Ζούμε στην εποχή της παραπληροφόρησης. Το 30% των Αμερικανών θεωρεί ακόμα τις προεδρικές εκλογές του 2020 ως «στημένες» και ότι το «βαθύ κράτος» φέρνει εσκεμμένα μετανάστες στη χώρα για να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των εκλογών, την ώρα που η πλειοψηφία των ρώσων πολιτών θεωρεί το Κρεμλίνο θύμα στον πόλεμο με την Ουκρανία.
Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, η προπαγάνδα, τα fake news και τα «εναλλακτικά δεδομένα» διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, σε βαθμό που ο διαχωρισμός της αλήθειας από το ψέμα γίνεται όλο και πιο δύσκολος – ειδικά από τη στιγμή που τα παραδοσιακά ΜΜΕ χαρακτηρίζονται από απολυταρχικούς ηγέτες ως «εχθροί του λαού».
Οπως, όμως, μας ενημερώνει ο Guardian, η εποχή μας δεν είναι η πρώτη που βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση της αυταρχικής προπαγάνδας. Μια βρετανική επιχείρηση παραπληροφόρησης στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε να υπονομεύσει την πίστη εκατομμυρίων Γερμανών στο καθεστώς του Χίτλερ. Ηταν η πρώτη ευρείας κλίμακας επιτυχημένη απόπειρα αντι-προπαγάνδας στην Ιστορία.
Της εκστρατείας ηγήθηκε ο Σέφτον Ντέλμερ, εβραϊκής καταγωγής συγγραφέας, επικεφαλής του τμήματος επιχειρήσεων σχεδιασμού πολιτικού πολέμου της βρετανικής αντικατασκοπείας. Ο Ντέλμερ υποδύθηκε πίσω από το μικρόφωνο έναν χαρακτήρα που αυτοαποκαλούνταν Der Chef (Ο Αρχηγός), ο οποίος ήταν αθυρόστομος, χαρακτήριζε τον Τσόρτσιλ «βρωμερό φιλοεβραίο μέθυσο» και παραπονιόταν ότι το ναζιστικό κόμμα ήταν γεμάτο από μπολσεβίκους.
Η περσόνα του Der Chef ήταν τμήμα μιας γιγαντιαίας επιχείρησης παραπληροφόρησης με στόχο την καταβαράθρωση του γερμανικού ηθικού και τη σπορά αμφιβολιών σχετικά με τις ηγετικές ικανότητες των ναζί. Μια στρατιά γερμανών μουσικών, καλλιτεχνών, ψυχιάτρων και άλλων αντιφρονούντων έστησε σειρά ραδιοφωνικών προγραμμάτων με δήθεν ναζιστική χροιά, που έσπερναν αμφιβολίες στους γερμανούς ακροατές.
Οι εκπομπές μεταδίδονταν στα βραχέα, που τότε ήταν πλημμυρισμένα από πειρατικούς αντιναζιστικούς ραδιοσταθμούς. Σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα βρετανικά έγγραφα, το 40% των γερμανών στρατιωτών συντονίζονταν στους σταθμούς του Ντέλμερ στη διάρκεια του πολέμου. Η αποτελεσματικότητά τους ήταν τέτοια που ακόμα και ο αρχιπροπαγανδιστής του καθεστώτος Γκέμπελς δεν μπορούσε να τα αντιμετωπίσει.
Ο Der Chef γνώριζε τα μαγαζιά όπου οι ναζιστές ηγέτες αγόραζαν μυστικά τα πολυτελή πατέ και τα πανάκριβα κρασιά τους. Ηξερε ακόμη και ποια γυναίκα ναζί αξιωματούχου είχε μόλις αγοράσει δεύτερο διαμέρισμα στη Βιέννη χάρη στις διεφθαρμένες διασυνδέσεις της. Τέτοιες λεπτομέρειες έκαναν τους ακροατές να πιστεύουν ότι προέρχονταν από γνώστες της ναζιστικής ελίτ.
Γιος βρετανοαυστραλών ακαδημαϊκών, ο Ντέλμερ βρέθηκε στο Βερολίνο σε ηλικία 10 ετών όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Με το τέλος του έφυγε στην Οξφόρδη για σπουδές και ακολούθως επέστρεψε στη Γερμανία ως ρεπόρτερ της Daily Express. Μιλούσε άπταιστα γερμανικά και είχε ένα ταλέντο να «μεταμφιέζεται» για τις ανάγκες του ρεπορτάζ – κάποτε υποδύθηκε τον βοηθό του αρχηγού των SA, Ερνστ Ρομ, για να μπει σε μια ναζιστική συγκέντρωση.
Στις αρχές του πολέμου ο Ντέλμερ απέτυχε να λάβει εξουσιοδότηση ασφαλείας στο Λονδίνο λόγω των γερμανικών διασυνδέσεών του, αλλά το 1941, όταν η Βρετανία άρχισε να βλέπει την αποτελεσματικότητα της ναζιστικής προπαγάνδας, του δόθηκε άδεια να δημιουργήσει τον δικό του προπαγανδιστικό μηχανισμό, με την εντολή να χρησιμοποιήσει όσες πιο ακραίες μεθόδους μπορούσε να επινοήσει.
Ο Der Chef ήταν το πρώτο του πείραμα και ο Ντέλμερ το χρησιμοποίησε για να εκφράσει την καταπιεσμένη οργή των γερμανών στρατιωτών, ειδικά των μελών των SS. «Αυτοί οι άνδρες φορούν τη γερμανική στολή αλλά σέρνουν το γερμανικό όνομα στη λάσπη. Θα πρέπει να τους στείλουν στα ανατολικά – όλα τα γουρούνια της Waffen SS πρέπει να σταλούν εκεί. Εκεί θα σκληραγωγηθούν – θα σκληρύνουν τα πάντα εκτός από το πέος τους» έλεγε με χαρακτηριστική γλαφυρότητα.
Τα προγράμματα του Der Chef δεν σόκαραν μόνο τη ναζιστική ελίτ, αλλά και τα πιο συντηρητικά μέλη της κυβέρνησης Τσόρτσιλ, που ζητούσαν τον τερματισμό τους. Ο σερ Στάφορντ Κριπς, πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στη Μόσχα, τρόμαξε με τη λεπτομερή περιγραφή ενός επώνυμου γερμανού ναυάρχου που «πήρε στο σπίτι τέσσερις ή πέντε ναύτες και μαζί με την ερωμένη του διοργάνωσε ένα όργιο με βούτυρο και κράνη».
Ο Ντέλμερ επέζησε των κυβερνητικών κριτικών, καθώς τα προγράμματά του πετύχαιναν τον στόχο τους – στο συγκεκριμένο παράδειγμα ο στόχος ήταν να καταδειχθεί πώς το βούτυρο που προοριζόταν για τους απλούς ανθρώπους γινόταν εργαλείο οργίων για τη ναζιστική ελίτ. Σύντομα βρέθηκε στα ραντάρ του αξιωματούχου των μυστικών υπηρεσιών του Ναυτικού Ιαν Φλέμινγκ –μετέπειτα δημιουργού του Τζέιμς Μποντ–, ο οποίος τον βοήθησε να επεκτείνει τις δραστηριότητές του.
Τον Οκτώβριο του 1943 ο «Soldatensender Calais» (στρατιωτικός ανταποκριτής από το Καλέ) έγινε ο νέος εφιάλτης των ναζί. Το νέο δημιούργημα του Ντέλμερ ήταν ένας σταθμός που ακουγόταν σαν τυπικό στρατιωτικό ραδιόφωνο με ανακοινώσεις της ναζιστικής ηγεσίας. Το υπόλοιπο περιεχόμενό του, όμως, αφορούσε θέματα που το καθεστώς επιχειρούσε να λογοκρίνει: λεπτομέρειες για τη στρατιωτική ζωή, τις επιδημίες στο στράτευμα, τα ελαττωματικά όπλα και τις απώλειες.
Μέσα από το «πατριωτικό» τους στιλ οι εκπομπές ρεζίλευαν τη ναζιστική ηγεσία, ενθάρρυναν τους πολίτες να την εγκαταλείψουν και τους στρατιώτες να παραδοθούν. Οδήγησαν έτσι τους ναζί αξιωματούχους σε μια παράνοια σχετικά με την πηγή των «διαρροών». Ο σταθμός εξέπεμπε στα μεσαία, όπου η άδεια του καθεστώτος ήταν απαραίτητη (γεγονός που του προσέδιδε κύρος), αλλά μετέδιδε περιεχόμενο που ήταν υπερβολικά ανατρεπτικό για ναζιστικό ραδιοσταθμό.
Ο σταθμός ήταν πολύ έξυπνα δομημένος. Εκπέμποντας στα μεσαία, έδινε άλλοθι στους πατριώτες Γερμανούς να τον ακούν, ενώ παράλληλα μετέδιδε τραγούδια αμερικανικής τζαζ –που το καθεστώς απαγόρευε, αλλά οι γερμανοί στρατιώτες λάτρευαν– χωρίς τα αγγλικά φωνητικά. Ο Ντέλμερ είχε τη δική του μπάντα με αστέρια του καμπαρέ που ήταν εξόριστοι από το Βερολίνο, πολλοί εκ των οποίων ήταν εβραίοι μουσικοί.
Η επιτυχία της προπαγανδιστικής δουλειάς του Ντέλμερ στα ερτζιανά ήταν να δώσει δικαιολογία στους ακροατές για να κάνουν κάτι που κρυφά επιθυμούσαν, χωρίς να υφίστανται κήρυγμα υπέρ των αρετών της δημοκρατίας – που ήταν άχρηστο σε ένα απολυταρχικό καθεστώς. Αντίθετα, στόχευε στο συναίσθημα και στις κρυφές αδυναμίες των Γερμανών, που ενδόμυχα ήταν σημαντικότερες από την πατριωτική έκσταση την οποία καλλιεργούσε το καθεστώς.
Υπάρχουν διδάγματα που μπορούν να αντληθούν σήμερα από τις ιδέες και τις καινοτομίες του Ντέλμερ. Οπως και στη δεκαετία του 1930, τα δικτατορικά καθεστώτα στη Μόσχα, στο Πεκίνο ή στην Τεχεράνη διαθέτουν ιδιαίτερα προηγμένες δυνατότητες στον πόλεμο της πληροφορίας. Ενας τρόπος αντιμετώπισής τους είναι μια αντιπαράθεση με έναν αντιστοίχως έξυπνο και σαρκαστικά χιουμοριστικό τρόπο με εκείνον του Ντέλμερ.
Η σύγχρονη προπαγάνδα στο διαδίκτυο οξύνει τα πνεύματα μέσω φαινομενικά αλλοπρόσαλλων θεωριών συνωμοσίας, που εκμεταλλεύονται τις δυσαρεστημένες μάζες και πολώνουν τις σύγχρονες δημοκρατίες. Τροφοδοτούν κινήματα όπως αυτό του πρώην αμερικανού προέδρου Τραμπ και αυξάνουν το διεθνές προφίλ αυταρχικών ηγετών όπως ο Πούτιν. Η γοητεία που ασκούν οι δικτάτορες σε ένα πληγωμένο και φοβισμένο κοινό παραμένει υψηλή, όπως και κατά τον Μεσοπόλεμο.
Η λογική καταπολέμησης της οργανωμένης προπαγάνδας οφείλει να περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται και ενεργούν οι πιο επιρρεπείς στους μηχανισμούς της, ίσως περισσότερο και από το τι σκέφτονται. Η απλή παράθεση των πραγματικών γεγονότων δεν αρκεί. Απαιτείται παράλληλα μια μορφή συναισθηματικής ισχύος που τα παραδοσιακά Δυτικά ΜΜΕ δεν διαθέτουν.
Δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσουν την ίδια την προπαγάνδα ως δούρειο ίππο, όπως έκανε ο Ντέλμερ –αν και ο αυτοσαρκασμός είναι πάντα αποτελεσματικός–, αλλά οφείλουν να ανταποκριθούν στις συναισθηματικές ανάγκες του κοινού. Παράλληλα, τα ΜΜΕ οφείλουν να καλλιεργήσουν την αίσθηση της κοινότητας, του γεγονότος ότι όποια προβλήματα αντιμετωπίζουν οι οικονομικά πιο ευάλωτοι και επιρρεπείς στην πόλωση πολίτες αφορούν και τα πιο ευκατάστατα μέλη των ελίτ. Ετσι αποφεύγεται ο πειρασμός του αποφασιστικού δικτάτορα.
Η απλή παράθεση της αλήθειας και των γεγονότων θέτει τα αξιόπιστα ΜΜΕ στον ρόλο που εξυπηρετεί τους προπαγανδιστές. Οφείλουν να εφεύρουν τρόπους που καλωσορίζουν τους δυσαρεστημένους ως ενεργούς συμπαίκτες τους. Κανείς δεν μπορεί να ταΐσει την αλήθεια σε ανθρώπους που δεν είναι διατεθειμένοι να την ακούσουν – μπορεί όμως να τους εμπνεύσει κίνητρα ώστε να ενδιαφερθούν για αυτήν από μόνοι τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News