Μια μέρα, τον Φεβρουάριο του 1985, στο Λος Αντζελες, στη διάρκεια των γυρισμάτων του βίντεο «Material Girl» της Μαντόνα, ένας νεαρός άνδρας με δερμάτινο μπουφάν παρακολουθούσε την κυρία Τσικόνε παραμονεύοντας στις σκιές. Στα 24 του, μετά από έξι ταινίες, κάποιοι θεωρούσαν ότι ήταν ο πιο ταλαντούχος ηθοποιός της γενιάς του. Ηταν και από τους πιο δύσκολους. Το όνομά του ήταν Σον Πεν και θα γινόταν έρωτας ζωής για τη Μαντόνα, γράφει η Μέρι Γκέιμπριελ στο βιβλίο της «Madonna: A Rebel Life», μια νέα βιογραφία της κορυφαίας ποπ σταρ, που κυκλοφορεί στις 10 Οκτωβρίου.
Ο Πεν και η Μαντόνα δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, ωστόσο η 26χρονη τραγουδίστρια είχε ήδη ιντριγκάρει τον ηθοποιό, που κανόνισε να πάει στα γυρίσματα του βίντεο. Πέρασε τη μέρα του παρακολουθώντας την, αναφέρει η Γκέιμπριελ στο απόσπασμα που δημοσιεύεται στους βρετανικούς Times με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της. Η Μαντόνα είπε στον Κρις Τσέιζ του Cosmopolitan ότι τον πρόσεξε και εκείνη: «Αυτός ο τύπος με το δερμάτινο μπουφάν και τα γυαλιά ηλίου στεκόταν στη γωνία και με κοίταζε. Συνειδητοποίησα ότι ήταν ο Σον Πεν και αμέσως είχα τη φαντασίωση ότι επρόκειτο να γνωριστούμε, να ερωτευτούμε και να παντρευτούμε».
Το ειδύλλιο ξεκίνησε γρήγορα και μεθυστικά. Η Μαντόνα και ο Πεν αρραβωνιάστηκαν το καλοκαίρι του 1985. Ο γάμος τους, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, θα χαρακτηριζόταν από βαθιά αγάπη και ακραία απελπισία. Οπως ήταν αναμενόμενο, τα προβλήματά τους δεν ήταν τα φυσιολογικά που βίωναν τα ερωτευμένα νεαρά ζευγάρια. Η Μαντόνα ήταν η πιο καυτή νέα ερμηνεύτρια του πλανήτη και εκείνος ο πιο ευέξαπτος τύπος του Χόλιγουντ και πολύ ασταθής. Μετά τον αρραβώνα τους, ο Πεν έκανε την πρώτη του επίθεση σε δημοσιογράφους, για την οποία του απαγγέλθηκε κατηγορία για επίθεση και βιαιοπραγία.
Η Μαντόνα Λουίζε Τσικόνε γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1958, στο Μπέι Σίτι του Μίσιγκαν, από τον Σίλβιο «Τόνι» Τσικόνε -το νεότερο από τα έξι αγόρια μιας οικογένειας ιταλών μεταναστών στην Πενσιλβάνια- και την ενθουσιώδη, γαλλοκαναδικής καταγωγής, Μαντόνα Φορτίν. Η Μαντόνα τζούνιορ ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά και η πρώτη κόρη, ένα μικροσκοπικό παιδί με σκούρα μαλλιά και πράσινα μάτια. Οι Τσικόνε ζούσαν στο Πόντιακ, 20 μίλια βορειοδυτικά του Ντιτρόιτ, όπου ο πατέρας της εργαζόταν στο αμυντικό τμήμα της Chrysler. Η οικογενειακή ζωή ήταν ξέφρενη και διασκεδαστική, αν και βαθιά θρησκευόμενη.
Ολα αυτά άλλαξαν το 1961, όταν η 28χρονη μητέρα της Μαντόνα ανακάλυψε ότι είχε καρκίνο του μαστού. Οταν ήταν νεότερη, είχε εργαστεί ως τεχνικός ακτίνων Χ, σε μια εποχή που δεν λαμβάνονταν προφυλάξεις για την προστασία του ιατρικού προσωπικού από τις επιπτώσεις της ακτινοβολίας. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1963, αφήνοντας τον Τόνι να μεγαλώσει έξι παιδιά κάτω των οκτώ ετών. Πολλά χρόνια αργότερα η Μαντόνα είπε στον δημοσιογράφο Τσάρλι Ρόουζ ότι η είδηση του θανάτου της μητέρας της ήταν σαν «να έβγαινε η καρδιά σου από το στήθος σου, η απόλυτη εγκατάλειψη. Το πού πήγε ήταν ένα μεγάλο μυστήριο για μένα, και υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού μου που την περίμενε να επιστρέψει».
Η Μαντόνα ήταν πέντε ετών όταν συνέβη. Κατάφερε όμως να ξεπεράσει την απώλεια και την επακόλουθη αίσθηση εγκατάλειψης, όταν ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη ως επίδοξη χορεύτρια -ενθουσιασμένη, τρομοκρατημένη και σχεδόν απένταρη- είχε τη στωικότητα, την ορμή και το θάρρος να περιηγηθεί ένα κομμάτι της ζωής, που ήταν σκέτη κόλαση. Εκανε ό,τι δουλειά έβρισκε, όσο κακή κι αν ήταν, δανειζόταν χρήματα όταν τα χρειαζόταν, έκλεβε φαγητό όταν έπρεπε. Τελικά, όταν έστρεψε το ενδιαφέρον της στη μουσική, τα κατάφερε. Το 1982, η Μαντόνα υπέγραψε με τη Sire Records και κυκλοφόρησε το πρώτο της single, «Everybody». Μέχρι το 1985, είχε κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ, το «Madonna» και το «Like a Virgin», ενώ ήταν έτοιμη να κυκλοφορήσει και η πρώτη της μεγάλη ταινία, το «Desperately Seeking Susan».
Ο Πεν είχε επίσης πνεύμα μαχητικό και γεννήθηκε με δίκαιη δυσαρέσκεια, εν μέρει επειδή το οικογενειακό του αφήγημα βασίστηκε σε μια αδικία. Ο Λίο, ο πατέρας του, καταγόταν από μια οικογένεια ρώσων και λιθουανών εβραίων μεταναστών στην Καλιφόρνια· ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά όταν ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τον κάλεσε το στρατιωτικό καθήκον. Επέστρεψε με ένα μετάλλιο και ένα συμβόλαιο με την Paramount, αλλά τη στιγμή που η καριέρα του ήταν έτοιμη να απογειωθεί, έμαθε ότι είχε μπει στη μαύρη λίστα επειδή πριν από τον πόλεμο συμμετείχε στις συνεδριάσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν τέλειωσε το κυνήγι των «κόκκινων μαγισσών» ο Λίο μπορούσε να εργαστεί ξανά, αλλά η καριέρα του στον κινηματογράφο είχε τελειώσει. Αντ’ αυτού, έγραψε σενάρια, σκηνοθέτησε και έπαιξε στην τηλεόραση και το θέατρο, όπου γνώρισε τη σύζυγό του, Αϊλίν Ράιαν, μια ηθοποιό, μισή Ιρλανδή, μισή Ιταλίδα, ειλικρινή και ενθουσιώδη. Παντρεύτηκαν, επέστρεψαν στην Καλιφόρνια και απέκτησαν τρεις γιους: τον Μάικλ, τον Σον και τον Κρίστοφερ.
Ο Σον Πεν μεγάλωσε στο Μαλιμπού, όπου τα ενδιαφέροντά του στο γυμνάσιο περιστρέφονταν γύρω από το σερφ, το τένις και την πολιτική. Ονειρευόταν να γίνει δικηγόρος αλλά όταν τέλειωσε το σχολείο ήθελε να γίνει ηθοποιός. Για δύο χρόνια σπούδασε υποκριτική και εργάστηκε σαν φορτοεκφορτωτής και σε εστιατόρια, πάρκαρε αυτοκίνητα και έπλενε πιάτα για να βγάλει χρήματα.
Μετά από δύο χρόνια δουλειάς στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ο Πεν έγινε σταρ -την ίδια χρονιά που άφησε και η Μαντόνα το στίγμα της- με την κυκλοφορία της κωμωδίας «Πλακατζήδες και Μπουμπούκια» («Fast Times at Ridgemont High», 1982). Στα 22 του, τον αποθέωσαν κοινό και κριτικοί. Αλλά το να είναι σταρ δεν τον ενδιέφερε, στην πραγματικότητα τον ενοχλούσε.
Τα γενέθλια του ζευγαριού ήταν στις 16 και 17 Αυγούστου· η Μαντόνα είχε γεννηθεί πρώτη στις 16 Αυγούστου. Ετσι, θέλησαν να κάνουν τη γαμήλια τελετή τα μεσάνυχτα, αλλά από σεβασμό προς την οικογένεια συμφώνησαν στα γενέθλια της Μαντόνα, για την περίσταση. Το ζευγάρι έκανε απίθανες προσπάθειες για να κρατήσει μυστική την τοποθεσία του γάμου (σε ένα σπίτι φίλων των γονιών του Πεν στο Μαλιμπού): η βοηθός του Πεν, Μέγκαν Οξ, μίλησε με όλους τους καλεσμένους για τις λεπτομέρειες, και τα φορτηγά παράδοσης, το catering και οι ανθοπώλες έλαβαν πληροφορίες την τελευταία στιγμή.
Ανδρες της ασφάλειας με κιάλια νυχτερινής όρασης έλεγχαν την περίμετρο για εισβολείς: ένας ιταλός φωτογράφος πλήρως καμουφλαρισμένος και με μαυρισμένο πρόσωπο εντοπίστηκε ανάμεσα στους θάμνους όπου είχε κρυφτεί από το προηγούμενο βράδυ. Αλλά η μυστικοπαθής προσέγγιση του ζευγαριού για την τελετή προκάλεσε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον του Τύπου. Οκτώ ελικόπτερα έκαναν κύκλους πάνω από το κτήμα των Ούνγκερ περνώντας πάνω από τους χώρους της τελετής κάθε τρία λεπτά. «Ηταν σαν το “Αποκάλυψη Τώρα”», έγραψε ο Αντι Γουόρχολ, ένας από καλεσμένους, στο ημερολόγιό του για τα ελικόπτερα. «Ηταν απλώς το πιο συναρπαστικό Σαββατοκύριακο της ζωής μου».
Ο Πεν πυροβόλησε τα ελικόπτερα με το 45άρι του, παρά την παράκληση της Μαντόνα να μην το κάνει. Είχε επίσης γράψει «F*** OFF» με γράμματα ύψους 12 ποδιών (3,66 μ) στην παραλία κάτω από το σπίτι των Ούνγκερ σε μια προσπάθεια να εμποδίσει τους φωτογράφους να τραβήξουν φωτογραφίες. Δεν λειτούργησε.
Οι καλεσμένοι της Μαντόνα περιλάμβαναν την οικογένειά της από το Μίσιγκαν, στελέχη της μουσικής βιομηχανίας, την Ροζάνα Αρκέτ, συμπρωταγωνίστριά της στο «Ψάχνοντας Απεγνωσμένα τη Σούζαν» (1985) και την Σούζαν Σάιντελμαν, σκηνοθέτρια της ταινίας, τη Σερ με μια τεράστια μοβ περούκα, τον εικαστικό Κιθ Χέρινγκ, την ηθοποιό Νταϊάν Κίτον και τον Αντι Γουόρχολ. Ο Πεν είχε καλέσει μια ομάδα νεαρών ταλέντων του Χόλιγουντ, τους Κάρι Φίσερ, Τσάρλι Σιν, Τζουντ Νέλσον, Ρομπ Λόου, Εμίλιο Εστέβες και Τομ Κρουζ.
Ο Πεν εξέπληξε τη γυναίκα του με το δώρο γάμου – γενεθλίων, ένα κάμπριο Thunderbird του 1957 και οι νεαροί νεόνυμφοι αγόρασαν ένα σπίτι στο Μαλιμπού και ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Από την αρχή της σχέσης τους, η δουλειά τους κρατούσε συχνά χώρια. Αποφάσισαν να κάνουν μαζί μια ταινία. Στις 7 Νοεμβρίου 1985, ανακοινώθηκε ότι είχαν υπογράψει για να συμπρωταγωνιστήσουν στους «Τυχοδιώκτες της Σαγκάης» (σε συμπαραγωγτή του Τζορτζ Χάρισον), μια ρομαντική κωμωδία που διαδραματίζεται στη Σαγκάη καθώς οι Ιάπωνες ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην Κίνα, την παραμονή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις αρχές Ιανουαρίου 1986 πέταξαν στην Ασία, συνοδευόμενοι από τον αδερφό της Μαντόνα, Κρίστοφερ Τσικόνε, για τα γυρίσματα. Από την αρχή η ταινία -που γυρίστηκε στο Χονγκ Κονγκ, το Μακάο και αργότερα στο Λονδίνο- είχε προβλήματα: οι παπαράτσι ήταν επιθετικοί, το εξ ολοκλήρου βρετανικό συνεργείο θεωρούσε τη Μαντόνα και τον Πεν αγενέστατους, στο πλατό κυκλοφορούσαν ποντικοί και γινόντουσαν διακοπές ρεύματος και η Μαντόνα είπε στον Κρις Τσέιζ του Cosmopolitan ότι ο σκηνοθέτης Τζιμ Γκοντάρ φαινόταν έξω από τα νερά του.
Η Μαντόνα και ο Πεν άρχισαν να τσακώνονται. Ο Κρίστοφερ θυμήθηκε ότι ξύπνησε στις 3 τα ξημερώματα από ουρλιαχτά και έπιπλα που έσπαγαν στη σουίτα τους δίπλα του. «Αν και είμαι μισοκοιμισμένος, μπορώ να ξεχωρίσω μερικές από τις λέξεις», θυμάται στο βιβλίο του «Life with My Sister Madonna», «“Εγώ είμαι ο ηθοποιός, όχι εσύ. Θα πρέπει να ξεχάσεις την υποκριτική”, και “γ*** παρανοϊκέ control freak, δεν έχεις ιδέα για τον χειρισμό των μέσων ενημέρωσης”».
Οταν ο Κρίστοφερ άκουσε κάτι σαν γροθιά στον τοίχο, η πόρτα άνοιξε και η Μαντόνα όρμησε στο δωμάτιό του με τον Πεν να την κυνηγάει. Ο Κρίστοφερ τον κλείδωσε απ’ έξω. «Ο Σον χτυπάει την πόρτα φωνάζοντας: “Ανοιξε τη γ***η πόρτα, Μαντόνα, άνοιξε τη γ***η πόρτα”». Τελικά σταμάτησε. Το ίδιο και το κλάμα της, και αποκοιμήθηκαν μαζί με τον Κρίστοφερ στο δωμάτιό του. Το πρωί επέστρεψε στο πλατό σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Από την πλευρά του, ο Πεν παραδέχτηκε ότι βασιζόταν στο ποτό για να τα καταφέρει στο γύρισμα.
Οταν τελείωσαν τα γυρίσματα, η Μαντόνα επέστρεψε στο Λος Αντζελες και μπήκε στο στούντιο για να δουλέψει το τρίτο της άλμπουμ, «True Blue». Ηταν σίγουρα ερωτευμένη. Αποκαλούσε τον Πεν «ο ήρωάς μου και ο καλύτερός μου φίλος». Στα τέλη του 1985 είπε στον ηθοποιό Χάρι Ντιν Στάντον ότι ένιωθε «πιο ήρεμη τώρα από ποτέ. Αυτό σημαίνει ότι μπορώ πραγματικά να συγκεντρωθώ στα σημαντικά πράγματα. Είναι αστείο, τώρα που είμαι ερωτευμένη, νιώθω ότι όλα τα τραγούδια που γράφω, τα κάνω για εκείνον. Το κάνω για μένα, αλλά το κάνω για εκείνον. Γράφω τους στίχους ή τη μουσική, ή κάτι που είναι δημιουργικό, και σκέφτομαι, “Θα του άρεσε;”».
Oμως ο Πεν δεν ένιωθε πιο ήρεμος. Αφού έλαβε ως γαμήλιο δώρο ένα βιβλίο ποίησης του Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο ηθοποιός αποφάσισε να γνωρίσει τον 65χρονο αλκοολικό συγγραφέα. Ο Μπουκόφσκι έγινε μια από τις κύριες επιρροές του Πεν κατά τον πρώτο χρόνο του γάμου του, αλλά ξύπνησε επίσης την πιο αυτοκαταστροφική πλευρά του Σον.
Παρ’ όλα αυτά, η κοινή τους ζωή ήταν κατά κάποιο τρόπο εκπληκτικά φυσιολογική. Οταν βρίσκονταν στη Δυτική Ακτή επισκέπτονταν τους γονείς του Πεν μια φορά την εβδομάδα. Τα αδέρφια του ήταν τριγύρω, τα αδέρφια της επίσης. Του έκανε δώρο ένα κουτάβι. Και όταν τα προγράμματά τους το επέτρεπαν, το ζευγάρι καθόταν μπροστά στην τηλεόραση. Εκείνες τις στιγμές δεν ήταν ο ηθοποιός Σον Πεν και η σούπερ σταρ Μαντόνα. Ηταν απλώς ένα νεαρό ζευγάρι σφιχταγκαλιασμένο στον καναπέ. Ηταν οι πολύτιμες στιγμές τους.
Ωστόσο, δεν υπήρχαν αρκετές τέτοιες στιγμές γιατί προέκυψαν περισσότερα προβλήματα. Τον Απρίλιο του 1986, σε μια έκρηξη ζήλειας ο Πεν γρονθοκόπησε τον Ντέιβιντ Βολίνσκι, έναν μουσικό, φίλο της Μαντόνα, σε ένα κλαμπ στο Λος Αντζελες. Η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, όπου του επιβλήθηκε πρόστιμο 1.700 δολαρίων και φυλάκιση ενός έτους με αναστολή. Αλλά τον Απρίλιο του 1987, στα γυρίσματα της ταινίας «Colors» (1988), ο Πεν παρατήρησε έναν άνδρα σε skateboard να βγάζει φωτογραφίες· αντάλλαξαν βρισιές και φτυσίματα. Ο Πεν τον χτύπησε και τον ξαναχτύπησε. Συνελήφθη και η δίκη του ορίστηκε τον Ιούνιο.
Λίγο πριν από τη δίκη ωστόσο, ο Πεν πέρασε την Ημέρα Μνήμης (σσ: αμερικανική αργία προς τιμήν των πεσόντων στους πολέμους) στο σπίτι του Μπουκόφσκι πίνοντας· επιστρέφοντας, συνελήφθη για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Είχε παραβιάσει την αναστολή του. Καταδικάστηκε σε 60 ημέρες φυλάκιση, που θα ξεκινούσε στα τέλη Ιουλίου στη φυλακή της κομητείας του Λος Αντζελες.
Για τη Μαντόνα η ασυμφωνία μεταξύ της προσωπικής και της επαγγελματικής της ζωής ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερη. Στις 27 Ιουνίου, καθώς ο σύζυγός της ετοιμαζόταν για τη φυλακή, η τραγουδίστρια άνοιξε την περιοδεία της στο Miami Orange Bowl μπροστά σε ένα πλήθος μεγαλύτερο των 64.000. Μέχρι το τέλος της περιοδείας, ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι σε τρεις ηπείρους είχαν δει το σόου της, και η σταρ κέρδισε περισσότερα χρήματα ανά συναυλία, από οποιοδήποτε άλλο σόου στην ιστορία. Ο Πεν αφέθηκε ελεύθερος στις 17 Σεπτεμβρίου, αφού εξέτισε τις 47 ημέρες της ποινής.
Ηταν πλέον ξεκάθαρο ότι σοβαρά ζητήματα υπονόμευαν τη σχέση τους. Κατ’ αρχάς ήταν η ζήλια του Πεν· αλλά και οι καριέρες τους. Στα τρία χρόνια από τότε που γνωρίστηκαν, από ανερχόμενη ποπ σταρ η Μαντόνα είχε γίνει η πιο πλούσια γυναίκα στη βιομηχανία της διασκέδασης σε όλο τον κόσμο. Οι προσδοκίες τους για τη σχέση τους είχαν επίσης αποκλίνει. Εκείνη ήθελε έναν γάμο μεταξύ ίσων. Εκείνος ήταν πολύ παραδοσιακός και απαιτούσε να είναι ο «άντρας». Ολη αυτή η διαφωνία ήταν ό,τι χρειαζόντουσαν τα ταμπλόιντ. Οι παπαράτσι δεν άφηναν ούτε στιγμή ήσυχο το ζευγάρι.
Ο Πεν τα κατάφερε πίνοντας περισσότερο, η Μαντόνα δουλεύοντας πιο σκληρά. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1988 είχε κλείσει τα 30 και δούλευε το επόμενο άλμπουμ της, «Like a Prayer». Ο Πεν εμφανιζόταν σε ένα έργο, το «Hurlyburly», που ανέβηκε τον Νοέμβριο στο Λος Αντζελες. Αλλά το βράδυ της πρεμιέρας το ζευγάρι τσακώθηκε δημόσια. Ηταν ακόμη ένας άγριος καυγάς καθώς η σχέση τους ξέφτιζε.
Στις 5 Ιανουαρίου 1989, επικαλούμενη «ασυμβίβαστες διαφορές», η Μαντόνα υπέβαλε αίτηση διαζυγίου από τον Σον Πεν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κομητείας του Λος Αντζελες. Οι όροι του διαζυγίου ήταν απλοί. Η Μαντόνα ήθελε να αλλάξει το επίθετό της από Πεν σε Τσικόνε. Κράτησε όλα της τα χρήματα και το διαμέρισμα της Νέας Υόρκης. Ο Πεν κράτησε τα χρήματά του και το σπίτι στο Μαλιμπού. Χρόνια αργότερα και οι δύο ανέλαβαν την ευθύνη για τον θάνατο του γάμου τους. Ο Πεν περιέγραψε τον εαυτό του εκείνη την περίοδο ως θυμωμένο νεαρό άνδρα και παραδέχτηκε ότι η ζωή μαζί του ήταν δύσκολη. Από την πλευρά της, η Μαντόνα είπε ότι δεν ήταν έτοιμη να παντρευτεί. «Ο Σον ήθελε πραγματικά μια σύζυγο, κάποια που να είναι πιο περιποιητική από ό,τι ήμουν έτοιμη να γίνω εγώ. Πολεμούσα τη συμβατική ιδέα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται μια γυναίκα».
Το διαζύγιο οριστικοποιήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1989, λίγες ημέρες αφότου η Μαντόνα απέκτησε ένα νέο σπίτι. Η σκηνή του γάμου της επαναλήφθηκε, με τα ελικόπτερα να βουίζουν από πάνω και να βγάζουν φωτογραφίες. Αυτή τη φορά τους άφησε. Είχε μια νέα ζωή μπροστά της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News