Στις 31 Αυγούστου συμπληρώνονται 25 χρόνια από τον θάνατο της Νταϊάνα. Η 36χρονη πριγκίπισσα της Ουαλίας, ο 42χρονος φίλος της Ντόντι Φαγιέντ και ο Ανρί Πολ, ο οδηγός της μαύρης Mercedes – Benz S280, στην οποία επέβαινε το ζευγάρι, σκοτώθηκαν και οι τρεις σε αυτοκινητικό δυστύχημα, όταν το αυτοκίνητο προσέκρουσε σε μια τσιμεντένια κολόνα της σήραγγας Pont de l’Alma στον Σηκουάνα, αφού είχαν διασχίσει με μεγάλη ταχύτητα το Παρίσι, προσπαθώντας να αποφύγουν τους παπαράτσι.
Η σφοδρή σύγκρουση είχε αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατο του Ανρί Πολ και του Ντόντι αλ Φαγιέντ. Ο συνοδηγός Τρέβορ Ρις Τζόουνς, μέλος της προσωπικής φρουράς της οικογένειας Φαγιέντ, τραυματίστηκε σοβαρά ενώ η πριγκίπισσα Νταϊάνα άφησε την τελευταία πνοή της περίπου τέσσερις ώρες αργότερα στο νοσοκομείο, όπου διακομίστηκε αμέσως μετά το μοιραίο συμβάν.
Το ζευγάρι φέρεται ότι σκόπευε να ανακοινώσει του αρραβώνες του την 1η Σεπτεμβρίου, κάτι που όμως δεν πρόλαβαν να κάνουν. Και η πριγκίπισσα δεν πρόλαβε να μετακομίσει στις ΗΠΑ, όπως διατείνεται τώρα ένας σωματοφύλακάς της, σύμφωνα με την αναφορά της Daily Mail στο βιβλίο του «Protecting Diana: A Bodyguard’s Story» («Προστατεύοντας την Νταϊάνα, Η ιστορία ενός σωματοφύλακα»), το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 30 Αυγούστου, με αφορμή την επέτειο του θανάτου της πριγκίπισσας.
Στα απομνημονεύματά του, ο Λι Σάνσουμ γράφει ότι η Νταϊάνα τού είχε αποκαλύψει τα σχέδιά της να μεταναστεύσει θέλοντας να προστατεύσει τους γιους της από τις διαστάσεις που είχαν πάρει στον Τύπο η σχέση με τον Ντόντι Αλ Φαγιέντ και οι διακοπές της εκείνο το καλοκαίρι στο Σεν Τροπέζ με την πολυτελή θαλαμηγό του πατέρα του Ντόντι, επιχειρηματία Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ: «Θέλω να πάω στις ΗΠΑ και να ζήσω εκεί για να ξεφύγω από όλα αυτά. Τουλάχιστον στην Αμερική με συμπαθούν και θα με αφήσουν ήσυχη», έστω μακριά από τα παιδιά της, φέρεται ότι είπε στον σωματοφύλακά της.
Η Νταϊάνα ήταν πολυαγαπημένη του βρετανικού κοινού (και όχι μόνο) κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής της, ωστόσο και μετά τον θάνατό της, η αγάπη δεν σταμάτησε ούτε στιγμή. Εδώ και 25 χρόνια, εξάλλου, ο Τύπος, βιβλία, εκθέσεις, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές τροφοδοτούν συνεχώς το ενδιαφέρον για την ωραία πριγκίπισσα, που η ζωή της ξεκίνησε σαν παραμύθι για να τελειώσει σαν τραγωδία.
Στην «Πριγκίπισσα του λαού», εξάλλου, όπως την αποκαλούσαν, συχνά πιστώνεται ότι άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι Βρετανοί αντιλαμβάνονταν τη μοναρχία. Γεγονός είναι ότι στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό της, πολλά έχουν αλλάξει σε σχέση με αυτόν τον θεσμό.
Νταϊάνα, φιλική και προσιτή περσόνα όπως ο Γεώργιος Γ’
Μιλώντας στο Penn Today για την ιστορία της βασιλικής οικογένειας, τον σύγχρονο ρόλο της μοναρχίας στη δημόσια ζωή και την παρακαταθήκη της Νταϊάνα, η Εμα Χαρτ –καθηγήτρια Ιστορίας στη Σχολή Τεχνών και Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και διευθύντρια του McNeil Center for Early American, η οποία ερευνά την πρώιμη Βόρεια Αμερική και τη σύγχρονη Βρετανία– επισήμανε ότι υπάρχει μια ιστορία σχεδόν 300 χρόνων των βασιλιάδων ως διασημοτήτων στη βρετανική και την αμερικανική ζωή. Ο λαϊκός Τύπος άνθιζε ήδη στη Βρετανία του 18ου αιώνα και στις αμερικανικές αποικίες της και οι αναγνώστες ήταν πρόθυμοι για ειδήσεις και κουτσομπολιά για τη βασιλική οικογένεια.
Ο πρώτος μονάρχης που καλλιέργησε ενεργά τη δημόσια εικόνα του ήταν ο Γεώργιος Γ’, ο οποίος βρισκόταν στο θρόνο κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης. Η δημοτικότητά του βρισκόταν στο αποκορύφωμά της λίγο πριν από την Αμερικανική Επανάσταση, με πολλούς αποίκους να του είναι βαθιά πιστοί και να γιορτάζουν –όπως και στη Βρετανία– τα γενέθλιά του με πάρτι και πυροτεχνήματα. Μάλιστα, άνθησε ακόμη και εν μέσω επεισοδίων κακής ψυχικής υγείας προς το τέλος της βασιλείας του, εξαιτίας των οποίων ο «Farmer George» —ένας προσγειωμένος χαρακτήρας, όπως είχε καθιερωθεί εκείνη την εποχή η φιλική δημόσια εικόνα του– ήταν ανίκανος να εκπληρώσει τα βασιλικά του καθήκοντα.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Νταϊάνα, καθώς η φιλική και προσιτή περσόνα της προήλθε εν μέρει από την άνεσή της να μιλάει ανοιχτά για την ψυχική υγεία της και τους αγώνες της. Και στις δύο περιπτώσεις, το κοινό ένιωσε αγάπη για τους μονάρχες του μέσω πραγμάτων που τους έκαναν να φαίνονται πιο ανθρώπινοι.
Από πολλές απόψεις, υποστηρίζει η Εμα Χαρτ, η ικανότητα καλλιέργειας μιας «φιλικής» μοναρχίας ήταν επίσης δυνατή επειδή η βασιλική οικογένεια ήταν από καιρό σχετικά ανίσχυρη στη βρετανική πολιτική σκηνή. Ηδη, από το 1819, όταν άρχισε η βασιλεία της Βικτώριας, είχε σε μεγάλο βαθμό περιθωριοποιηθεί από την άποψη της πολιτικής ισχύος. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ότι η μοναρχία υπήρξε περισσότερο φυσιογνωμία και πολιτιστική εικόνα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί αυτά τα ζητήματα της διασημότητας και ο ρόλος τους στη δημόσια ζωή είναι τόσο σημαντικά. Η βρετανική μοναρχία πρέπει με κάποιον τρόπο να είναι χρήσιμη και δημοφιλής στο κοινό, και ένας καλός τρόπος για να το πετύχουν αυτό τα μέλη της είναι επίσης το να γίνονται «είδωλα».
Είναι αλήθεια ότι από τα τέλη του 1700 και μετά, και άλλες ευρωπαϊκές μοναρχίες έγιναν στόχος της κοινής γνώμης, καμία, όμως, δεν ήταν ανάγκη να ανησυχεί από τόσο νωρίς για την εικόνα της όσο η βρετανική βασιλική οικογένεια. Επιπλέον, πολλά μέλη άλλων βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης μπόρεσαν, τον 20ό αιώνα, να γίνουν αθόρυβα πιο «συνηθισμένοι».
Γιατί η βρετανική μοναρχία και ο Οίκος των Ουίνδσορ συνέχισαν να καλλιεργούν αυτό το είδος διασημότητας; Επειδή το κοινό το υποστηρίζει και η ταξική δομή εξακολουθεί να είναι ένα πολύ σημαντικό μέρος της βρετανικής ζωής, απαντά στο Penn Today η Εμα Χαρτ. Αυτή η αίσθηση της ιεραρχίας είναι σημαντική, λέει η αμερικανίδα καθηγήτρια Ιστορίας, και πιστεύει ότι αν η μοναρχία αποφάσιζε απλώς να «γίνει κανονική», πολλοί άνθρωποι θα είχαν αντίρρηση. Θα έλεγαν ότι οι βασιλιάδες πρέπει να ζουν σύμφωνα με την κατάστασή τους και να διατηρήσουν τη μεγαλοπρέπειά τους…
Τα πράγματα, παρατηρεί η Χαρτ, τείνουν να αλλάζουν πολύ αργά στη Βρετανία. Για παράδειγμα, χρειάστηκαν εκστρατείες για περισσότερα από 100 χρόνια για να ψηφίζουν οι εργαζόμενοι. Η Βρετανία είναι πολύ συνδεδεμένη με τη μοναρχία επειδή είναι μια κοινωνία συντηρητική και η βασιλική οικογένεια αντιπροσωπεύει τη σταθερότητα και την παράδοση στην κοινωνική και ταξική δομή.
Φυσικά, η βασιλική οικογένεια είναι επίσης μια μεγάλη τουριστική ατραξιόν. Ας μην ξεχνάμε ότι ο «Οίκος του Ουίνσδορ» («House of Windsor») συνεισφέρει στη βρετανική οικονομία περίπου 2,7 δισ. ευρώ ετησίως.
Η Νταϊάνα μεταμόρφωσε τη βασιλική οικογένεια
Η Νταϊάνα ήταν πιο ανθρώπινη από τους υπόλοιπους, επισημαίνει η Χαρτ. Οταν παντρεύτηκε, ήταν νέα, πνευματώδης και ευάλωτη, και το κοινό λάτρεψε τον παραμυθένιο γάμο της, ένα γεγονός που για πολύ καιρό δεν είχε δει η Βρετανία. Σε αντίθεση, εξάλλου, με πολλά μέλη της βασιλικής οικογένειας, ήταν φωτογενής. Και επειδή είχε μια ζεστή προσωπικότητα και ανέλαβε πολλές ανθρωπιστικές καμπάνιες, οι άνθρωποι την έβλεπαν ως το ανθρώπινο πρόσωπο της βασιλικής οικογένειας, η οποία ήταν πιο άκαμπτη και αγέλαστη. Στέλνοντας τα παιδιά της στο κανονικό σχολείο και αγωνιζόμενη ξυπόλητη στον αγώνα δρόμου των γονέων στην ημέρα του σχολικού αθλητισμού, η Νταϊάνα φαινόταν πιο φυσιολογική από κάθε προηγούμενο βασιλικό μέλος.
Και όταν ο γάμος της με τον Κάρολο στράβωσε, έγινε επίκεντρο της συμπάθειας του κοινού. Η οικογένεια έπρεπε να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσαν να την αποκλείσουν, καθώς είχε γίνει ένα από τα μεγάλα της περιουσιακά στοιχεία. Η δική της προσέγγιση έκανε τη βασιλική οικογένεια και την ίδια τη βασίλισσα να ξανασκεφτούν τον τρόπο που παρουσιάζονταν.
Η πριγκίπισσα Νταϊάνα ανάγκασε, όντως, τη βρετανική μοναρχία να περάσει στον 21ο αιώνα, με άλλα λόγια, να μην είναι τόσο απόμακρος και πομπώδης θεσμός. Και οι δύο γιοι της παντρεύτηκαν γυναίκες που έχουν παίξει παρόμοιο ρόλο, παρατηρεί η Χαρτ. Ούτε η Κέιτ ούτε η Μέγκαν έχουν αριστοκρατικό «γαλάζιο» αίμα, κάτι που θα ήταν αδιανόητο για τη σύζυγο του διαδόχου του θρόνου ακόμη και πριν από 40 χρόνια.
Η παρακαταθήκη της Νταϊάνα
Ωστόσο η αμερικανίδα ιστορικός δεν είναι ακόμη σίγουρη για το πώς θα δουν οι ιστορικοί την παρακαταθήκη της Νταϊάνα, παρατηρώντας ότι υπάρχει μια στροφή μεταξύ των ακαδημαϊκών που απομακρύνθηκαν από τη μελέτη των ανθρώπων της ελίτ. Οι περισσότεροι καθηγητές Ιστορίας ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για την εμπειρία της εργατικής τάξης στα τέλη του 20ού αιώνα στη Βρετανία παρά για ανθρώπους όπως η Νταϊάνα. Ωστόσο, καθώς αυξάνεται ο όγκος της ιστορίας που γράφεται για τη ζωή της, είναι βέβαιο ότι η παρακαταθήκη και η υστεροφημία της θα γίνει θέμα μεγάλου ενδιαφέροντος, ειδικά για τους ιστορικούς της λαϊκής κουλτούρας.
Η Χαρτ πιστεύει ότι οι ιστορικοί θα τη δουν σαν την αρχή του τέλους ενός συγκεκριμένου μοντέλου βρετανικής μοναρχίας και πιθανότατα θα θεωρήσουν τη Νταϊάνα σαν σύμβολο του πώς έχει αλλάξει η σχέση μεταξύ της βασιλικής οικογένειας και της βρετανικής κουλτούρας. Οι άνθρωποι αναρωτιούνταν αν η μοναρχία ταιριάζει στη σύγχρονη βρετανική ζωή και η Νταϊάνα προκάλεσε αυτή την ερώτηση και την απάντησε επίσης.
Ακόμη και κάποιοι από τους υποστηρικτές της μοναρχίας ήταν έτοιμοι για ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο του θεσμού και για μια πιο χρήσιμη μοναρχία. Με την υποστήριξή της στα θύματα του AIDS και στη Διεθνή Εκστρατεία Απαγόρευσης των Ναρκών Ξηράς και τη συμμετοχή της σε δεκάδες φιλανθρωπικά ιδρύματα, η Νταϊάνα έδειξε πώς η βασιλική οικογένεια θα μπορούσε να είναι μια δύναμη για το καλό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News