Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ψάχνοντας ένα δεκαπενταυγουστιάτικο ρεπορτάζ, είχα φτάσει μέσω διηγήσεων σε μια καλή κυρία που είχε παραστεί τον τορπιλισμό της «Έλλης» στην Τήνο, 15 Αυγούστου του 1940. Ευτυχία ή Ευγενία Βίτσα την έλεγαν, ξέχασα πια και το όνομα της. Τότε που της μίλησα θα πρέπει να είχε κλεισμένα τα εβδομήντα, άρα στον τορπιλισμό θα ήταν ανάμεσα στα είκοσι πέντε και στα τριάντα της.
Μην φανταστείτε καμιά μαρτυρία πρώτης γραμμής με συγκλονιστικές άγνωστες λεπτομέρειες από το τραγικό συμβάν, μια απλή γυναίκα μέσα στον σωρό των προσκυνητών ήταν. Είχε τάμα στην Μεγαλόχαρη για κάποιο παιδί της, είχε ταξιδέψει απ’ την προηγούμενη μέρα από τον Πειραιά μ’ ένα πλοίο «γιομάτο ως απάνω» και είχε αποβιβαστεί απόγευμα και «κατάμαυρη απ’ τη μουτζούρα του φουγάρου» στο νησί. «Μαζί με πολλούς άλλους» είχε κοιμηθεί το βράδυ κατάχαμα «κάπου στην πλατεία, έξω από τον περίβολο της εκκλησίας», σκεπασμένη με μια κουβέρτα που κουβαλούσε, καθότι «ούτε ξενοδοχεία υπήρχαν τότε, αλλά και να υπήρχαν, ποιος είχε λεφτά;»
Από νωρίς το πρωί είχε στηθεί στην ουρά, περιμένοντας να τελειώσει η λειτουργία, να βγει η εικόνα να περάσει πάνω απ’ τα κεφάλια του κόσμου, «να την ακουμπήσω να γίνει το τάμα». Κι εκεί που έστεκαν υπομονετικά «ακούμε ξαφνικά έναν δυνατό κρότο, σα να έσκαγαν δυναμίτες» απ’ τη μεριά της θάλασσας. Στράφηκα και είδα στο βάθος, πάνω απ’ τα νερά, καπνούς ψηλούς σαν σπίτι. Μετά ήρθαν οι φωνές από τον κόσμο».
Από ‘κείνο το σημείο και πέρα, μου περιέγραψε σκηνές χάους. Ξέχασαν όλοι και τη λειτουργία και την εικόνα, ροβόλησαν ομαδικά στην κατηφόρα προς το λιμάνι για να πλησιάσουν να δουν τι έγινε. Φωνές, ουρλιαχτά, παρακάλια προς την Παναγιά, κόρνες αυτοκινήτων, σφυρίχτρες χωροφυλάκων, φαντάρους απ’ τα αγήματα που έτρεχαν άσκοπα δώθε-κείθε, παπάδες που κατέβαιναν αλλόφρονες απ’ τον ναό, ανθρώπους που σκαρφάλωναν στα δέντρα για να ‘χουν καλύτερη θέα στο βάθος κι άλλους από κάτω που τους ρωτούσα τι βλέπουν.
«Από ψηλά στην ανηφόρα βλέπαμε βάρκες και καΐκια να βγαίνουν απ’ το λιμάνι και να ανοίγονται προς την μεριά του καπνού, που άρχισε να διαλύεται από τον αέρα και μας άφησε να δούμε ένα καράβι στο βάθος, σαν γερμένο στην μια μεριά. Μέχρι να το πλησιάσουν τα καΐκια, είχε κιόλας μισοβουλιάξει. Μετά, το κατάπιε τελείως η θάλασσα. Τότε πρωτάκουσα “ανατινάχτηκε η Έλλη”, δεν το ‘χα ξανακούσει το κακόμοιρο το πλεούμενο, γυναίκες εμείς, τι ιδέα είχαμε από πολεμικά καράβια;»
Τη ρώτησα, αν είδε νεκρούς, τραυματίες ή διασωθέντες. «Πού να πλησιάσουμε στην προβλήτα; Στην αρχή ήταν μιλιούνια ο κόσμος και μετά οι χωροφύλακες την αποκλείσανε με κάτι σκοινιά που έδεσαν στους στύλους. Μάθαμε ότι οι βάρκες έφεραν ναύτες, τραυματίες και όσους έπεσαν στο νερό για να σωθούν, αλλά εγώ το μόνο που είδα αργά το βράδυ ήταν μια λιμνούλα με αίμα σ’ ένα σημείο της προβλήτας. Κάποιον τραυματία θα είχαν βγάλει εκεί. Κανένας δεν το σκούπιζε, ούτε το έπλενε το αίμα, μόνο καθόταν οι κόσμος αμίλητος γύρω-γύρω και το κοίταζε σαν να ήταν εικόνισμα».
Αυτή όλη κι όλη ήταν η μαρτυρία της κυρίας Ευτυχίας ή Ευγενίας. Που όπως μου είπε, ήταν να φύγει το ίδιο βράδυ κι έμεινε στην Τήνο άλλες δυο μέρες υποχρεωτικά, τόσο μεγάλη ήταν η αναστάτωση στο νησί και η διατάραξη των πρωτόγονων τότε συγκοινωνιών. «Πείνα και των γονέων» εξομολογήθηκε, «ευτυχώς που η εκκλησία μοίρασε τους άρτους και ξεγελαστήκαμε. Κι ούτε είχα τρόπο να ειδοποιήσω το σπίτι μου ότι είχα ξεμείνει εκεί. Το κατάλαβαν βέβαια, είχαν διαβάσει εφημερίδες και δεν ανησύχησαν πολύ».
Την θυμάμαι να με αποχαιρετά στην εξώπορτα της μ’ ένα αμφίσημο πικρό χαμόγελο στα χείλη. «Πρόσβαλαν την Παναγιά, το πλήρωσαν με ξιφολόγχη. Αλλά τι τα θες; Χάθηκαν εκείνα τα παιδάκια τσάμπα; Χάθηκαν». Τότε είχα φύγει, πιστεύοντας ότι δεν είχα πετύχει και καμιά δημοσιογραφική επιτυχία. Τώρα, τέσσερις σχεδόν δεκαετίες αργότερα και από άλλο μετερίζι, την αξιολογώ αλλιώς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News