1845
Τζορτζ Σίγκαλ, Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ελίζαμπεθ Τέιλορ στην κινηματογραφική μεταφορά του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» | George Rinhart/Corbis via Getty Images)

Μια «Βιρτζίνια Γουλφ» στη μαγεία του ζεύγους Μπάρτον-Τέιλορ

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 16 Φεβρουαρίου 2024, 13:50
Τζορτζ Σίγκαλ, Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ελίζαμπεθ Τέιλορ στην κινηματογραφική μεταφορά του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»
|George Rinhart/Corbis via Getty Images)

Μια «Βιρτζίνια Γουλφ» στη μαγεία του ζεύγους Μπάρτον-Τέιλορ

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 16 Φεβρουαρίου 2024, 13:50

Η δεκαετία του 1960, με τη σκοτεινή περίοδο του Μακαρθισμού να έχει τελειώσει αφήνοντας πίσω της ανθρώπινα ράκη, είναι το χρονικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται το πιο γνωστό θεατρικό έργο του Εντουαρντ Αλμπι, «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;». Ο τίτλος του έργου είναι ένα λογοπαίγνιο που συσχετίζει το παιδικό τραγουδάκι «Ποιος φοβάται τον μεγάλο κακό λύκο;» («Who’s Afraid of the Big Bad Wolf?») στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Γουόλτ Ντίσνεϊ «Τα Τρία Μικρά Γουρουνάκια» (1933),  με την πρωτοπόρο αγγλίδα μυθιστοριογράφο. Είναι το τραγουδάκι που σιγομουρμουρίζουν κάθε τόσο ο Τζορτζ και η Μάρθα, ένα από τα δύο ζευγάρια των πρωταγωνιστών.

Το «Γουλφ» (ο τίτλος για λόγους συντομίας) ανέβηκε για πρώτη φορά το 1962 στο Μπρόντγουεϊ, αλλά έκτοτε παρουσιάστηκε αναρίθμητες φορές σε σκηνές όλου του κόσμου (στην Ελλάδα το ανέβασε για πρώτη φορά ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1965 και από τότε επαναλαμβάνεται συνεχώς, ενώ το βιβλίο κυκλοφορεί σε νέα έκδοση από τις εκδόσεις Δωδώνη).

Με εργαλεία του τον βιτριολικό λόγο και το άφθονο αλκοόλ, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ αμερικανός συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο το σπαρακτικό αδιέξοδο των διαπροσωπικών σχέσεων και την αναλγησία των σύγχρονων ζευγαριών απέναντι στους συντρόφους τους.

Ο Τζορτζ και η Μάρθα καλούν ένα νεότερο ζευγάρι, τον Νικ και τη γυναίκα του Χάνι, για ποτό στο σπίτι τους αργά το βράδυ. Τέσσερις χαρακτήρες σε ένα μοναδικό σκηνικό (το καθιστικό ενός σπιτιού) καθηλώνουν το κοινό, που παρακολουθεί την πιο άγρια και απελπισμένη προσπάθεια για αναγνώριση και επικοινωνία, μέσα από ένα αδίστακτο παιχνίδι αποκαλύψεων.

Πίνοντας όλη τη νύχτα, τα δυο ζευγάρια θα μαλώσουν, θα φτάσουν στο έσχατο σημείο προσωπικού εξευτελισμού και τελικά, κατά το ξημέρωμα, θα βρεθούν με τρομακτικά ψυχικά τραύματα, που τους άφησαν τόσο η συμπεριφορά των άλλων όσο και η εξωτερίκευση των δικών τους προβλημάτων.

Από τη θεατρική σκηνή στην κινηματογραφική οθόνη

Το 1966 ο Μάικλ Νίκολς μετέφερε το κορυφαίο έργο του Αλμπι στην οθόνη, σε διασκευασμένο σενάριο του Ερνεστ Λίμαν, ο οποίος ήταν και ο παραγωγός της ταινίας. Μάλιστα, και οι τέσσερις πρωταγωνιστές, Ελίζαμπεθ Τέιλορ (Μάρθα), Ρίτσαρντ Μπάρτον (Τζορτζ), Σάντι Ντένις (Χάνι) και Τζορτζ Σίγκαλ (Νικ), προτάθηκαν για Οσκαρ, με την ταινία να κερδίζει τελικά πέντε βραβεία και την Τέιλορ να παίρνει το δεύτερό της Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου

Τώρα, ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο «Κοκτέιλ με τον Τζορτζ και τη Μάρθα» («Cocktails with George and Martha: Movies, Marriage, and the Making of Who’s Afraid of Virginia Woolf?») αποκαλύπτει το παρασκήνιο των γυρισμάτων, που οδήγησαν σε μια πρωτοποριακή ταινία, η οποία γνώρισε τεράστια επιτυχία, αλλά και το πώς οι δύο εμβληματικοί σταρ του Χόλιγουντ άλλαξαν για πάντα την εικόνα του γάμου.

1966: Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Τζορτζ Σίγκαλ, Ρίτσαρντ Μπάρτον και Σάντι Ντένις – τα δύο εκρηκτικά ζευγάρια του κινηματογραφικού «Γουλφ» (Keystone/Getty Images)

Τα πιο «νόστιμα» μέρη του ασύλληπτα εμμονικού νέου βιβλίου του Φίλιπ Γκέφτερ για το σκοτεινό και θυελλώδες έργο του Εντουαρντ Αλμπι είναι τα αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Ερνεστ Λίμαν, γράφει στους New York Times η Αλεξάντρα Τζέικομπς με αφορμή την κυκλοφορία του «Cocktails with George and Martha».

Ο Λίμαν, που έμελλε να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς σεναριογράφους του Χόλιγουντ, ενώ υπήρξε επίσης παραγωγός και σκηνοθέτης, ήταν έξι φορές υποψήφιος για Οσκαρ (για τα σενάρια των «West Side Story», «H Μελωδία της Ευτυχίας», «Ποιός Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων», «Σαμπρίνα» και «Hello Dolly»), ενώ το 2001 έλαβε ένα τιμητικό Οσκαρ για το σύνολο της καριέρας του.

Σε ένα περιοδικό με τίτλο «Fun and Games with George and Martha», που βρίσκεται στο αρχείο του Harry Ransom Center, ο Λίμαν αποκαλύπτει τη συνεργασία του με τον Μάικ Νίκολς, τον τότε αγαπημένο των διανοουμένων της Νέας Υόρκης, που προσλήφθηκε για να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία στο Χόλιγουντ, με πρωταγωνιστές τους διάσημους φίλους του Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Ρίτσαρντ Μπάρτον.

Το TikTok είναι καινούργιο αλλά «ντελούλου» υπήρχαν πάντα

Καταρχάς, το «Cocktails with George and Martha» αποκαλύπτει το στόρι του έργου. Η Μάρθα είναι η «ντελούλου» (όρος της αργκό του TikTok για κάποιον που έχει πεποιθήσεις στα όρια των ψευδαισθήσεων) κόρη ενός προέδρου κολεγίου της Νέας Αγγλίας και ο σύζυγός της, Τζορτζ, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας, του οποίου η καριέρα έχει κολλήσει. Οι καλεσμένοι τους, ο νεότερος συνάδελφός του Νικ και η σύζυγός του Χάνι, έρχονται το βράδυ για ένα ποτό και τελικά πίνουν όλη νύχτα.

Βουτηγμένοι επίσης στο αλκοόλ και στην ψυχανάλυση, οι σοφισιτικέ θεατές ενθουσιάστηκαν με την ηδονοβλεψία και τη χυδαία γλώσσα του έργου, ωστόσο η επιτροπή του βραβείου Πούλιτζερ αντέδρασε φρόνιμα, μη δίνοντάς του το βραβείο τη χρονιά που ήταν υποψήφιο το «Γουλφ».

Ο Γκέφτερ περιγράφει πώς ένας άλλος θεατρικός συγγραφέας, που πιθανώς ζήλεψε την επιτυχία του έργου, κατηγόρησε τον Αλμπι στους New York Times, μάλλον ομοφοβικά, για «νευρωτισμό» και «μηδενισμό». «Αν το θέατρο πρέπει να μας φέρει μόνο αυτό που μπορούμε να συλλάβουμε αμέσως ή με το οποίο μπορούμε άνετα να σχετιστούμε», απάντησε τότε ο Αλμπι σε έναν από τα καλύτερους εκπροσώπους της πολιτιστικής δημοσιογραφίας, «ας σταματήσουμε τελείως να πηγαίνουμε στο θέατρο. Ας παίξουμε “patty-cake” [χτυπώντας τις παλάμες] ή ας καθίσουμε στα δωμάτιά μας και ας αναλογιστούμε τις μεσόκοπες κοιλιές μας».

Ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς με τους Μπάρτον και Τέιλορ στα γυρίσματα της ταινίας. Ο Νίκολς και ο Λίμαν είχαν δώσει εντολή στην Τέιλορ να πάρει 10 κιλά για τον ρόλο της μεσήλικης Μάρθας (Getty Images)

Η επιλογή της Τέιλορ και του Μπάρτον, που ήταν τότε το πιο διάσημο ζευγάρι στον κόσμο, ήταν ακόμη ένα μεγάλο ρίσκο, αφού ο Τζακ Γουόρνερ είχε υποσχεθεί στον Αλμπι την Μπέτι Ντέιβις και τον Τζέιμς Μέισον για τους ρόλους της Μάρθα και του Τζορτζ, αντίστοιχα, γράφει η Τζέικομπς στους New York Times, προσθέτοντας ότι στη Λιζ δόθηκε, μάλιστα, η εντολή να πάρει 10 κιλά.

Ενώ τα «Ημερολόγια του Ρίτσαρντ Μπάρτον» δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου στην παραγωγή, υπάρχουν πολλές πληροφορίες για όσα συνέβησαν στην εμπεριστατωμένη βιογραφία «Mike Nichols: A Life» του Μαρκ Χάρις, που κυκλοφόρησε πριν από τρία χρόνια. Αλλά ο Γκέφτερ εστιάζει στην ταινία πολύ πιο επισταμένα.

«Οι χάκερ απλά μιμούνται» δήλωσε ο Νίκολς παρακολουθώντας ταινίες του Τριφό και του Φελίνι και προετοιμαζόμενος γεμάτος αγωνία για το γύρισμα. «Εμείς οι καλλιτέχνες κλέβουμε». Πηγαίνοντας με μια λιμουζίνα στο αεροδρόμιο, ο αρχάριος σκηνοθέτης και ο βετεράνος σεναριογράφος αστειεύονταν λέγοντας ότι ζήλευαν ο ένας τη δημοσιότητα του άλλου.

Ο Νίκολς είχε προσκληθεί σε γεύμα στο διαμέρισμα της Ζακλίν Κένεντι (και θα χρησιμοποιούσε την υποστήριξη που του είχε υποσχεθεί, ώστε να μην απολυθεί). Ο Λίμαν, που είχε γράψει το σενάριο του μιούζικαλ «Η Μελωδία της Ευτυχίας» (1965), το οποίο θριάμβευε στα ταμεία εκείνο τον καιρό, είχε κανονίσει αθόρυβα να τον παρουσιάσουν στο Cosmopolitan.

Κόντρες στο πλατό

Δραματικές αλλαγές στο σενάριο του «Γουλφ» απορρίφθηκαν κατηγορηματικά από τον Νίκολς, ο οποίος συγκρούστηκε επίσης με τον έμπειρο διευθυντή φωτογραφίας και τον συνθέτη που είχε προσλάβει το στούντιο. Ο νεόκοπος σκηνοθέτης ήταν αποφασισμένος να κάνει μια ταινία καλλιτεχνικά ασπρόμαυρη και όχι εμπορικά έγχρωμη, και για το μουσικό θέμα της ήθελε να προσλάβουν τον Αντρέ Πρεβέν ή τον Λέοναρντ Μπερνστάιν.

Στο μεταξύ, ο Μπάρτον προσπάθησε, για λογαριασμό της συζύγου του, να απολύσει τον βοηθό σκηνοθέτη –λες και ήθελε να αλλάξει την οικονόμο του σπιτιού– και ανησυχούσε ότι το έργο θα ήταν «αποτυχία» (για παράδειγμα, εξαιτίας της σκηνής στην οποία ο Νικ προσπαθεί να κάνει σεξ με τη Μάρθα). Μαλάκωσε, όμως, με μια λίμνη γεμάτη πέστροφες και ένα δώρο γενεθλίων με δοκίμια του Φράνσις Μπέικον. Ωστόσο, ο Λίμαν ανέφερε ότι το καστ και το συνεργείο ήταν μια «δυστυχισμένη ομάδα» και, υπογραμμίζοντας την υπόθεση, ότι «Το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” δεν είναι ακριβώς μια χαρούμενη ταινία».

Ο Φίλιπ Γκέφτερ, πρώην συντάκτης φωτογραφικών θεμάτων στους New York Times, έχει γράψει μεταξύ άλλων τις βιογραφίες «Wagstaff: Before and After Mapplethorpe» (2014) του Σαμ Γουάγκσταφ, επιμελητή, συλλέκτη και προστάτη του Ρόμπερτ Μάπλθορπ, και «What Becomes a Legend Most: A Biography of Richard Avedon» (2020), του Ρίτσαρντ Αβεντον, ο οποίος ήταν στενός φίλος του Μάικλ Νίκολς. Ωστόσο το «Cocktails with George and Martha» διαφέρει.

O Mπάρτον παρηγορεί την Τέιλορ σε σκηνή από την ταινία (Screen Archives/Getty Images)

Είναι η ανάλυση μιας ταινίας που κυκλοφόρησε την ίδια εποχή με το μυθιστόρημα «Revolutionary Road» (1961), για τη ζωή της δεκαετίας του 1950 στα προάστια της Ανατολικής Ακτής, με το οποίο έκανε το ντεμπούτο του ο αμερικανός  συγγραφέας Ρίτσαρντ Γέιτς, και το «The Feminine Mystique» (1963) της Μπέτι Φρίνταν, που πυροδότησε το δεύτερο κύμα φεμινισμού. Και μαζί με αυτά δείχνει πώς οι «εκδοχές- καρικατούρες του γάμου» της αμερικανικής ποπ κουλτούρας –όπως οι ταινίες της Ντόρις Ντέι, η feel-good κωμική οικογενειακή σειρά «The Cleavers» κ.λπ.– είχαν πάντα και μια μυστική «πικρή» πλευρά.

Το ενδιαφέρον του Γκέφτερ για το «Γουλφ» χρονολογείται από τότε που ήταν 15 ετών και, προφανώς, ο μόνος έφηβος στην Αμερική που διάβαζε το Playboy του πατέρα του για τα άρθρα του περιοδικού, μεταξύ των οποίων και μια συνέντευξη με τον Μάικλ Νίκολς, σημειώνει στους New York Times η Αλεξάντρα Τζέικομπς.

Μια ταινία τζαζ…

Ο Γκέφτερ ρίχνει επίσης μια ματιά στα αδημοσίευτα απομνημονεύματα του Τζέραρντ Μαλάνγκα, ποιητή και συνεργάτη του Αντι Γουόρχολ, για να εξηγήσει πώς οι χαρακτήρες του Τζορτζ και της Μάρθα ήταν εμπνευσμένοι, τουλάχιστον εν μέρει, από τους καθηγητές στο Wagner College, Γουίλαρντ Μάας και Μαρί Μένκεν, με τους οποίους ο Γουόρχολ γύρισε το 1965 μια παρωδία του «Γουλφ» με τίτλο «Bitch», που προβλήθηκε πρόσφατα στο MoMA, μαζί με την ταινία του Νίκολς.

Αποστάζει επίσης πολύ δευτερεύον υλικό, στο οποίο περιλαμβάνονται συνεντεύξεις –δημοσιευμένες ή όχι– του θεατρικού κριτικού Μελ Γκάσοου, επίσης μακροχρόνιου συνεργάτη των New York Times, φίλου και βιογράφου του Εντουαρντ Αλμπι, ο οποίος είπε ότι εμπνεύστηκε τον τίτλο του έργου του γύρω στο 1954, όταν είδε τη φράση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» γραμμένη με σαπούνι στον καθρέφτη ενός μπαρ του Γκρίνουιτς Βίλατζ.

Τότε ήταν ακόμα ένας επίδοξος μυθιστοριογράφος περιτριγυρισμένος από πλήθος ταλαντούχων μποέμ. Η επιτυχία του «Γουλφ», το οποίο ο Γκέφτερ αποκαλεί «υπαρξιακή πρόκληση που εξυπηρετεί μια σειρά από θεμελιώδεις αλήθειες για τη συζυγική προσκόλληση», θα έφερνε τον δημιουργό του στο εξώφυλλο του Newsweek το 1963.

Ο Αλμπι, τέλος, ήταν πολύ παραδοσιακός σε σχέση με τους χαρακτήρες του, αρνούμενος επανειλημμένα να αναβιώσει το «Γουλφ» με ζευγάρια γκέι ανδρών στη σκηνή. Αν και ομοφυλόφιλος, είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ήθελε να θεωρείται γκέι συγγραφέας. Ο Τέρενς ΜακΝάλι, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους δραματουργούς, με τον οποίο Αλμπι είχε σχέση για τέσσερα χρόνια, είπε πει ότι υπέφερε τότε, γιατί ο σύντροφός του δεν ήθελε να το παραδεχτεί δημόσια. Την περίοδο εκείνη ο Αλμπι έγραψε το «Γουλφ».

Ο ΜακΝάλι πίστευε ότι ο Αλμπι έγραφε σαν συνθέτης. Αν όντως ισχύει, γράφει στους New York Times η Αλεξάντρα Τζέικομπς, τότε υπάρχει κάτι από τον ήχο της τζαζ στο έργο του. Σύμφωνα, άλλωστε, με μια ηθοποιό που έπαιζε τη Μάρθα, ο Αλμπι «έλεγε πάντα ότι η τέταρτη πράξη του έργου εκτυλίσσεται όταν το κοινό φεύγει από το θέατρο και τα ζευγάρια μαλώνουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι»…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...