Ο Μαγκντί Γιακούμπ έχει χαρακτηριστεί «ο Λεονάρντο ντα Βίντσι της Καρδιοχειρουργικής» και όχι άδικα. Ο αιγυπτιακής καταγωγής 87χρονος (βρετανός υπήκοος) δημιούργησε το μεγαλύτερο πρόγραμμα μεταμοσχεύσεων καρδιάς στον κόσμο και πραγματοποίησε ο ίδιος περισσότερες από 2.500 επεμβάσεις, (ανάμεσα στις οποίες και εκείνη στον Ανδρέα Παπανδρέου στο Χέρφιλντ, το φθινόπωρο του 1988), όπου ο Γιακούμπ διατηρεί ακόμη το ομώνυμο Ινστιτούτο του. Σήμερα, ο ίδιος και η ομάδα του προσπαθούν να κατασκευάσουν την πρώτη καρδιακή βαλβίδα που θα χρησιμοποιεί τα βλαστοκύτταρα του ίδιου του ασθενούς.
«Δεν βλέπω τον εαυτό μου σαν ήρωα», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Telegraph, «είναι προνόμιο να είσαι γιατρός. Οι άνθρωποι μας αγαπούν και μας σέβονται όχι για τον εαυτό μας, αλλά για το επάγγελμά μας. Και αυτό σου μαθαίνει να είσαι ταπεινός».
«Συχνά οι άνθρωποι με ρωτούν το μυστικό της επιτυχίας μου. Είναι τρία πράγματα: Το πρώτο είναι το πάθος· πρέπει να αγαπάς πραγματικά αυτό που κάνεις. Το δεύτερο είναι η επιμονή· Πρέπει να επιμένεις. Και το τρίτο είναι η ταπεινότητα, πρέπει να είσαι ταπεινός».
Σήμερα, έπειτα από 70 χρόνια καριέρας, ο Γιακούμπ αναρωτιέται αν βρίσκεται στο τέλος της αρχής ή στην αρχή του τέλους. «Μάλλον στο τέλος της αρχής», λέει. «Εχω πολλά ακόμη να κάνω».
Πρόσφατα εκδόθηκε η βιογραφία του, με τίτλο «A Surgeon and a Maverick», η οποία διηγείται το μακρύ ταξίδι του από το Μπελμπεΐς στις όχθες του Νείλου ως τη διασημότητα. Το βιβλίο δεν διηγείται μόνο τις επιτυχίες του, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε.
Στην αρχή θεωρήθηκε πολύ υπερόπτης και «ξένος» στη Βρετανία, καθώς εργαζόταν ατελείωτες ώρες και επέμενε να αυξηθούν οι επεμβάσεις ανοικτής καρδιάς στο Χέρφιλντ από μία ή δύο την εβδομάδα σε 14 και 15.
Ο Γιακούμπ ήθελε να αποδείξει ότι ο γιατρός πατέρας του είχε άδικο όταν του έλεγε –ως παιδί– ότι «δεν είχε την ευφυΐα να ακολουθήσει τα βήματά του». Φτάνοντας στη Βρετανία, άρχισε σύντομα να εργάζεται δίπλα στους καλύτερους καρδιοχειρουργούς. Οταν απέρριψαν την αίτησή του να γίνει σύμβουλος στο Βασιλικό Νοσοκομείο του Μπρόμπτον, ο Γιακούμπ έφυγε στην Αμερική και βρήκε μια θέση στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγου.
Την ίδια περίοδο, στις 3 Δεκεμβρίου 1967, ο νοτιοαφρικανός χειρουργός Κρίστιαν Μπάρναρντ έκανε την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Μπάρνταρντ θα κατηγορούσε τον Γιακούμπ για «σοβαρό λάθος», όταν πραγματοποίησε μια αποτυχημένη μεταμόσχευση, το 1984.
«Οι εφημερίδες έγραφαν ότι ήμασταν ανήθικοι γιατροί που κάναμε επεμβάσεις για τη δική μας δόξα», λέει ο ίδιος. «Λάθος. Θέλαμε απλώς να βοηθήσουμε ανθρώπους που δεν είχαν πλέον πού αλλού να στραφούν».
Ο Γιακούμπ, που έχει εργαστεί με αμερικανούς ασθενείς επί χρόνια, λέει ότι οι Βρετανοί «θεωρούν δεδομένο το Εθνικό Σύστημα Υγείας τους (NHS). «Δεν είναι τέλειο, αλλά οι άνθρωποι ασκούν υπερβολική κριτική», λέει. «Δεν βλέπουν άλλα μοντέλα και αν πας στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η περίθαλψη είναι καταστροφή. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα έπρεπε να είναι εντελώς εκτός πολιτικής», συμπληρώνει. «Ανήκει στους ανθρώπους».
Στην Αμερική χειρουργούσε ακούγοντας Μπαχ και Μότσαρτ και αυτό του έδωσε το παρατσούκλι «Ο βιρτουόζος». Επέστρεψε στη Βρετανία, παντρεμένος πλέον με τη Μαριάν Μπέγκελ, μια γερμανίδα νοσοκόμα που περίμενε ήδη το παιδί τους. Καθώς μετέτρεπε το Χέρφιλντ σε επίκεντρο της παγκόσμιας καρδιοχειρουργικής, εργαζόταν με εκπληκτική αντοχή. Ο συνάδελφός του, Πίτερ Αλιβιζάτος θυμάται ότι χειρουργούσε ως τις 3 το πρωί, κοιμόταν τρεις ώρες και ξεκινούσε ξανά τη μέρα του.
Η εργασιομανία του δημιούργησε τριβές στον γάμο του και η σύζυγός του τον ρώτησε κάποτε «αν ήξερε καν τα τρία παιδιά τους», τον Αντριου, τη Λίζα και τη Σόφι. Στο βιβλίο, ο Αντριου, 54 ετών σήμερα, θυμάται να ρωτάει θυμωμένος τον πατέρα του όταν ήταν παιδί: «Γιατί επιμένεις να το παρατραβάς, ρισκάροντας τα πάντα;». Κι εκείνος του απάντησε: «Επειδή όλα τα άλλα θα ήταν μετριότητα. Και δεν μπορώ να ζήσω με τη μετριότητα».
Οταν σταμάτησε να χειρουργεί, στα 65 του, άρχισε να επιδίδεται σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Πολλοί πιστεύουν ότι έχει καταφέρει περισσότερα τα 20 τελευταία χρόνια από ό,τι τα 40 προηγούμενα. Το 2011 η Μαριάν πέθανε στα 71 της από καρκίνο. Ο Γιακούμπ έφυγε από το σπίτι τους στο Λονδίνο και μετακόμισε μόνιμα στο Χέρφιλντ.
Ανάμεσα στους διάσημους ανθρώπους τους οποίους χειρούργησε ο Γιακούμπ, ήταν και ο συμπατριώτης του, ο ηθοποιός Ομάρ Σαρίφ. Ο Σαρίφ πήγε στο Λονδίνο το 1993 για να συναντήσει τον Γιακούμπ, μόλις έμαθε ότι έχει πρόβλημα στην καρδιά. Χρειαζόταν τριπλό μπαϊπάς.
«Εφτασα στο Χέρφιλντ το βράδυ», είχε πει ο Σαρίφ, «και αφού με εξέτασε, μου είπε: “Εχω λίγες ώρες κενό, αν θες σε χειρουργώ τώρα”. Μόλις είχα βγει από το αεροπλάνο και πριν καλά καλά το καταλάβω, με είχαν ξυρίσει και με είχαν πάει στο χειρουργείο. Ο Μαγκντί δεν μου άφησε χρόνο να φοβηθώ και αυτό είναι καλό».
Το 1983, ο σουηδός αθλητικογράφος Λαρς Λιούνμπεργκ, 33 ετών, έγινε ο αποδέκτης της πρώτης συνδυασμένης μεταμόσχευσης καρδιάς και πνεύμονα στο Ηνωμένο Βασίλειο, που πραγματοποιήθηκε από τον Γιακούμπ.
«Δεν είμαι μηχανή, είμαι συναισθηματικός άνθρωπος. Ομως, όταν κάνω μια επέμβαση μετατρέπομαι σε μηχανή και αφιερώνομαι σε ένα πράγμα: να σώσω αυτόν τον άνθρωπο. Τώρα, εδώ. Πρέπει να απομονώνεις τα συναισθήματά σου. Κι αυτό έχει κόστος».
Ηταν τα συναισθήματα, όμως, που έφεραν τον Γιακούμπ κοντά με την Νταϊάνα, την πριγκίπισσα της Ουαλίας, με την οποία τον σύστησε ένας συνάδελφός του, ο Χασνάτ Καν, το 1995. Η Νταϊάνα ήθελε να συνεισφέρει στο Chain of Hope, τη φιλανθρωπική πρωτοβουλία του Γιακούμπ, η οποία προσπαθεί να προσφέρει επεμβάσεις εκεί όπου δεν είναι διαθέσιμες. Ο Γιακούμπ δεν ήξερε ότι η Νταϊάνα είχε δεσμό με τον Καν. Εντυπωσιάστηκε πολύ από την ευαισθησία της και την ευφυΐα της. «Δεν ήταν μόνο ένα όμορφο πρόσωπο. Ηθελε να αλλάξει τον κόσμο», λέει στην Telegraph.
Οταν ένα κοριτσάκι με νεφρική ανεπάρκεια ζήτησε να γνωρίσει τον πρίγκιπα Ουίλιαμ, εκείνος αρνήθηκε και η μητέρα του θύμωσε: «Αν πρόκειται να γίνεις κάποτε βασιλιάς, πρέπει να νιώθεις και τον πόνο του λαού», είπε. Τελικά ο Ουίλιαμ και ο Χάρι άρχισαν να αλληλογραφούν με το κοριτσάκι, το οποίο χειρουργήθηκε, και συνέχισαν επί 12 χρόνια.
Η επιμονή της Νταϊάνα να παρακολουθήσει από κοντά μια επέμβαση καρδιάς, στο Χέρφιλντ, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Κατηγορήθηκε από τον Τύπο, αλλά και από γιατρούς και νοσοκόμες, ότι η παρουσία της ήταν περιττή και θα μπορούσε να οδηγήσει σε μολύνσεις. Επιπλέον την κατηγόρησαν επειδή δεν κάλυψε τα μαλλιά της, ενώ φορούσε μακιγιάζ και σκουλαρίκια. Ο Γιακούμπ επιμένει ότι όλα αυτά ήταν υπερβολές.
Ο ίδιος περιγράφει την Νταϊάνα ως «μεγάλη ανακούφιση». «Ακούω ακόμη τη φωνή της στο κεφάλι μου, να με προτρέπει να συνεχίσω. Είχαμε τους ίδιους στόχους, να απαλύνουμε την ανθρώπινη δυστυχία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News