Εχει περάσει ακριβώς μισός αιώνας από τις 6 Απριλίου 1974 όταν οι Abba, απαστράπτοντες, ανέβηκαν στη σκηνή του διαγωνισμού τραγουδιού της Eurovision στο Μπράιτον της Αγγλίας και έγραψαν ιστορία με το τραγούδι τους «Waterloo». Φέτος, de, κατά σύμπτωση ο διαγωνισμός έλαβε χώρα στην πατρίδα τους τη Σουηδία, και σε μια λαμπερή γιορτή προς τιμήν της μεγαλύτερης μουσικής εξαγωγής της Σουηδίας, οι Abba έκλεψαν την παράσταση «ενωμένοι» και πάλι … Μπορεί να μην ανέβηκαν οι ίδιοι στη σκηνή του Malmö Arena, ήταν όμως εκεί το ολόγραμμά τους και το θρυλικό «Waterloo».
Αρχικά, στο αφιέρωμα για τα 50 χρόνια του «Waterloo» εμφανίστηκαν τέσσερις σωσίες τους και το ολόγραμμα του θρυλικού συγκροτήματος, ενώ στη συνέχεια τρεις νικητές προηγούμενων ετών, οι Κάρολα, Σαρλότ Περέλι και Κοντσίτα Βουρστ ξεσήκωσαν με την ερμηνεία τους το κοινό της φετινής Eurovision, περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη εμφάνιση της βραδιάς.
Οι Abba δεν έχουν τραγουδήσει όλοι μαζί εδώ και 40 χρόνια. Πέρσι, μάλιστα, οι Μπγιορν Ουλβέους και Μπένι Αντερσον απέρριψαν την ιδέα να επανενωθούν για τo αφιέρωμα της Eurovision, όπερ και εγένετο, όμως, με τα ψηφιακά άβατάρ τους, που γοήτευσαν εκατοντάδες χιλιάδες θαυμαστές του θρυλικού συγκροτήματος στη virtual συναυλία «Abba Voyage» στο Λονδίνο.
Kανένας άλλος νικητής της Eurovision δεν έχει πλησιάσει καν την επιτυχία των Abba το 1974, οι οποίοι έκτοτε έχουν πουλήσει 385 εκατ. δίσκους και έχουν αναδειχθεί σε ένα από τα πιο επιτυχημένα συγκροτήματα όλων των εποχών, γράφει στο BBC η Κλαρ Θορπ. Μια αναμνηστική πλάκα, που αποκαλύφθηκε πρόσφατα στον χώρο τεχνών Brighton Dome σηματοδοτεί το σημείο όπου το σουηδικό συγκρότημα της ποπ «ξεκίνησε την καριέρα του μετά τη νίκη στον 19ο Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision».
Οπως, όμως δείχνει μια νέα σειρά ντοκιμαντέρ με τίτλο «Abba: Against the Odds», η νίκη τους ήταν γλυκόπικρη σηματοδοτώντας την αρχή μιας δύσκολης μάχης για να ληφθεί σοβαρά υπόψη η μουσική τους, παρατηρεί η Κλαρ Θορπ στο BBC. «Η μυθολογία γύρω από τους ABBA αναπτύχθηκε κυρίως γύρω από την υπόθεση ότι προορίζονταν πάντα για να γίνουν σταρ», λέει στο BBC ο Τζέιμς Ρόγκαν, σκηνοθέτης των ντοκιμαντέρ, τα οποία βασίζονται σε σπάνια πλάνα αρχείου και συνεντεύξεις. «Η Eurovision ήταν ένα τεράστιο ορόσημο στο δρόμο προς τη δόξα, αλλά αμέσως μετά τη νίκη τους είχαν να αντιμετωπίσουν τους τεράστιες αντιδράσεις», επισημαίνει.
Οι Αγκνέθα Φάλτσκογκ, Αννα Φριντ-Λίνγκσταντ, Μπένι Αντερσον και Μπγιορν Ουλβέους σχημάτισαν το συγκρότημα των Abba το 1972 και έναν χρόνο αργότερα προσπάθησαν ανεπιτυχώς να μπουν στη Eurovision με το τραγούδι τους «Ring Ring». Βλέποντας τον διαγωνισμό σαν το εισιτήριό τους για την επιτυχία εκτός της χώρας τους, το πέτυχαν την επόμενη χρονιά με το «Waterloo», το οποίο έγραψαν ειδικά για τη Eurovision. Απέδωσε. Οχι μόνο κέρδισαν στο Μπράιτον, αλλά το «Waterloo» ήταν νούμερο ένα σινγκλ στο Ηνωμένο Βασίλειο (παρόλο που έλαβε μηδενικούς βαθμούς από την κριτική επιτροπή του Ηνωμένου Βασιλείου) ενώ βρέθηκε στην κορυφή των chart σε όλη την Ευρώπη.
Ωστόσο, στο ντοκιμαντέρ, ο Μπένι θυμάται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο τους έβλεπε αρχικά ως «πολύ ουδέτερους», λέγοντας: «Εστω κι αν το τραγούδι ήταν το νούμερο ένα στην Αγγλία, αν ήσουν μέρος της Eurovision, μετά θα πέθαινες». Οι ραδιοφωνικοί dj’s ήταν απρόθυμοι να παίξουν τη μουσική του συγκροτήματος και θα περνούσαν περισσότεροι από 18 μήνες μέχρι να κατακτήσουν για άλλη μια φορά την κορυφή με το τραγούδι τους «Mamma Mia». Η Eurovision αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι. Τα ρούχα τους, δε, όσο υπέροχα κι αν ήταν, ίσως δεν βοήθησαν. «Νομίζω ότι δεν μας έπαιρναν στα σοβαρά επειδή φορούσαμε πολύ περίεργα ρούχα», λέει ο Μπγιορν. «Ηταν κιτς… υποφέραμε πραγματικά από αυτό».
Αντιδράσεις στην πατρίδα τους
Ωστόσο, οι πιο εχθρικές αντιδράσεις περίμεναν τους Abba στην πατρίδα τους, όπου κυκλοφορούσε μια σουηδική μάρκα ρέγγας τουρσί με το ίδιο όνομα! «Το κλίμα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη Σουηδία ήταν διαφορετικό εκείνη την εποχή», λέει ο Μπγιορν, «Δεν ήμασταν δημοφιλείς», θυμάται.
Πλάνα αρχείου στο ντοκιμαντέρ δείχνουν ρεπόρτερ να ζητούν τη γνώμη Σουηδών για το συγκρότημα. «Είναι πολύ εμπορικό», απαντά κάποιος. «Τραγουδούν μόνο ποπ», λέει μια γυναίκα. Πολλοί, δε, θεώρησαν ότι το συγκρότημα δημιουργήθηκε μόνο και μόνο για τα λεφτά. Πριν ενταχθούν στους Abba, ο Μπγιορν και ο Μπένι ήταν και οι δύο μέλη δημοφιλών ποπ συγκροτημάτων, ενώ η Αγκνέθα και η Φρίντα είχαν σόλο επιτυχία. «Μετά ενώθηκαν σε αυτό το είδος του ποπ σχηματισμού με το λαμπερού glam της τσιχλόφουσκας», λέει ο Ρόγκαν και παρομοιάζει τις αντιδράσεις με την κατακραυγή για τον Μπομπ Ντίλαν, όταν αποφάσισε να ενσωματώσει στη μουαική του τον ηλεκτρικό ήχο, που ωστόσο απογείωσε την καριέρα του.
Ενα άλλο θέμα ήταν ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της Eurovision, την επόμενη χρονιά μετά τη νίκη των Abba, η Σουηδία όφειλε να φιλοξενήσει τον διαγωνισμό. «Το γεγονός ότι είχαν κερδίσει σήμαινε ότι ο [δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας] SVT έπρεπε στη συνέχεια να χρηματοδοτήσει τη Eurovision», λέει ο Ρόγκαν, οπότε η διοργάνωση του διαγωνισμού «ρούφηξε» όλα τους τα κέρδη.
Το Progg, ένα αριστερό κίνημα, που έκανε εκστρατεία κατά της εμπορευματοποίησης της μουσικής, έκανε διαδηλώσεις εναντίον της Eurovision στη Σουηδία, με 200.000 ανθρώπους να βγαίνουν στους δρόμους της Στοκχόλμης. Μάλιστα, το βράδυ της εκδήλωσης, στην άλλη άκρη της πόλης έγινε ένα φεστιβάλ εναλλακτικής μουσικής. «Υπήρχε ένα είδος προοδευτικού κινήματος που έβλεπε τους Abba ως τον Αντίχριστο», λέει ο Μπγιορν. Η δύναμη των διαδηλώσεων ήταν τόσο μεγάλη ώστε η Σουηδία αποφάσισε να μην συμμετάσχει καθόλου στον διαγωνισμό του 1976.
Το ότι οι Abba ήταν προφανώς απολιτικοί εξόργισε επίσης πολύ κόσμο. «Ημασταν η γενιά των εξεγερμένων», εξηγεί στο ντοκιμαντέρ ο Μίχελ Βίχε, τραγουδιστής του σουηδικού συγκροτήματος Hoola Bandoola Band. «Είχαμε εξεγερθεί για την πολιτική του απαρτχάιντ, για τα στρατιωτικά πραξικοπήματα στη Λατινική Αμερική, για τους πολέμους στη Νοτιοανατολική Ασία. Και είχαμε εξεγερθεί επειδή οι Abba δεν είχαν εξεγερθεί», λέει.
Ολα αυτά σήμαιναν ότι, αν και τα πήγαιναν καλά εμπορικά, οι Abba ήταν ένα είδος βρώμικης λέξης στη μουσική κοινότητα της Σουηδίας. «Πουλούσαν πολλούς δίσκους και ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς», λέει ο Ρόγκαν, «Αλλά αυτοί οι δίσκοι ήταν κρυμμένοι τότε στα ράφια. Και μερικοί από τους μουσικούς, που έπαιξαν μαζί τους μπήκαν στη μαύρη λίστα», αποκαλύπτει.
Αυτό το είδος του μουσικού σνομπισμού θα βασάνιζε τους Abba για χρόνια, όχι μόνο στη Σουηδία αλλά σε όλο τον κόσμο, γράφει στο BBC η Θορπ. Ακόμη και όταν έκαναν το ένα χιτ μετά από άλλο, ο Τύπος συνέχισε να είναι επιφυλακτικός με το συγκρότημα, με αποκόμματα από δημοσιεύσεις όπως: «Συναντήσαμε τον εχθρό και είναι αυτοί», να εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ.
Ξαναβλέποντας παλιά πλάνα συνεντεύξεων, ο Ρόγκαν σοκαρίστηκε από το πόσο απορριπτικοί ήταν ορισμένοι δημοσιογράφοι. «Αν είχατε την ευκαιρία να μιλήσετε με τον Μπένι και τον Μπγιορν μόλις έγραψαν το «SOS» και το «Knowing Me, Knowing You», θα τους κάνατε ερωτήσεις όπως: “Πόσο φτωχοί είναι οι στίχοι σας; Σας αρέσει να το παίζετε; Δεν είναι όλα λίγο πολύ το ίδιο;”»
Συχνά, η απογοήτευση είναι ξεκάθαρη στα πρόσωπα των μελών της μπάντας. «Το εκπληκτικό είναι ότι αυτοί οι τύποι εφηύραν έναν [νέο] ήχο», λέει ο Ρόγκαν, «Δημιούργησαν κάποιες τεχνικές που θα πυροδοτούσαν τη σουηδική μουσική βιομηχανία».
Ωστόσο, δεν αμφισβητούσε μόνο ο Τύπος τους Abba. Η άνοδος του συγκροτήματος συνέπεσε με την εμφάνιση του κινήματος των πανκ, που ήταν εντελώς αντίθετο με τη λαμπερή ποπ εικόνα του σουηδικού συγκροτήματος. Και το άλμπουμ τους «Voulez-Vous», με το οποίο οι Abba αγκάλιασαν τη ντίσκο το 1979, ήρθε τη στιγμή που το κίνημα «Disco Sucks» προσπαθούσε να γκρεμίσει το είδος.
Οπως έγραψε στους New York Times ο Τζεφ Τουίντι των Wilco σε ένα δοκίμιο για την αγάπη του για τους Abba με τίτλο «Jeff Tweedy: I Thought I Hated Pop Music. “Dancing Queen” Changed My Mind» («Τζεφ Τουίντι: Νόμιζα ότι μισούσα την ποπ. Το “Dancing Queen ” με έκανε να αλλάξω τη γνώμη»): «Ως παιδί που του άρεσε η πανκ ροκ, αυτή η μελωδία βρισκόταν βαθιά σε εχθρικό έδαφος, στη διασταύρωση της ποπ και της ντίσκο». Και όμως –όπως ακριβώς συνέβη με τον Τουίντι– η μελωδία του τραγουδιού αποδείχθηκε ακαταμάχητη ακόμη και για τους πιο ένθερμους punk rockers.
Στο ντοκιμαντέρ, αποκαλύπτεται ότι οι Sex Pistols έβαζαν να παίζει συνέχεια η κασέτα όταν ήταν σε περιοδεία. «Οι Sex Pistols δημιουργήθηκαν από τον μάνατζέρ τους. Υπάρχει, λοιπόν, ένα είδος μουσικού παράδοξου στο γεγονός ότι αυτό το σύμβολο της αυθεντικής πανκ άκουγε το σύμβολο της αυθεντικής ποπ, και το ένα ήταν κατασκευασμένο ενώ το άλλο όχι», παρατηρεί ο Ρόγκαν.
Πολλοί ροκ μουσικοί ήταν, επίσης, θαυμαστές των Abba. Στο σόου τους στην Wembley Arena το 1979, τα μέλη των Led Zeppelin και των The Who κάθονταν στην περιοχή των VIP. Ο Πιτ Τάουνσεντ αποκάλεσε το «SOS» -που ήταν αγαπημένο και του Τζον Λένον- «το καλύτερο τραγούδι της ποπ που γράφτηκε ποτέ». Ο Ρόγκαν παρατηρεί: «Νομίζω ότι οι μουσικοί κατάλαβαν αυτό που έκαναν οι Abba πιο γρήγορα από τους κριτικούς».
Το 1980, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Super Trouper», οι κριτικοί άρχισαν επιτέλους να ασχολούνται με την επιδεξιότητα των Abba στη σύνθεση. Τραγούδια, όπως το «The Winner Takes It All» –που ευρέως πιστεύεται ότι είναι εμπνευσμένο από το διαζύγιο του Μπγιορν και της Αγκνέθα– αποτελούσαν την επιτομή του τι έκανε καλύτερα το συγκρότημα, συνδυάζοντας συναισθηματικά καταστροφικούς στίχους με εθιστικές μελωδίες.
Ο ήχος τους έχει καθοριστεί από μια βαθιά αίσθηση μελαγχολίας, κάτι που ο Μπένι απέδωσε κάποτε στο ότι κατάγεται από ένα μέρος του κόσμου, όπου ο ήλιος εξαφανίζεται για δύο μήνες και χιονίζει σχεδόν για τον μισό χρόνο, γράφει στο BBC η Θορπ. Σε μια σκηνή του ντοκιμαντέρ, ένας συνεντευξιαστής ρωτά την Αγκνέθα και τη Φρίντα αν είναι χαρούμενες. «Μερικές φορές ναι, μερικές φορές όχι», απαντάει η Φρίντα. «Η ζωή έχει τα πάνω και τα κάτω της», προσθέτει η Αγκνέθα. Αυτή ακριβώς η ικανότητα των Abba να αντικατοπτρίζουν στα τραγούδια τους τόσο τα όνειρα όσο και τις απογοητεύσεις της ζωής ήταν η υπερδύναμη του συγκροτήματος.
Οι Abba διαλύθηκαν το 1982, μετά τα διαζύγια και των δύο ζευγαριών. Αλλά το τέλος του συγκροτήματος ήταν μόνο η αρχή του φαινομένου Abba. Το 1992, κυκλοφόρησε το «Abba Gold», η συλλογή με τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους και το δεύτερο άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1999, έκανε το ντεμπούτο του το «Mamma Mia!», το θεατρικό μιούζικαλ, που ήταν βασισμένο στα τραγούδια τους και το οποίο αργότερα οδήγησε επίσης σε μια επιτυχημένη ταινία. Το 2022, δε, (μετά από ένα νέο άλμπουμ έκπληξη, το «Voyage») είχε τεράστια επιτυχία το πρωτοποριακό σόου «Voyage», που έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο και πρόκειται να ξεκινήσει περιοδεία.
Αλλά, περισσότερο και από την εμπορική επιτυχία, οι Abba πέτυχαν αυτό που τους έλειπε για πάρα πολύ καιρό: τον σεβασμό ως τραγουδοποιοί και την αναγνώριση για τον τεράστιο αντίκτυπό τους στη μουσική ποπ. «Ολα εκείνα τα πρώτα επικριτικά σχόλια έχουν εξαφανιστεί σχεδόν ενώ η μουσική μένει», λέει ο Ρόγκαν και τονίζει ότι, «η μουσική είναι κατά κάποιο τρόπο ένας χείμαρρος πολιτισμού».
Κατά ειρωνεία της τύχης, δε, η Σουηδία, η οποία κάποτε ήταν τόσο εξεγερμένη εξαιτίας της εμπορευματοποίησης της μουσικής, έχει γίνει δύναμη της ποπ, με παραγωγούς όπως ο Μαξ Μάρτιν που δημιουργούν επιτυχίες για ποπ σταρ όπως η Μπρίτνεϊ Σπίαρς, η Τέιλορ Σουίφτ και η Κέιτ Πέρι. Και όλα ξεκίνησαν με τους Abba, υπογραμμίζει στο BBC η Κλαρ Θορπ. Γιατί όπως λέει ο Ρόγκαν: «Υπάρχει ένα είδος σχέσης αγάπης-μίσους με τους Abba στη Σουηδία, αλλά νομίζω ότι τώρα έχουν γίνει αποδεκτοί ως μέρος της πολιτιστικής σκευής».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News