«Στο γραφείο του είχε μια μάσκα με το πρόσωπό μου. Όταν γυρίζαμε το “Μάρνι” (1964) άνοιξε μια κρυφή πόρτα στο καμαρίνι μου και μια μέρα τον είδα ξαφνικά μπροστά μου! Με άρπαξε και με χούφτωνε όπου έβρισκε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ηταν γνωστό ότι οι ηθοποιοί τότε δεχόμασταν σεξουαλικές επιθέσεις αλλά οι όροι “σεξουαλική παρενόχληση” ή “σεξουαλική καταδίωξη” δεν υπήρχαν.
»Μια φορά με πλησίασε η σύζυγός του, η Αλμα, και μου είπε “ξέρω τι συμβαίνει”. “Είσαι η μόνη που θα μπορούσες να το σταματήσεις” της απάντησα. Γούρλωσε τα μάτια της, με κοίταξε σαν απορημένη και έφυγε».
Όλα αυτά και διάφορα άλλα τέτοια εξομολογείται η 86χρονη σήμερα Τίπι Χέντρεν στην αυτοβιογραφία της με τίτλο «Tippi» η οποία είναι υπό έκδοση. Η βιογραφία κυκλοφορεί τέσσερα χρόνια μετά την τηλεταινία, παραγωγής HBO, με τίτλο «The girl» (2012) και με πρωταγωνίστρια τη βρετανίδα ηθοποιό Σιένα Μίλερ.
Η ταινία εστιάζει στα βασανιστήρια που υπέστη η Τίπι Χέντρεν, από τον μέντορά της Αλφρεντ Χίτσκοκ στα γυρίσματα της αριστουργηματικής ταινίας «Τα πουλιά» (1963).
«Απαγόρευε σε όλο το καστ να μου μιλήσει ή να με αγγίξει. Με παρακολουθούσε συνεχώς με την άκρη του ματιού του. Μπορεί να βρισκόταν με κόσμο στην άλλη γωνία του στούντιο, αλλά το βλέμμα του ήταν διαρκώς πάνω μου. Αν με πλησίαζε και μου μιλούσε κάποιος άνδρας, ένιωθα αυτό το βλέμμα παγωμένο και απειλητικό. Καρφωμένο.
»Είχε νοικιάσει μια λιμουζίνα για να πηγαινοέρχεται από το στούντιο. Με πίεζε να με πηγαινοφέρνει κι εμένα από το σπίτι μου. Μια φορά προσπάθησε να με φιλήσει μέσα στη λιμουζίνα».
Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Τίπι Χέντρεν, η αντίσταση στις ερωτικές βουλές του σκηνοθέτη ήταν σχεδόν μάταιες. «Όσο πιο πολύ αντιστεκόμουν, τόσο εκείνος επέμενε, τόσο πιο έντονα με καταδίωκε. Ενιωθα σαν να είμαι φυλακισμένη».
Όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις παρενόχλησης, όταν το αντικείμενο του πόθου «δεν κάθεται» αρχίζει η εκδίκηση. Ως εκδίκηση εξέλαβε η Τίπι Χέντρεν το παρακάτω περιστατικό στα «Πουλιά»:
«Ηταν Δευτέρα πρωί και θα γυρίζαμε τη σκηνή όπου μου επιτίθεται τα πουλιά. Μου είχαν πει πως θα χρησιμοποιούσαμε τα μηχανικά πουλιά, αυτά που εμφανίζονται και σε όλη την υπόλοιπη ταινία.
Ξαφνικά όμως, έρχεται ο βοηθός σκηνοθέτη, κοιτάζει το πάτωμα, τους τοίχους και το ταβάνι και λέει: “Δεν κάνουν τα μηχανικά γι’ αυτή τη σκηνή. Θα φέρουμε αληθινά”.
Για μία εβδομάδα κάναμε τα γυρίσματα με αληθινά πουλιά: γεράκια, γλάρους και περιστέρια. Ηταν εκεί και οι εκπαιδευτές, που ούρλιαζαν συνέχεια και κινούσαν τα πουλιά εναντίον μου. Στα διαλείμματα ο Χίτσκοκ εξαφανιζόταν. Δεν μπορούσα να τον πλησιάσω και κάθε μέρα η κατάσταση χειροτέρευε».
Τελικά η Τίπι Χέντρεν, πληγωμένη και ματωμένη από τα ράμφη και τα νύχια των πουλιών, κατέρρευσε. Επαθε υστερία, έκλαιγε ακατάπαυστα και ήταν αδύνατο συνεχίσει τα γυρίσματα. Ο γιατρός συνέστησε αποχή για μία εβδομάδα και ξεκούραση.
«Δεν μπορεί να κάθεται μια ολόκληρη εβδομάδα! Δεν έχω άλλα γυρίσματα να κάνω» είπε ο Χίτσκοκ στον γιατρό. «Και τι θέλεις; Να τη σκοτώσεις;», απάντησε εκνευρισμένος εκείνος.
Τελικά τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν και τα «Πουλιά» κέρδισαν μια υποψηφιότητα για Οσκαρ στην κατηγορία «Εδικά εφέ» – έχασαν όμως το βραβείο από την «Κλεοπάτρα».
Την επόμενη χρονιά ο Χίτσκοκ γύρισε τη «Μάρνι» με την ίδια, αγαπημένη του πρωταγωνίστρια. Για την ταινία αυτή η Τίπι Χέντρεν κέρδισε το βραβείο Photoplay ως η «Πιο υποσχόμενη ηθοποιός της χρονιάς». Η βράβευση έγινε στη Νέα Υόρκη, όμως ο Χίτσκοκ δεν επέτρεψε στο «κορίτσι» (έτσι την αποκαλούσε πάντα μπροστά σε όλους και ποτέ με το όνομά της) να παραστεί στην απονομή.
«Ηθελα να απαλλαγώ από αυτόν. Για δύο χρόνια δεν γύρισε ταινία αλλά με είχε δεσμεύσει με συμβόλαιο και δεν με άφηνε να συνεργαστώ με κανέναν άλλο σκηνοθέτη. Μου έδινε 600 δολάρια την εβδομάδα δίχως να κάνω τίποτα κι όποιος τον πλησίαζε για να με ζητήσει του έλεγε “Δεν είναι διαθέσιμη”. Το 1964 είχαν κυκλοφορήσει φήμες ότι μπορεί να ήμουν υποψήφια για Οσκαρ για τη “Μάρνι”. Ο Χίτσκοκ τα διέλυσε όλα – υποψηφιότητά μου δεν ανακοινώθηκε ποτέ».
Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της «Μάρνι», η Τίπι Χέντρεν παντρεύτηκε τον τότε ατζέντη της, Νόελ Μάρσαλ και το 1966, ο Χίτσκοκ επιτέλους την ελευθέρωσε από το δεσμευτικό συμβόλαιο. Ωστόσο ο χρόνος είχε περάσει και η ίδια είχε χάσει τις ευκαιρίες να προωθήσει την καριέρα της με νέες ταινίες όσο ακόμα συζητούνταν το όνομά της.
Τελικά το 1967 τη χρησιμοποίησε ο Τσάρλι Τσάπλιν για την «Κόμισα από το Χονγκ Κονγκ» με πρωταγωνιστές τους Σοφία Λόρεν και Μάρλον Μπράντο. Η ταινία δεν σημείωσε επιτυχία και κατόπιν αυτού η Τίπι Χέντρεν έπεσε κυριολεκτικά στα αζήτητα.
Αποσύρθηκε στη φάρμα που διατηρούσε με τον σύζυγό της, στην Καλιφόρνια. Εκεί αφοσιώθηκε στο μεγάλωμα της δεκάχρονης πλέον κόρης της, Μέλανι Γκρίφιθ (από τον προηγούμενο γάμο της), και στα… άγρια αιλουροειδή.
Τα αιλουροειδή που αγόραζε κυρίως από το Χόλιγουντ η Τίπι Χέντρεν, από το 1972 απέκτησαν τη δική τους στέγη με την ονομασία «Shambala» – σήμερα εκεί ζουν περί τα 70 ζώα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται αφρικανικά λιοντάρια των βουνών, τίγρεις της Σιβηρίας και της Βεγκάλης, λεοπαρδάλεις κτλ.
Το 1981, η Τίπι Χέντρεν με μαζί με τον σύζυγό της άρχισαν τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ με τίτλο «Roar» και θέμα τα άγρια ζώα. Η ταινία κόστισε συνολικά 11 εκ. δολάρια και χρειάστηκε 11 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Στα γυρίσματα ένα λιοντάρι επιτέθηκε στην έφηβη τότε Μέλανι Γκρίφιθ, την τραυμάτισε σοβαρά και χρειάστηκε να κάνει πλαστική εγχείρηση για να αποκατασταθεί η ζημιά. Στο ίδιο συμβάν το λιοντάρι δάγκωσε τον σύζυγο, Νόελ Μάρσαλ, και έγδαρε το σκαλπ του κάμεραμαν.
Τα έσοδα από την προβολή του ντοκιμαντέρ τελικά δεν ξεπέρασαν τα 2 εκατ. παγκοσμίως. Ωστόσο έκτοτε η Τίπι Χέντρεν βρήκε νέο σκοπό στη ζωής της – την προστασία των άγριων αιλουροειδών.
«Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ κατέστρεψε την καριέρα μου και φυλάκισε την ψυχή μου. Όμως δεν κατέστρεψε τη ζωή μου. Πέρασαν χρόνια πια. Όταν πέθανε το 1980 πήγα στην κηδεία του και δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να φτύσω μέσα στον τάφο του. Είχα κάνει ό,τι έπρεπε για να ξεπεράσω την καταστροφή που μου προκάλεσε», λέει σήμερα το «κορίτσι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News