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, έδειξε ότι είχε DNA αρκετά διαφορετικό από τους άλλους ηγέτες, υποδηλώνοντας ότι ήταν ένας «ντόπιος», του οποίου η οικογένεια συνέχισε να ευημερεί ακόμη και όταν έμαθαν να μιλούν τη γλώσσα των νεοφερμένων.
Στην πραγματικότητα, οι αρχικοί ομιλητές της γλώσσας φαίνεται να την έχουν διαδώσει σε πολύ πιο ισχυρούς γείτονες πριν πεθάνουν οι ίδιοι. «Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι το παρελθόν ήταν βίαιο και ότι η διάδοση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών περιλάμβανε βίαια επεισόδια», δήλωσε στους Times ο Ιωσήφ Λαζαρίδης, γενετιστής της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ και επικεφαλής της μελέτης, «αλλά μεγάλο μέρος της πρώιμης ιστορίας ήταν, κατά τη γνώμη μου, ιστορία μετανάστευσης και ανάμειξης, όχι αποκλεισμού και κυριαρχίας».
Οι πρωτο-ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εξαπλώθηκαν σε μεγάλα μέρη του κόσμου τους αιώνες μετά το 4000 π.Χ. Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές γλωσσικές ομάδες —τα κελτικά, τα γερμανικά, συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών, των λατινικών και των ρομανικών και σλαβικών γλωσσών— είναι ινδοευρωπαϊκές, με κοινές ρίζες. Το ίδιο ισχύει και για τα περσικά, τα κουρδικά και μερικές από τις κύριες ινδικές γλώσσες, που προήλθαν από τα αρχαία σανσκριτικά. Οι φιλόλογοι έχουν αποκρυπτογραφήσει την αρχαία ινδοευρωπαϊκή γραφή από αρχαιολογικούς χώρους στη σύγχρονη Κίνα, των οποίων οι ομιλητές φορούσαν ταρτάν (καρό), όπως οι Κέλτες.
Η μελέτη DNA, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science, είχε στόχο εν μέρει να διευθετήσει μια μακρά αντιπαράθεση σχετικά με το πού ζούσαν οι αρχικοί ομιλητές πριν ξεκινήσουν αυτό που κάποτε υποτίθεται ότι ήταν χιλιάδες χρόνια βίαιης κατάκτησης.
Μια θεωρία, γράφει στους Times ο Ρίτσαρντ Σπένσερ, αναφέρει ότι ήταν καβαλάρηδες της στέπας, από την ημινομαδική φυλή Γιαμνάγια, που ξεκίνησαν από τα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας στη σημερινή Ουκρανία και τη δυτική Ρωσία. Αλλά οι πρώτες γλώσσες από την Ανατολία, τη σύγχρονη Τουρκία, ήταν επίσης ινδοευρωπαϊκές.
Το DNA που ελήφθη από 727 σκελετούς, ηλικίας έως και 11.000 ετών, οι οποίοι βρέθηκαν σε όλη την Ευρασία, υποδηλώνει ότι αυτά τα δύο σύνολα ανθρώπων είχαν έναν κοινό πρόγονο, πιθανώς στον ίδιο τον Καύκασο. Διέδωσαν τη γλώσσα τους και μερικά από τα γονίδιά τους, αλλά μόνο μερικά, τόσο στους Γιαμνάγια όσο και στους προερχόμενους από την Ανατολία. Οι Γιαμνάγια εξαπλώθηκαν στην Κίνα και την Ινδία και δυτικά στα Βαλκάνια. Μερικοί, δε, πήγαν στη σημερινή Αρμενία, όπου σε αντίθεση με άλλα μέρη, το αρσενικό χρωμόσωμα τους «Y» επέζησε, κάνοντας τους σύγχρονους Αρμένιους άμεσους απογόνους τους.
Οι πρώτοι λαοί της Βόρειας Ευρώπης μοιράζονταν κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά με τους Γιαμνάγια και σαφώς κατάγονταν από αυτούς εν μέρει, εκτός από το ότι το χρωμόσωμα «Υ» είχε σχεδόν εξαφανιστεί εντελώς. «Ο,τι κι αν συνέβη εκεί, δεν ήταν οι άνδρες Γιαμνάγια, που υπέταξαν τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, αλλά μια μεγάλης κλίμακας μετανάστευση, στην οποία συμμετείχαν και τα δύο φύλα», εξηγεί ο δρ Λαζαρίδης, ειδικός στην ανάλυση γενετικών δεδομένων στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
(Δείτε την τρισδιάστατη αναπαράσταση του μυκηναϊκού ανακτόρου στον Ανω Εγκλιανό Πυλίας, γνωστό ως «Ανάκτορο του Νέστορα». Περίπου 1300-1200 π.Χ., έργο της Εφορίας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας)
Το ελληνικό παράδειγμα προήλθε από μελέτη ενός πολεμιστή που βρέθηκε στο μυκηναϊκό παλάτι της Πύλου. Οι μυκηναίοι πολεμιστές, που απεικονίζονται στα έπη του Ομήρου, έζησαν στο δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Και η γραφή τους, γνωστή στους φιλολόγους ως Γραμμική Β, είναι μια πρώιμη μορφή των ελληνικών.
Σε αντίθεση με άλλους ανθρώπους, που ήταν θαμμένοι γύρω από το παλάτι, αυτός ο πολεμιστής υψηλού επιπέδου δεν είχε καταγωγή Γιαμνάγια, γεγονός που υποδηλώνει ότι μη Ινδοευρωπαίοι μπορούσαν να ευημερούν και να αντιμετωπίζονται ως Ελληνες ακόμη και αφού οι Ινδοευρωπαίοι είχαν φτάσει και είχαν διαδώσει τη γλώσσα τους εκεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News